Αρχείο για Ιστορικά
Σε κάθε επέτειο της Παλιγγενεσίας, οδηγούμε το πνεύμα την ψυχή μας, αλλά και την μνήμη με ευλάβεια προς τον ένδοξο αγώνα του 1821, ο οποίος αποτελεί το ορόσημο της νεότερης εθνικής μας ιστορίας. Το 1821 αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της Ελληνικής ιστορίας που θα θυμίζει στις νεότερες γενιές που έρχονται τον συνεχή, σκληρό αγώνα, ανηφορικό, αλλά ένδοξο δρόμο, που έχει διανύσει το γένος των Ελλήνων.
Ξεχωριστός μέσα στο πάνθεο των αγωνιστών του «21» κι’ ο καπετάνιος Αναγνώστης Στριφτόμπολας, εγγονός και γιος παλαιών κλεφτών, που έπεσε στη μάχη του Λεβιδίου.
Ο καπετάνιος Αναγνώστης Στριφτόμπολας γεννήθηκε το 1778 και ήταν γιος του Αργύρη Στριφτόμπολα. Κατάγονταν, από το χωριό Μεσορρούγι της Κλουκίνας Καλαβρύτων, μικρανεψιός του Θ. Κολοκοτρώνη. Η γιαγιά του ήταν αδερφή του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη πατέρα του γέρου του Μοριά. Ο παππούς του Δημήτριος Στριφτόμπολας είχε γιο τον Αργύριο Στριφτόμπολα και αυτός είχε γιο τον Αναστάσιο και τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα τον ήρωα της μάχης του Λεβιδίου το 1821.
Οι γονείς του θέλοντας να τον διδάξουν τα όσα μπορούσε να σπουδάσει την εποχή εκείνη άνθρωπος τον έβαλαν κοντά σε αυστηρούς δασκάλους. Από τη φύση του επιμελής, έμαθε όσα του δίδαξαν και εκ των γραμματικών του γνώσεων έλαβε το όνομα «Αναγνώστης!» Περί την 13ην του μηνός Απριλίου συγκεντρώθηκαν όλοι οι γενναίοι Έλληνες στο Λεβίδι. με τους αρχηγούς τους Σωτ. Χαραλάμπη, Αναγνώστη Στριφτόμπολα, Βασίλειο και Νικόλαο Πετιμεζα, Σωτ. Θεοχαρόπουλο, Νικ. Σολιώτη και προετοιμάζονταν να εισβάλλουν στην καλά οχυρωμένη Τριπολιτσά να πολιορκήσουν τους εκεί εχθρούς των.
Στο Λεβίδι είχε προηγουμένως συσταθεί στρατόπεδο από τον Π. Αρβάλη, Γ. Μπηλίδα καπεταναίους της Τριπολιτσάς, από τους Καλαβρυτινούς Ασημάκη Σκαλτσά, Κωνστ. Πετιμεζά, τον Πιτσουνά από τη Στρέζοβα, το Θεoδ. Σακελλάριο και Αναγν. Ρηγόπουλο από του Φίλια, από τους ντόπιους καπεταναίους εκ των οποίων ανώτερος ήταν ο Αλέξιος Νικολάου Λεβιδιώτης, από τους καπεταναίους του χωριού Δάρα, όλοι περίπου τριακόσιοι.
Αφού έφτασαν οι Καλαβρυτινοί, οι μεν Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ. Θεοχαρόπουλος κατέλαβαν και κατέλυσαν στα σπίτια τα Δημητρακαίϊκα των αδερφών Σταμάτη και Αναγνώστη, οι Πετιμεζαίοι έμειναν στα Ρογαραίϊκα και Οικονομαίϊκα σπίτια, ο Νικ. Σολιώτης στα Σαμαντουραίϊκα του Παναγή και Κωνσταντή Ζορμπαλά και ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας κατέλυσε στα Αργυραίϊκα.
Αλλά την εποχή εκείνη οι Οθωμανοί της Τριπολιτσάς άρχιζαν να εφαρμόζουν ένα καταστρεπτικό σχέδιο. Δέκα χιλιάδες ιππείς και πεζοί οι εκλεκτότεροι και εμπειρότεροι του πολέμου, διηρημένοι σε τρεις φάλαγγες ήταν έτοιμοι να εκστρατεύσουν κατά της Πελοποννήσου. Η πρώτη φάλαγγα είχε σκοπό να πάει στην Κόρινθο να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους να καταλάβει τα παράλια και μέσω Ζαχώλης, Ακράτας και Αιγίου να φτάσει στην Πάτρα. Η δεύτερη να διέλθει από τη μεσόγειο Πελοπόννησο και μέσω Καλαβρύτων να ενωθεί με την πρώτη στην Πάτρα. Η δε τρίτη να διέλθει δια της Καρύταινας, Λεονταρίου, Φαναρίου, πύργου Γαστούνης και περνώντας από του Λάλα να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους, κατευθυνόμενη στην Πάτρα για την τελική συνένωση και συγκέντρωση των δυνάμεών τους.
Οι τούρκοι με αυτό το σχέδιο ήθελαν να υποτάξουν όλη την Πελοπόννησο. Ενώ ήσαν έτοιμοι πληροφορήθηκαν ότι στο Λεβίδι βρίσκονται τοποθετημένοι Κλέφτες (έτσι τους καλούσαν οι Τούρκοι τους αγωνιστές), έτοιμοι να εισβάλλουν στην Τρίπολη.
Έτσι την 14ην Απριλίου 1821 ημέρα Τετάρτη εξελθόντες άπαντες οι Τούρκοι, την 4ην ώρα μετά το μεσονύκτιο έφτασαν στο χωριό Κάψια μια ώρα απόσταση περίπου από το Λεβίδι. Αριθμούσαν οκτώ χιλιάδες πεζοί και δυο χιλιάδες ιππείς και υπολόγιζαν να διαλύσουν το εκεί στρατόπεδο.
Ακούσαντες από τους φρουρούς οι έλληνες ότι ξαφνικά έρχονται χιλιάδες Τούρκοι από την Κάψια συναθροίστηκαν όλοι στο σπίτι που έμενε ο Σωτ. Χαραλάμπης.
Αποφάσισαν να ειδοποιήσουν τους Καρυτινούς στρατιώτες που βρίσκονταν στο διάσελο της Αλωνίσταινας να έρθουν για βοήθεια. Κατά καλή τύχη στη Βυτίνα είχε έλθει ο Δ. Πλαπούτας με λίγους στρατιώτες. Ο Σολιώτης, Στριφτόμπολας πήραν του Κούκου το ρέμα και ανέβηκαν κατάραχα στο διάσελο του Σταυρούλη.
Αλλά οι έλληνες δεν μπόρεσαν να σταθούν στη μάχη κατά το μέρος της μεσημβρινής πλευράς του χωριού και ετράπησαν σε φυγή. Οι δε τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Οι έλληνες τρομαγμένοι έπιασαν διάφορα σπίτια και εκεί εκλείστηκαν όπου άρχισαν τον πόλεμο Όσοι κλείστηκαν στα σπίτια δεν γνώριζαν ότι οι σύντροφοί των έφυγαν και ενώ άρχισε η μάχη νόμισαν ότι ολόκληρο το σώμα πολεμά. Στα σπίτια των Δημητρακαίων και στο ληνό που είναι σαν πύργος κλείστηκαν ο Σωτ. Παπουτσής από το χωριό Μπετενάκι του Μουσάγα. Στα σπίτια των Ρογαραίων εκλείστηκαν και πολλοί Δαραίοι, ο Πανάγος Μονάντερος, οι αδερφοί Λαμπρόπουλοι Γεωργάκης και Αναγνώστης, ο Δημ. Τσέκος, ο Νικολέτος Ζακύνθιος και άλλοι.
Όταν οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά ο Δαριώτης Δημ. Δεληγιάννης, βαφτιστικός του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη με ένα σουβλί άνοιξε τρύπα και έφυγαν όλοι και πήγαν στο σπίτι του Αποστόλη Οικονόμου. Εκεί λαβώθηκε και ο Δαραίος Αναγνώστης Τσαβάρας περίφημος για την παληκαριά του. Στο Αργυραίϊκο σπίτι του Πανάγου ήταν κλεισμένος ο Αναγν. Στριφτόμπολας με άλλους Έλληνες.
Το σπίτι κυκλώθηκε πανταχόθεν από τους τούρκους και πολεμιόταν από τα γύρω σπίτια που είχαν κυριεύσει οι τούρκοι. Ο Αναγν. Στριφτόμπολας άνοιξε πολεμότρυπες και αυτός μοίραζε στους συντρόφους του φυσέκια για να πολεμούν. Όταν κάθισε κάποια στιγμή πάνω σ’ ένα βαρέλι και έδωσε τη φροντίδα της μάχης στον Κατριμουστάκη ένα βόλι πέρασε από τη πολεμίστρα τον πήρε στο λαιμό και έπεσε νεκρός. Τότε ο γερο-Κατριμουστάκης από το χωριό Μποτιά, παλαιός κλέφτης, σκέπασε επιτήδεια το νεκρό με την κάπα του και είπε στους μαχόμενους, ότι ο καπετάνιος κοιμάται, αλλά πολεμάτε εσείς εγώ θα σας δίνω φυσέκια.
Έτσι γίνονταν η μάχη μεταξύ των Τούρκων και των κλεισμένων Ελλήνων στα σπίτια που δεν ήταν περισσότεροι από εβδομήντα, έως ότου ήρθαν οι βοήθειες από τα έξω μέρη και από τη ράχι Λάκκα Μαυτρίλα και τη Μακράν κορυφή. Τουφέκισαν όλοι μαζί και φώναξαν στους κλεισμένους στο χωριό: «Βαστάτε και φτάσαμε. Ο Κολοκοτρώνης έρχεται”! Έφτασαν από το Κακούρι ο Σκαλτσάς και Θανάσης Δαγρές και φάνηκαν πάνω στο βουνό Ελληνίτσα που μαζί με τους Βυτινιώτες τουφέκισαν όλοι μαζί. Οι διασκορπισμένοι Έλληνες έξω του Λεβιδίου ακούσαντες τους τουφεκισμούς και τις φωνές των ερχομένων σε βοήθεια έλαβαν θάρρος και τουφέκισαν και το δάσος όπου ήσαν άναψε από τουφέκια.
Οι Τούρκοι βλέποντες ότι οι έλληνες θα τους αποκλείσουν ολόγυρα και ενώ άρχιζε να νυκτώνει και να βρέχει, φοβηθέντες άρχισαν να φεύγουν προς τον κάμπο. Τότε οι Έλληνες έπεσαν επάνω τους μαζί με τους κλεισμένους που απελευθερώθηκαν και τους κατεδίωξαν.
ΠΗΓΕΣ: Φωτάκου απομνημονεύματα της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Η λαϊκή μούσα τίμησε τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα
με τα παρακάτω άσματα:
Τρεις περδικούλες κάθουνται, Στη μέση στο Λεβείδι
Έχουν τα νύχια κόκκινα Και τα φτερά βαμμένα,
Η μια τυράει τη Κέρτεζη, Κ’ η άλλη της Κλουκίναις
Κ’ η Τρίτη η καλλήτερη, Μυριολογάει και λέει,
Τ’ είν’ το κακό που γίνεται, Στη μέση στο Λεβείδι
Κάνε βουνά γκρεμίζονται, Κάνε στοιχιά παλεύουν.
Μήτε βουνά γκρεμίζουνται, Μήτε στοιχιά παλεύουν,
Εκλείσαν τον Στριφτόμπολα, Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι.
Χίλιοι τον κρουν τη μια μεριά, Και χίλιοι από την άλλη,
Μια μπαταριά του δόκανε, Η μια μεριά κ’ άλλη,
Τρία βόλια τον επήρανε, Τα τρία φαρμακωμένα.
Το ένα τον πήρε στην καρδιά, Και τα άλλο στο πλεμόνι,
Το τρίτο το φαρμακερό, Τον πήρε στο καρύδι
Το στόμα του αίμα γέμισε, Κ’ η μύτη του φαρμάκι
Η γλώσσα του αηδονολαλεί, Σαν το χελιδονάκι,
Βρε που είσαι μπάρπα Κωνσταντή, Και ξάδελφε Βασίλη,
Και Νικολάκη γλήγωρε, Γκολφίνε αγαπημένε
Για βγάλτε τα’ αλαφρά σπαθιά, Και τα βαριά τουφέκια,
Ελάτε να με πάρετε, Απ’ των Τούρκων τα χέρια
Και αν πάτε από την Κέρτεζη, Περάστ’ από της Κλουκίναις
Κ’ ειδήτε τη γυναίκα μου, Τη μικροπαντρεμένη,
Πε της μη με καρτερή, Να μη μ’απαντυχαίνη
Να μην αλλάξη την Λαμπρή, Φλωριά να μη φορέση
Τ’εμένα με σκοτώσανε, Οι Τούρκοι Τριπολιτζιώτες.
Πήρα την πλάκα πεθερά, Τη μαύρη γης γυναίκα.
Και αυτά τα λιανολίθαρα, Πήρα γυναικαδέλφια.
“Ο Στριφτόμπολας στο Λεβίδι”
Τρείς περδικούλες κάθονται, μωρέ, στη μέση το Λεβίδι Μα είχαν τα νύχια κό- άιντε, μπάρμπ’Αναγνώστη, Αναγνώστη μου, κό- μωρέ, κόκκινα Μα είχαν τα νύχια κόκκινα, μωρέ, και τα φτερά βαμμένα Είχαν και στα κεφά- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη κι Αντωνάκη, κεφά- στα κεφάλια τους Είχαν και στα κεφάλια τους, μωρέ, μαντίλια λερωμένα Μοιρολογούσαν κι έ- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη, Αναγνώστη μου, κι έ- μωρέ, κι έλεγαν Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογάν και λένε Κείν’ το κακό που γίνηκε στη μέση το Λεβίδι Σκοτώσαν το Στριφτόμπολα αυτόν τον Αναγνώστη.
Άφησε χήρα τη γυναίκα του, Αγγελική Στριφτομπολίνα, και ανεξακρίβωτο αριθμό παιδιών. Πάντως, ένα από τα παιδιά του, ο Γεώργιος Στριφτόμπολας, έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε μάχες της Επανάστασης.
Η μάχη λοιπόν του Λεβιδίου, ήταν «Μέγας Θεμέλιος Λίθος» του κολοσσιαίου οικοδομήματος της Ελληνικής ελευθερίας! Επί του θεμελίου αυτού λίθου, οι μετά ταύτα επιζήσαντες αγωνιστές έκτισαν την ελευθερία! την γλυκύτατη ελευθερία! Την ελευθερία εκείνη, την οποίαν εμείς σήμερα αναπνέουμε ασφαλείς μέσα στα φιλήσυχα σπίτια των πατέρων μας, αναφέρει ο Π. Ιατρίδης.
Το πέρασμα ενός ανθρώπου απ’ τη ζωή δεν έχει σίγουρα την ίδια σημασία για τον καθένα μας, αφού για άλλους έχει μικρότερη και για άλλους μεγαλύτερη, ανάλογα με το πόσο καλά τον γνωρίζουμε ή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αν ταιριάζουν τα χνώτα μας.
Υπήρξαν όμως μερικοί άνθρωποι, των οποίων η ζωή και το έργο τους στέκονται υπεράνω κανόνων και των οποίων την μνήμη οφείλουμε να τιμούμε.
Δεδομένου, ότι η παρουσία τους ήταν απαραίτητη για την λειτουργία μιας μικρής κοινωνίας, όπως και της κοινωνίας του χωριού μας, καθιστούσε την δράση τους λειτούργημα και τους ίδιους στυλοβάτες αυτής της κοινωνίας.
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους υπήρξε η θεια-Λεούσα, η τελευταία μαμή του χωριού. Νιώθω ότι χαμογελάει απ’ τον ουρανό, με το πλατύ εκφραστικό της χαμόγελο, την ώρα που με βλέπει να γράφω.
Ελπίζοντας να μη μεγαλοποιήσω τη μορφή της, όσο μεγάλη φάνταζε στα παιδικά μου μάτια, αισθάνομαι χρέος μου, έστω και μέσα από λίγες αράδες, να τιμήσω την μνήμη της, διότι ήταν εκείνη που στάθηκε ακοίμητος φρουρός δίπλα στις ετοιμόγεννες, ταλαιπωρημένες γυναίκες της εποχής εκείνης, οι οποίες, όπως η ίδια έλεγε στα γεράματά της, ήταν με το ένα πόδι στον τάφο, αφού οι συνθήκες της εποχής ήταν άθλιες και ο θάνατος μάνας και παιδιού συχνός εξ’ αιτίας της ανυπαρξίας των μέσων και των χρημάτων για την μεταφορά σε νοσοκομείο, αν και στα χέρια της ουδέποτε έπαθε κάτι η μάνα ή το παιδί και τούτο λόγω της πείρας που απέκτησε κοντά στο μακαρίτη γιατρό Θανάση Μεγρέμη, που την έπαιρνε μαζί του για να τον βοηθάει.
Χρειάστηκε όμως κάποια φορά, που έλειπε ο γιατρός να τα βγάλει πέρα μόνη της. Έριξε λοιπόν το μαντήλι στις πλάτες, σήκωσε τα μανίκια της, έκανε τον σταυρό της και έσκυψε να ξεγεννήσει την γυναίκα.
Έτσι άρχισε.
Τύχαινε καμιά φορά να γεννούν δύο και τρεις μαζί, οπότε πηγαινοερχόταν απ΄τη μια στην άλλη πάνω σε κανένα βασταγό, που το τράβαγε κάποιο παιδί, για να κάνει πιο γρήγορα και να προλάβει.
Τη στιγμή που έβγαζε το βρέφος έδινε τη χαρακτηριστική ευχή της “καλόμοιρο, καλότυχο” και αν ήταν κορίτσι συνέχιζε με το “καλή παπαδιά”, μιας και ήταν η πρώτη που έπιανε στα χέρια της, τη νέα ζωή.
Στη συνέχεια έκοβε και έδενε τον αφαλό, σκούπιζε το παιδί απ’ τα λόχια με καθαρά πανιά ή με καμιά πετσέτα, αν βρισκόταν στο σπίτι και ύστερα, αφού το τύλιγε με τις πάνες, το φάσκιωνε κατά τη συνήθεια εκείνων των καιρών. Μετά απ’ αυτό τακτοποιούσε και την κουρασμένη απ’ τον πόνο λεχώνα.
Την τρίτη ημέρα έπλενε το παιδί. Κατά τη διάρκεια του πλυσίματος οι συγγενείς πέταγαν στη λεκάνη κέρματα, αν υπήρχαν, καμιά πεντάρα ή το πολύ δεκάρα, που αποτελούσαν το χαρτζιλίκι της μαμής. Τούτο γινόταν όχι σαν πληρωμή, άλλωστε τα χρήματα τότε ήταν λιγοστά ή και ανύπαρκτα, αλλά σαν είδος εθίμου, το οποίο τηρούνταν στο πρώτο πλύσιμο του μωρού.
Παρόλα αυτά αξίζει να σημειωθεί ότι ποτέ δεν καταδέχτηκε να πάρει ούτε αυτά τα λιγοστά χρήματα αλλά τα άφηνε πάνω στο παιδί για να το “ασημώσει”.
Στο πρώτο νερό, πριν ξεβγάλει το παιδί, έβαζε λίγο αλάτι. Όταν κάποτε τη ρώτησαν για αυτό απάντησε με τη χαρακτηριστική αργή φωνής της “για να βγουν αλατισμένα”, μη γνωρίζοντας ίσως ότι ήταν τον καλύτερο και το μόνο αντισηπτικό, που θα μπορούσε να έχει τότε.
Όταν μια φορά, στις αρχές ’50, της έδωσε ο ερυθρός σταυρός μια μεγάλη άσπρη μπροστοποδιά, που έπιανε από το λαιμό ως κάτω από τα γόνατα και τη φώναξαν βιαστικά να ξεγεννήσει μια γυναίκα, είπε, γελώντας μέσα από το παραγώνι της “σταθείτε να πάρω τα εργαλεία μου”, εννοώντας την ποδιά του ερυθρού σταυρού.
Όταν, πάλι, βάφτιζαν κάποιο παιδί ήταν εκείνη που το βάσταγε στο δεξί της χέρι και το έδινε στο νονό, ενώ στο αριστερό βαστούσε μια λευκή λαμπάδα και όταν άρχιζε το μυστήριο το λάδωνε μαζί με τον κουμπάρο.

(στην φωτογραφία βλέπουμε τη θεια-Λεούσα τη μαμή, να κρατάει στα χέρια της, το μωρό (Σοφία Π. Ξουράφη), δίπλα στον Ιερέα του χωριού μας, Παπα-Σταμάτη-Σκορδά)
Αυτό γινόταν για όλα τα παιδιά, που είχε πιάσει στα χέρια της. Εδώ λάμβανε χώρα και η αμοιβή της μαμής που δεν ήταν τίποτα άλλο απ’ το σαπουνάκι που ξέπλεναν τα χέρια τους ο ιερέας, ο κουμπάρος και η ίδια.
Θυμόταν στα τελευταία της και όταν πια είχε σταματήσει, όλες τις γυναίκες που είχε ξεγεννήσει, καθώς και τα παιδιά που είχε βγάλει και πιο πολύ τις περιπτώσεις εκείνες, που, όπως έλεγε, ερχόταν το παιδί ανάποδα ή είχε κινδυνεύσει η μάνα, γιατί υπήρχαν και αυτές οι περιπτώσεις.
Κλείνω όμως με αυτά, όπως τα άκουσα από αφηγήσεις της ίδιας, αλλά και άλλων, έχοντας βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου την ψηλή φιγούρα της, την κορμοστασιά της, το μαύρο μαντήλι και τη μορφή του προσώπου με τα μεγάλα έντονα ζωηρά χαρακτηριστικά, να στέκεται στο στασίδι της κάθε Κυριακή στον Άγιο Θανάση.

(Η θεια-Λεούσα η μαμή, στο τραπέζι με συγγενείς του νεοβαφτιζόμενου Βασίλη Γ. Κολλιντζογιαννάκη, έτος 1960)
Η προσφορά της θειας Λεούσας, όπως και πολλών άλλων ανθρώπων, δεν αναφέρεται πουθενά και δεν γίνεται καμία γραπτή μνεία από κανέναν.
Είναι μάλλον η πρώτη φορά, που γίνεται λόγος, έστω και από συναισθηματική παρόρμηση, για την παραδοσιακή απλοική της μορφή.
Δεν έχει όμως καμιά σημασία. Η μνήμη της τιμάται μέσα απ’ ψυχοχάρτια των γυναικών του χωριού, που τη γράφουν για να τη μελετάει ο παπάς τα ψυχοσάββατα και μέσα απ’ το κερί, που ανάβουν στο μνήμα της.
Παναγιώτης Π. Κατσούλης
Τζιαουνώντας…αλλά με αντάλλαγμα μια καβάλα στο ντουένι !!!
Είχες ντουένι στο αλώνισμα…το λιώμα θα γινόταν μάματα, κλόπος. Τα τσιορομπίλια έπιαναν σειρά ποιος θα βαρέσει τα ζά στο αλώνισμα χορταίνοντας καβάλα στο ντουένι. Το ποιός θα βάλει ντουένι μαθευόταν αμέσως, στο άψε σβήσε από την προηγούμενη. Έπεφτε σύρμα. Δεν χρειαζόμασταν κινητά τηλέφωνα; Όχι βέβαια. Ώσπου όμως να φτάσουμε στο αλώνισμα έπρεπε να προηγηθούν άλλα πράματα.
Ας τα λακριντέψουμε:
Όταν τα σπαρτά ροϊδίνιζαν και ήσαν έτοιμα για θέρο, οι νοικοκυραίοι μπονώρα μπονώρα ξημέρωναν στο χωράφι.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος.
Έκαναν το σταυρό τους για καλή αρχή, με τις ευχές στο νοικοκύρη για καλά μπερκέτια και τα δραπάνια έπαιρναν φωτιά. Μέσα στο λιοπύρι τρεις…τέσσεροι και πολλές φορές περισσότεροι θεριστάδες στην αράδα κατάπιναν στο άψε σβήσε το σπαρτό, όσπου να πεις κίμινο. Ο ιδρώτας ποτάμι, μούσκευε ρούχα και πρόσωπο και στάζοντας δρόσιζε το πυρωμένο χώμα. Τα χερόβολα σαν στρατιωτάκια περίμεναν το μπρατσωμένο χέρι για να τα κάνει δεμάτια. Οι κουβαλητές κρατάγανε στην άκρη τα ζα ώσπου να ετοιμαστούν τα δεμάτια για να φορτωθούν.Μια κανταριά από ζα, φορτωμένα με τα χρυσαφένια στάχια, πήγαιναν στον τόπο που θα έβγαινε ο πολύτιμος καρπός. Δίπλα στο αλώνι τα δεμάτια στιβαγμένα σε θεμονιά, καταλιακού για να ξεραθούν και να τρίβονται ευκολότερα. Οι κουβαλητάδες συνήθως εμείς τα παιδιά, με συντεριασμένα τα ζα, καβάλα στο μπροστινό μουλάρι, απανογώμι ή πισωκάπελα, ή πολλές φορές ποδαρόδρομο, ακολουθάγαμε το ίδιο δρομολόγιο για να κάνουμε την επόμενη στράτα. Στο δρόμο μπλουστριζόμαστε με άλλους κουβαλητάδες και έπρεπε να προσέχουμε μην μπλεχτούνε τα ζα.
Ήταν πολύ δύσκολο να κουβαλήσεις δεμάτια με τα ζα κανταριασμένα. Πολλά μουλάρια ήσαν τσινιάρικα δεν μόνιαζαν με άλλα ζα και ο κουβαλητής έπρεπε να προσέχει. Όταν μάλιστα τα έπιανε μυίγα ή είχαν τριδώνες τότε καλά κουκούλια. Κλάφτα Χαράλαμπε! Δεν είχαν στασιό, και δεν τα κράταγες με τίποτα. Είχαν γίνει πολλά ατυχήματα στο κουβάλημα. Είχε χτυπήσει κάποιον κουβαλητή μια φορά ένα τσινιάρικο μουλάρι, πεταλωμένο, στην τσιουλιά και τον πήγαν στο χωριό με τη τζιουβέρα. Δεν έπρεπε να αφήσεις τα φορτωμένα ζα από τα μάτια σου ούτε λεπτό. Κάποιος μια βολά, στο δρόμο, άφησε τα ζα φορτωμένα για σωματική του ανάγκη και στο πίτσι φυτίλι τουρλοκολιάστηκαν τα σαμάρια με τα δεμάτια μαζί. Μερικές φορές όταν το φόρτωμα ήταν ταμαχιάρικο κοβόταν η ίγκλα και από το ζόρισμα, το ζώο έμενε ξεϊγκλωτο και το σαμάρι με το φόρτωμα γύριζε και έπεφτε. Άντε μετά να πιάσεις το μουλάρι που αγριεμένο φουρλάτιζε, ορθοστάτιζε και δεν νταγιαντιζόταν με τίποτα. Πολλές φορές από τα νεύρα του ο κουβαλητής το τσούκλωνε κοντά με τα στούμπια ή αν ήταν ψωμομένος του ’ριχνε και κανα τεγνέτσι και εκείνο λάκαγε τροκάτσι και το βρίσκανε στο χωριό, στο κατώι. Το κορμπάτσι πάντως θα το ’τρωγε άλλη ώρα, δεν θα το γλύτωνε. Τα ζα που τα ήθελαν για έχα δεν τα πολυφόρτωναν. Μια βολά πάλι ένα παιδί κυνήγαγε να πιάσει ένα μουλάρι και πατώντας μονόπαντα πάνω σε μια φλέντζα από κούτσουρο γύρισε το ξύλο και ένα παρχάλι από ροζί μπήκε βαθιά στο πόδι του. Εκεί άρχιζαν τα γιατροσόφια. Η μάνα του έκαψε μια κουταλιά λάδι στη φωτιά και τσούζζζ την έριξε μέσα στη γούβα που είχε κάνει το ροζί και…περδίκι. Ούτε ψίλος στον κόρφο του. Το μπορόκλησε όπως όπως, φίλεψε το παιδί λίγη τσιελίθρα και πάει καλιά του. Βγήκε λαπάντι. Συνέχισε το κουβάλημα σαν να μην έγινε τίποτα.
Ας έρθουμε όμως στο θέρο.
Όσο προχώραγε το γιώμα και έφτανε το μεσημέρι οι θεριστάδες έπρεπε να ξαποστάσουν, να βάλουνε στο στόμα τους μια μπούκα, να πιούνε μια στάλα νερό και να φύγει η αποστασίλα. Ο ίσκιος της αχλάδας ήταν θεραπαή. Εκεί από κάτω έστρωναν το κυλήμι και καθισμένοι σταυροπόδι άνοιγαν τη χερότεσσα με το μαγείρεμα, ξεδίπλωναν από τη μπόλια το τυρί, ίσως μια στάλλα σύγκριατο, στούμπαγαν το κρεμύδι στο γόνα και άρχιζε το φαγοπότι. Πολλές φορές γίνονταν σεμπριές. Έσμιγαν δύο φαμελιές τα εργατικά χέρια και πήγαιναν πότε στο χωράφι του ενός και πότε στου άλλου. Τότε το αφεντικό έπρεπε το μεσημέρι να έχει κάτι καλό στη χερότεσσα. Μια στάλα αρτιμή. Συνήθως κανένα κοκκορόπουλο καπαμά ή πολλές φορές μπακαλέο. Κάπου κάπου το έτσουζαν κιόλας αν το βαγένι του αφεντικού κράταγε ακόμα καμιά γραντζιά κρασί. Το νερό στη βαρέλα, παρ’ ότι ήταν κάτω από τον ίσκιο από το πρωί, ώσπου να έρθει το μεσημέρι γινόταν αλισίβα. Όσοι θέριζαν σε χωράφια του κάμπου, έστελναν νωρίτερα κάποιον να φέρει μια στάλα δροσερό νερό από κανα μαγκανοπήγαδο. Ήσανε αρκετά πηγάδια στον κάμπο με μαγκάνι ή με τέσα και τριχιά. Της Φραγκούς το πηγάδι ήταν με γκουβά και τριχιά, του Αρτέμη ήταν με μαγκάνι.
Αγρότες
Όσοι θέριζαν στα πιο ορεινά έφερναν νερό από καμιά στέρνα. Στέρνες υπήρχανε αρκετές. Γέμιζαν με το νερό της βροχής. Πώς; Έριχναν χλώριο; Δεν χρειαζόταν. Το απολύμαιναν οι ακρίδες που έπεφταν μέσα. Μια φορά μέσα σε μια στέρνα είχαν βρεί ένα σφαχτό τάμπαρο. Μερικές φορές, από την αναβροχιά οι στέρνες δεν έπιαναν νερό. Το καλοκαίρι το νερό ήταν λίγο και στον πάτο της στέρνας, θολό, μπουλουμάς. Η δίψα όμως ήταν τέτοια που πιάναμε αυτό το κατακάθι με τον κουβά και το στραγγίζαμε με το μαντήλι για να ξαστερώσει και να σβήσουμε με αυτό τη δίψα μας. Οι τσοπάνηδες ήξεραν τα σπληθάρια και πήγαιναν εκεί να βρουνε νερό. Πολλές φορές έβρισκαν εκεί μέσα κοτσιλιές από πουλιά, αλλά και πάλι δεν δίσταζαν έστω να δροσιστούν. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι τα χωράφια δεν ήσαν όλα στον κάμπο. Έσπερναν σε κάθε γωνιά εκεί που μπορούσε να μπει αλέτρι. Αλλά και εκεί ακόμα που δεν έμπαινε αλέτρι τα έσκαβαν με το ξυνιάρι. Ακόμα και σε ορεινά μέρη, και μέσα στα πουρνάρια, στα κριτσιόπια, στις τρόκλες και στις πλεύρες, άνοιγαν φωλιές και τις έσπερναν. Εκεί φυσικά κάθε χρόνο έπρεπε να κοπούν τα φρύγανα που ξαναφύτρωναν, τα σκασμένα και έβγαιναν κάθε χρόνο καινούργια. Να ξελιθαριστούν από νωρίς από τα ζόμπολα και τα τρόχαλα, για να είναι έτοιμα την εποχή του οργώματος, με τα πρωταβρόχια, πέρα το Χινόπωρο. Δύσκολη και βασανιστική δουλειά.
Ας έρθουμε όμως πάλι στο θέρο.

Όταν έφτανε το νερό, με μιας τα δραπάνια φώλιαζαν στο μπράτσο ρούγκλωναν με την αράδα το νερό και η δίψα έσβηνε. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόλαυση στη διάρκεια της ημέρας από του να σβήνει κανείς την κάψα και την αποστασίλα του με την ευλογημένη δροσιά του νερού. Το βράδυ όταν τελείωνε ο θέρος μάζευαν τα τσάβαλα, όλα τα συμπράγκαλα, έκρυβαν τα δρεπάνια σε κανα δεμάτι, για να μην τα κουβαλάνε στο σπίτι, όταν την άλλη μέρα πάλι θα συνέχιζαν το αποτέλειωμα του σπαρτού, έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού ποδαρόδρομο. Πολλές φορές θέριζαν μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι. Άλλες φορές πάλι, όταν δεν υπήρχε ζόρι, ή για άλλους λόγους, ο θέρος τελείωνε όταν λιοκρίζανε τα απόσκια. Στο πηγαινέλα στο χωράφι, οι γυναίκες που ετύχαινε να είχαν γεννήσει την εποχή του θέρου, έπαιρναν ζαλιά τη νάκα με το κουτσούβελο, ακόμα και το μπεσίκι. Όταν θέριζαν άφηναν το παιδί σε κανένα ίσκιο ώσπου να τελειώσουν και στα ενδιάμεσα, όταν έκλεγε, το βύζαιναν από το λιγοστό γάλα που έβγαζαν και που από την αποστασίλα πίκριζε. Υπήρχαν περιπτώσεις που γυναίκες είχαν γεννήσει στο χωράφι και μάλιστα δεν προλάβαινε να έρθει ούτε η Μαμή.
Με το γυρισμό στο χωριό η δουλειά όμως της ημέρας δεν τελείωνε εδώ. Έπρεπε να ποτιστούνε τα ζα και αυτό γινόταν στις βρύσες του χωριού. Στη μεσαία και στην απανόβρυση. Μόνο που πολλές φορές για να πάρεις σειρά να ποτίσεις τα ζα, η κανταριά έφτανε πολλές φορές τα 150 μέτρα, έτσι που όποιος ερχόταν από το χάνι καθυστερημένα η φάλαγγα έφτανε από τη μεσαία βρύση μέχρι το χάνι και όποιος ερχόταν από το πάνω χωριό, στην απανόβρυση, ο τελευταίος έπρεπε να περιμένει στης Αράπισσας το Ρέμα, στον Αγιο-Δημήτρη. Αν το νερό ήταν μπόλικο μπορεί να ξεμπέρδευε το βράδυ αργά. Αν όμως, όπως πολλές φορές, το νερό ήταν λίγο, ίσα που έσταγε η βρύση, τότε καλά ξεμπερδέματα. Μπορεί από τη βρύση, με το φώτημα να πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο χωράφι για δουλειά.
Κολλιντζέικη βρύση
Περιμένοντας στη σειρά τόσες ώρες δεν έλειπαν τα μαλώματα και τα σκουσμάρια ακουγιόσανε σε όλο το χωριό. Πολλές φορές, οι τσαρκαλιάρηδες πιανόσανε ακόμα και στα χέρια. Είδα γυναίκες να μαλώνουν για τα καλά και τα κοσμητικά επίθετα να πηγαίνουν και να έρχονται: Ρε παλιο πομποθήλυκο, ρε παλιο παρασάνταλο, εγώ είμαι μπροστά. Τι λες μωρ τρέγκουρη μωρ-παλιο πατσιαβούρα, μωρ-παλιο φραχταπήδω, εσύ τώρα κόπιασες, αϊ ξεκομπήσου από δω παλιο τρελοκαμπέρω, και άλλα πολλά. Αλλοίμονο σε κείνον που μαζί με τα ζα ήθελε να γεμίσει και κανα κάθικο, να πάρει λίγο νερό για το σπίτι. Άκουγε το βρισίδι και τη βλαστήμια της χρονιάς για την καθυστέρηση. Για νερό, βλέπεις, πήγαιναν άλλες ώρες, και πάλι με τη σειρά. Άλλες φορές το βαρέλι φορτωμένο στα ζα και τις πιο πολλές φορές το ξύλινο βαρέλι κουβάλαγαν οι γυναίκες φασκιωμένο ζαλιά. Συνήθως, μαζί με το βαρέλι στον ώμο ή στην πλάτη, που το κράταγαν με το ένα χέρι ή ζωσμένο με τριχιά στη ράχη, μπορεί να κουβάλαγαν και μια βαρέλα ή ένα ντενεκέ με το άλλο το χέρι.
Ας έρθουμε τώρα στο αλώνισμα.
Τα δεμάτια σε θεμωνιά, στιβαγμένα δίπλα στο αλώνι, μέσα στο λιοπύρι, αποξεραίνονταν μέχρι να είναι έτοιμα για το αλώνισμα. Αν καμιά φορά έβρεχε το αλώνισμα καθυστερούσε, ώσπου σπαργουνιάσει το σπαρτό γιατί ήταν λουρό και πολλές φορές τα δεμάτια στο εσωτερικό μούχλιαζαν από την υγρασία. Το αλώνι ήταν πετρωμένο με καλντερίμι ή χωμάτινο. Το χωμάτινο αλώνι ήταν φυσικά μπελάς γιατί εκτός από την δύσκολη προετοιμασία (ξεχορτάριασμα, καθάρισμα από τις μερμηγκοφωλιές, καταβρέματα για να ταρατσώνει το χώμα κλπ), ήταν μπελάς και το μάζεμα στο τέλος του καρπού γιατί μπλεχόταν με το χώμα και πριν το άλεσμα ο καρπός ήθελε πλήσιμο για να φύγει η κοκκινιά και στερνά λιάσιμο. Η θεμωνιά φυσικά την ημέρα δεν έμενε αφύλαχτη γιατί οι κότες και τα πουλιά παραφύλαγαν και όταν έβρισκαν ευκαιρία μάδαγαν τα στάχυα και το γέννημα λιγόστευε και διαγουμιόταν. Τα μελιγκόνια επίσης ήτανε μια άλλη παρέα δολιοφθοράς που έφτιαχναν τις μελιγκονοφωλιές μέσα ή κοντά στο αλώνι. Μάζευαν το σιτάρι κουρκούμπες γύρω από την τρύπα της φωλιάς ακόμα και τη νύχτα. Για να τα ξεμπουντουλώσουν ρίχνανε μαύρο καμένο λάδι από την πριονοκορδέλα ή πασπαλίζανε τη φωλιά με ντι-ντι.
Όταν όλα ήσαν έτοιμα τα δεμάτια λύνονταν και το σπαρτό σκορπιζόταν γύρω από το στουγερό περιμένοντας κανα δυο μέρες ακόμα για να αποξεραθεί, να μην είναι λουρό όταν θα το πατούσαν τα ζα και να τρίβεται γληγογότερα. Έτοιμο το κουλούρι με το σκοινί ή την αλυσίδα, το καρσιντάγανε και το μπουρλιάγανε στο στουγερό. Το κουλούρι που ήταν ένα γερό, χοντρό κλαδί γυρισμένο κουλούρα θα κράταγε τα ζα για να μη βγαίνουν από το αλώνι όταν ερχόσανε φούρλες. Έτοιμα και τα δικριάνια για να ανακατεύουν το λιώμα και να το συμπάνε προς τα μέσα που πετεγόταν στις άκρες όταν γλύστραγαν τα ζα. Έτοιμες οι λεμαριές και τα τραβηχτά. Εκεί θα δενόταν το ντουένι που θα το έσερναν τα ζα γύρω-γύρω για να τρίψουν το σιτάρι ή το κριθάρι ή το βίκο ή το λαθούρι ή ότι τέλος πάντων είχε απλωθεί στο αλώνι για να βγει ο καρπός. Στο ντουένι απάνου καβάλαγε οπωσδήποτε κάποιος που ήξερε ισοροπία, κυρίως εμείς τα παιδιά και με τη βίτσα στο χέρι, ζιακούταγε τα ζα φωνάζοντας, και τα μαλινάριζε για να γυρίζουν φούρλες γρήγορα, για να τελιώσει το λιώμα μια ώρα αρχήτερα αλλά και γιατί όταν πήγαιναν σιγά βούταγαν, σκύβοντας και άρπαζαν χεριές χεριές το λιώμα, τσιαπαλάγανε και έτσι διαγουμιόταν ο καρπός. Στα ενδιάμεσα το λιώμα έπρεπε να γυριστεί. Έβγαζαν τα ζα από το αλώνι και το γύριζαν το απάνω κάτω με τα δικριάνια. Όταν το αλώνι ήταν φορτωμένο με πολλά δεμάτια χρειάζονταν τουλάχιστον πέντε ζα για να αλωνίσουν. Γι’αυτό αλώνιζαν δανεικαριά με άλλους τα ζα και έτσι γινόταν πιο γλήγορα και πιο εύκολα η δουλειά. Μεγάλη τσιεφαλάρια ήταν όταν τα ζα δεν ταίριαζαν όλα μαζί και μάλωναν. Οπότε υπήρχαν εξαιρέσεις την τελευταία στιγμή και αυτό δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Πιο πολλά ζα σήμαινε και περισσότερα χέρια για δουλειά και όλοι έδιναν ένα γιούτο, κυρίως στο σύμπισμα, στο γύρισμα, στο λύχνισμα, στο σάκκιασμα αλλά και σε άλλες δουλειές μέχρι που να μπει ο καρπός στο κασόνι.

Τα ντουένια στο χωριό ήταν λίγα. Χωρίς ντουένι το αλώνισμα κράταγε διπλάσιες ώρες. Όταν οι καλαμιές του σιταριού γινόσανε κλόπος, μαζευόταν το λιώμα γύρω από το στουγερό και άρχιζε το λίχνισμα που ήταν αρκετά δύσκολο γιατί έπρεπε να φυσάει αέρας για να ξεχωρίζει το άχιουρο από τον καρπό. Έπρεπε λοιπόν να περιμένουν πότε θα φυσήξει για να λυχνίσουν και μάλιστα όχι δυνατός αέρας, γιατί έτσι θα σκόρπαγε μακριά το άχιουρο και πιθανώς μαζί και τον καρπό. Το άχιουρο ήταν και αυτό πολύτιμο για να παχνίζουν τα ζα το χειμώνα. Πολλές φορές το λύχνισμα γινόταν τη νύχτα που συνήθως φύσαγε ελαφρό αεράκι. Στο τέλος, ο καρπός μαζευόταν στρογκός στη μέση το αλώνι και εκεί έμπαιναν τα στοιχήματα ποιος θα πετύχει, έτσι προκούφι, πόσα κουβέλια θα βγούνε από το σωρό. Έβαζαν τον καρπό σε σακιά για να πάει μετά στο κασόνι, ή στο αμπάρι και στη συνέχεια στο μύλο για να αλεστεί.
Μέτραγαν τη σοδιά με το κουβέλι και στο χωριό ακουγόταν ποιός τη χρονιά αυτή έκανε πολλά κουβέλια. Αυτός τότε, όταν έβγαινε όξω στο καφενείο, κορδωνόταν σαν γύφτικο σκεπάρνι για την πλούσια σοδιά και το κατόρθωμά του. Φυσικά, όταν τα δεμάτια ήσαν πολλά, δεν ξεμπέρδευε κανείς με ένα αλώνισμα γιατί δεν τα έπαιρνε όλα ένα αλώνι. Η καλύτερη ώρα του αλωνίσματος ήταν η ώρα του φαγητού, αν και στα ενδιάμεσα όλο και καμιά λατζίτα, ή αν είχε φούρνισμα καμιά λαγάνα ζεστή και αχνιστή, μπορεί και από μπομπότα, με τυρί, θα είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά για κολατσιό και κέρασμα. Έβγαζαν λοιπόν τα ζα όξω από το αλώνι και τα πήγαιναν σε ίσκιο. Στον ίσκιο καθόσανε και οι αλωνιστάδες σταυροπόδι και όταν άνοιγε η τέσσα με το κοκκορόπουλο που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά ή ο μεζές στην πουγάνα, μοσκοβόλαγε ο τόπος και η ιεροτελεστία άρχιζε. Η μυρωδιά έσπαγε μύτες. Δίπλα περίμενε στον ίσκιο και το μανόλο με το κρασί, για να τα τσούξουν λιγάκι και να ευχηθούν στους νοικοκυραίους, καλοφάγωτος ο καρπός. Μερικές φορές όταν υπήρχε κέφι τραγούδαγαν. Εμείς τα παιδιά, καμιά φορά κρυφογελάγαμε με μερικά τραγούδια που έλεγαν: “Γυναίκα φέρε μου το γκρα απ’ την παλιο κασέλα”.
Μετά το λιώμα εμείς τα παιδιά είχαμε και άλλη δουλειά, που ήτανε μάλιστα νυχτερινή. Είμαστε τότε γκοτζάμ τσουλάγρες. Έπρεπε να ξεβγάλουμε τα ζα. Δύο τρία ζα συντεριασμένα από τα καπίστρια, ξησαμάρωτα, άλλοτε αρκάτοι και άλοτε καβάλα, όταν κάποιο ζω ήταν μολαϊμικο, χωρίς σαμάρι, παρέα με γειτονόπουλα, τα πηγαίναμε στον κάμπο σε καμιά χερισιά με χορτάρι, μπαζιντί ή μουχρίτσα, τους βγάζαμε τα καπίστρια, τους βάζαμε το πεδούκλι για να μην φύγουν και κοιμόμαστε εκεί το βράδυ, ξάπλα, στο χώμα ο ένας δίπλα από τον άλλο, με λίγα σκουτιά, κοιτώντας τον ουρανό και μετρώντας τα αστέρια ώσπου να μας πάρει ο ύπνος. Η συναυλία από τα μπαμπακάτσια αντί να μας ξεκουφαίνει μας νανούριζε. Αυτό που μας νανούριζε περισσότερο ήταν όταν ακουγιόταν η μπίπα του γκεσεμιού και τα γιδοτρόκανα από τα πράματα που οι τσοπάνηδες είχαν ξεβγάλει στις πλεύρες και στα υψώματα.
Όταν τύχαινε και πηγαίναμε νωρίς, με το μούσγωμα, ξεμακραίναμε για κανα μπρίσκαλο, τσεγκουρολόγημα ή για καμιά ζούλα από τις γκορτσαχλαδιές, ή καμια πίπλα, πάντοτε όμως λουμωχτά γιατί ο αγροφύλακας καθόταν στην Τραγασούρα μέχρι αργά και αν μας έπερνε βερβελέ αλλοίμονό μας. Θα έκανε στον πατέρα μας, πρωτόκολο και θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα. Άλλα βράδια, πολλές φορές στο χωριό είχαμε και τα νυχτέρια. Μαζεύαμε εμείς τα παιδιά παϊδες από τη μηχανή που έσχιζε τα κουριά και ανάβαμε φωτιά σε αριωμάδες. Στην αρχή τίκλωνε ο τόπος από τον καπινό. Μετά όμως, όταν δρίμωνε η φωτιά, οι γυναίκες καθόσανε γύρω με τα μαντήλια στο κεφάλι, φακιόλι ή καταμπουλιά με τις ρόκες και τα βελόνια στο χέρι και άλλες νέθανε, άλλες πλέχανε και άλλες ξεκολιάζανε τα παντελόνια τουν αντρώνε που είχαν μισοτριβιάσει. Πολλές προίκες είχαν γίνει σ’αυτά τα νυχτέρια. Πολλές φορές, η γυναίκα καλαμπουρτζού, ντυνότανε μπούλα για να κάνει αστεία και να περγελάσει κάποιον και το γέλιο ακουγιόταν σε όλο το χωριό. Στην παρέα, για να περνάει η ώρα, λέγανε και παραμύθια, αινίγματα αλλά συνήθως πήγαινε το λακριντί και το κοτσομπολιό σύννεφο. Στα αινίγματα αυτός που έβρισκε το αίνιγμα το συνόδευε με πρόλογο: Με τάβγα του με τάμπα του με τα κολοστροσίδια του δεν είναι…το τάδε. Κόλλαγαν και του κολοβού σκυλιού νουρά. Εκεί μάθαινες όλα τα νέα του χωριού, είτε καλά ήσαν είτε άσχημα. Η είδηση κυκλοφόραγε με τον αέρα.
Στο θέρο όμως είχαμε να μαζέψουμε και άλλα σπαρτά εκτός από τα σιτάρια. Τα βικολάθουρα, μπιζέλια κλπ. Αυτά έπρεπε να ξεριζωθούν με το χέρι. Σκυφτοί, γιατί ήσαν κοντά, αλλά και πολλές φορές γονατιστοί. Το μαρτύριο ήταν στη μέση αλλά και τα τριβόλια που κάρφωναν τα χέρια και μένανε μέσα. Στο τέλος έπρεπε να κάθεσαι και να ξετριβολίζεις τα χέρια πολλές ώρες. Ο θέρος δεν τελείωνε όμως αν δεν θεριζόταν και η ζουλίτσα όπως επίσης και η φατσή. Τα σπαρτά αυτά ήσαν απάνου στην Αρπακωτή. Για να πας στην Αρπακωτή δεν ήταν και εύκολο πράμα. Το πατούλιο το κουμπούρωνε μπονώρα-μπονώρα, με το δροσιό για το χωράφι, στο βουνό, ποδαρόδρομο ή καβάλα στα ζα, από το μονοπάτι, που ήταν γεμάτο τρόκλες, της Βαρσανίτσας ή από της Αράπισσας το Ρέμα. Το βράδυ όταν έμενε αθέριστο σπαρτό,για να αποφύγουν το πηγαινέλα στο χωριό, έμεναν στο βουνό. Κοιμόσανε όξω. Έστρωναν ελατόκλαρες χάμου, απάνω ένα στρωσίδι και ύπνο με πειράγματα και καλαμπούρια. Οι ελατόκλαρες όμως τσίμπαγαν και οι ντελικάτοι παίρναγαν τον έρμο τους. Πολλές γυναίκες μερικές φορές όταν έμεναν έγκυος και τις ρώταγαν, η απάντηση ήταν: «Μωρ’ το άρπαξα στην Αρπακωτή, αλλά μη λες τίποτα».
Αρπακωτή
Βέβαια η ζουλίτσα και η φατσή ήσαν καρποί πολυτελείας. Η φατσή για μαγιέρεμα και το σιτάρι της ζουλίτσας για ψωμί που γινόταν κατακίτρινο, χάσικο και πεντανόστιμο. Πολλές φορές όποιος δεν είχε ζουλίτσα έκανε τράμπα με άλλον και αλλάζανε με σιτάρι είδος με είδος.
Βιβλίο όμως θα μπορούσε να γράψει κανείς με τις αγροτικές ασχολίες και τον τρόπο που τα βγάναμε πέρα, χωρίς μηχανήματα, χωρίς εργαλεία, αλλά με πείσμα, υπομονή και δουλειά. Έτσι ήταν τότε. Δύσκολα χρόνια. Ίσως σε άλλες περιοχές να ήταν τα πράγματα πιο τραγικά. Σήμερα υπάρχουν τα μηχανήματα που θερίζουν μόνα τους και τον καρπό τον παίρνουν από το χωράφι, τον σακκιάζουν και μας τον φέρνουν κατ’ ευθείαν στο κασόνι. Δεν χρειάζεται να πάμε επί τόπου. Τα δραπάνια, τα ντουένια και τα αλέτρια ψάχνουμε να τα βγάλουμε από την αστράχα για να τα κρεμάσουμε στα σαλόνια για ενθύμιο και για φουμιά.
Ίσως κάποιοι να έχουν την άποψη ότι τέτοιες καταστάσεις που ζήσαμε σε μια συγκεκριμένη εποχή της ιστορίας του χωριού μας, στα πέτρινα χρόνια, όταν εξιστορούνται και βλέπουν το φως της δημοσιότητας, στενοχωρούν και φέρνουν στο στόμα πίκρα, και ότι αυτά πρέπει να μπαίνουν στη λήθη. Δεν είναι έτσι. Όταν τα φέρνουμε στη μνήμη μας, αισθανόμαστε υπερήφανοι που, παρ’ ότι ζήσαμε τόσο δύσκολα χρόνια, σταθήκαμε όρθιοι, προχωρήσαμε με το κεφάλι ψηλά, τα βγάλαμε πέρα και φτάσαμε στο σήμερα, που όλα αυτά που αναπολούμε από τον καναπέ, όσοι τουλάχιστον τα έζησαν, έρχονται σαν γλυκόπικρες αναμνήσεις, που μας δυναμώνουν ακόμα περισσότερο για να αγωνιστούμε για κάτι ακόμα καλύτερο.
Θανάσης Γ. Κουτσούγερας (Δάσκαλος)

Αλέξανδρος Παπαναστασίου 1876 – 1936
Αρκάς νομικός και κοινωνιολόγος, από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας. Διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός (1924 και 1932) και θεωρείται από τους πρωτεργάτες της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1876 στην Τρίπολη. Ήταν γιος του εκπαιδευτικού και πολιτικού Παναγιώτη Παπαναστασίου από το Λεβίδι Αρκαδίας και της Μαριγώς Ρογάρη – Αποστολοπούλου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ το 1899.
Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Βερολίνου, Λονδίνου και Παρισίων (1901-1907), στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία και τα οικονομικά. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές και συνεργατικές ιδέες. Μετά την εκλογική αποτυχία του Βενιζέλου την 1η Νοεμβρίου 1922, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, έγινε δεινός επικριτής της βασιλείας. Τον Φεβρουάριο του 1922, μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του, υπέγραψε το Δημοκρατικό Μανιφέστο, με το οποίο καλούσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί προς χάρη των συμφερόντων του έθνους. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση για εξύβριση του βασιλιά και εσχάτη προδοσία. Κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας και απελευθερώθηκε μετά τρίμηνο από την Επαναστατική Επιτροπή του Νικόλαου Πλαστήρα, που ανέλαβε τις τύχες της Ελλάδας στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Είχαν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες για να θέσει ο Παπαναστασίου θέμα κατάργησης της βασιλείας και άμεσης κήρυξης της αβασίλευτης δημοκρατίας. Στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923 κατήλθε ως επικεφαλής της Δημοκρατικής Ένωσης (μετεξέλιξη του Λαϊκού Κόμματος), με σημαία την αβασίλευτη δημοκρατία και προοδευτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Το κόμμα του εξέλεξε 70 βουλευτές, σε μια εκλογική αναμέτρηση που απείχε η αντιβενιζελική παράταξη.

Η κυβέρνηση Παπαναστασίου (1924)
Μετά τις βραχύβιες κυβερνήσεις Βενιζέλου και Καφαντάρη, ο Παπαναστασίου ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας στις 12 Μαρτίου 1924 και ανήμερα της εθνικής επετείου (25 Μαρτίου 1924) κήρυξε με ψήφισμα της Βουλής έκπτωτη τη δυναστεία των Γκλίξμπουργκ και την εγκαθίδρυση δημοκρατίας, που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924. Έπειτα από σύντομη παραμονή στην πρωθυπουργία, ο Παπαναστασίου παραιτήθηκε στις 25 Ιουλίου 1924, όταν η κυβέρνησή του καταψηφίστηκε στη Βουλή.
Τον χαρακτήρα και την προσφορά του Αλέξανδρου Παπαναστασίου συνόψισε ο Γεώργιος Παπανδρέου: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επραγματοποίησεν εις την Ελλάδα το έθνος και το κράτος. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου εισήγαγεν εις αυτήν τον πνευματικόν και τον κοινωνικών χαρακτήρα. Αποτέλεσε εγκαλλώπισμα του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος. Ενάρετος όσον ουδείς. Με ευψυχία όσον ουδείς».

Φωτογραφία από το παρελθόν: “Παρέλαση” στη Βλαχέρνα (1971…), με σημαιοφόρο τον Βασίλη Γ. Κολλιντζογιαννάκη. Δίπλα του, η Σοφία Ανδρ. Τσαρουχά και η Φανή Ματθ. Αρβανίτη. Δάσκαλος ο Ηλίας Κακούλιας. Οι μαθητές του σχολείου του χωριού, πηγαίνουν στην εκκλησία. Το σπίτι που φαίνεται στη φωτογραφία είναι του γερο-Λαμπίρη, ενώ φωτογράφος ήταν ο Ανδρέας Αν. Τζιώλας.
foto-reportaz: ΒΑΣΙΛΗΣ Γ. ΚΟΛΛΙΝΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πίσω από το πέταλο (θύρα 13) του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, εκεί στο μακρινό 1956, ένα ζευγάρι με δύο μικρά τότε παιδάκια, η κυρία Κούλα, ο κύριος Κώστας, με τον Γιώργο και τη Χρυσούλα αγοράζουν δύο σπιτάκια με κεραμίδια και μία μικρή αυλή.
Η κυρία Κούλα αρχίζει να πουλάει τις Κυριακές σουβλάκια για τους φιλάθλους όταν ο Παναθηναϊκός παίζει στο γήπεδό του, προσπαθώντας να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα του πατέρα που δούλευε οδηγός σε φορτηγό.
Από το 1962 στη μικρή αυλή αρχίζει να σερβίρει κολατσιό και κρασάκι στους κατοίκους των Κουντουριώτικων, στους παίκτες και στους φιλάθλους του Παναθηναϊκού, στους υπαλλήλους της Δημαρχίας και στους επισκέπτες των φυλακών Αβέρωφ.
Τα χρόνια περνούν και το κουτουκάκι των Αμπελοκήπων γίνεται τη δεκαετία του ’70 φοιτητικό στέκι, με το υπέροχο φαί, το καλό κρασί και τις πραγματικά φοιτητικές τιμές.
Το καλοκαίρι η μικρή αυλή και το χειμώνα το ένα από τα δύο σπιτάκια, στο άλλο μένει η οικογένεια, γεμίζουν από κόσμο που στα 10-12 τραπεζάκια τρώει ντολμαδάκια, κεφτεδάκια, συκωτάκια ψιλοκομμένα, μπακαλιάρο σκορδαλιά, σαλάτα, τις περίφημες τηγανιτές πατάτες και το πάντα καλό βαρελίσιο κρασί. Όλα ζεστά και αυθεντικά που τα φτιάχνει και τα τηγανίζει η κυρία Κούλα και τα σερβίρουν ο κύριος Κώστας, ο διανοούμενος ανηψιός Νίκος «Ξανθομπάμπουρας» και ο Γιώργος όταν τελειώνει η βάρδιά του στο ταξί.
Τα χρόνια περνούν και όταν το 1986 φεύγει από τη ζωή ο κύριος Κώστας. Ο Γιώργος και αργότερα ο Γιάννης (ο σύζυγος της αδελφής του, Χρυσούλας) μπαίνουν στη δουλειά και με την καθοδήγηση της κυρίας Κούλας τρέχουν τη «Θύρα».
Το καλοκαίρι του 2011 η κυρία Κούλα πεθαίνει και ο Γιώργος προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια της μητέρας του δουλεύοντας. Οι φοιτητικές παρέες, οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού αλλά και αυτοί του Ολυμπιακού καθώς και οι οικογένειες από όλη την Αθήνα συνεχίζουν να γεμίζουν τη Θύρα 13, όπως ξέρουν πια όλοι το Οινομαγειρείο. Η παλιά σιδερένια πόρτα της αυλής ανοίγει αυστηρά στις 8:30 κάθε βράδυ εκτός της Κυριακής.
Στους δύο έχει προστεθεί πλέον ο ξάδελφος Γιώργος και ο βαπτισιμιός Πέτρος. Οι τέσσερις άνδρες πιστοί στην παράδοση συνεχίζουν να σερβίρουν τα πέντε πιάτα που έχουν κάνει γνωστό σε όλους τους καλοφαγάδες το «Τριφύλλι». Και ποιος δεν έχει δοκιμάσει τις περίφημες τηγανητές πατάτες και τα κεφτεδάκια της Θύρας; Διανοούμενοι και ηθοποιοί από την Ελλάδα και την Ευρώπη, η συντακτική ομάδα του περιοδικού ΑΝΤΙ που έτρωγε σε αυτό από τη Μεταπολίτευση έως το κλείσιμό του, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, το σύνολο σχεδόν της ντόπιας διανόησης, δημοσιογράφοι και κριτικοί κινηματογράφου και προπάντων οι φοιτητές έχουν να διηγηθούν κάτι από την κυρία Κούλα και τον πάντα πρόσχαρο να εξυπηρετήσει Γιώργο. Ειδικά οι τελευταίοι έχουν να θυμούνται την κυρία Κούλα να τους διώχνει όταν πια η ώρα πλησίαζε μεσάνυχτα.
Ένα μαγαζί από τη δεκαετία του ’50. Όταν η Αθήνα ήταν τελείως διαφορετική, όταν στις συνοικίες της πρωτεύουσας έπαιζαν τα παιδιά και στις αυλές ακούγονταν οι συνομιλίες των ενηλίκων και τα τραγούδια του Μίκη, του Μάνου και των μεγάλων του ρεμπέτικου.




O Γιάννης Γ. Παπαχρόνης και ο Γιώργος Κ. Καρούντζος
(από Βλαχέρνα Αρκαδίας)


*** Η Άμυνα Αμπελοκήπων, η ομάδα που ανέδειξε τον Μίμη Δομάζο, είχε ιδρυθεί το 1923 ως ανεπίσημη και το 1925 επισήμως στο πρωτοδικείο, “Άμυνα (Αμπελοκήπων)”, εφ. “Βραδυνή”, 14/8/1930. Η έδρα της Άμυνας βρισκόταν στα γηπεδάκια του συνοικισμού “Κουντουριώτη”, πίσω από το γηπ. Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου αργότερα χτίστηκαν σχολεία. Το 1934 αναφέρεται και ως “Άμυνα Μπιζανίου”, από την οδό Μπιζανίου Αμπελοκήπων όπου είχε την έδρα της κάποιο διάστημα. Τότε είχε κιτρινόμαυρες ριγέ εμφανίσεις. Μεταπολεμικά εντάχθηκε στην ΕΠΣΑ. Το 2004 μετακόμισε στην Ανθούσα Αττικής και ως “Άμυνα Ανθουσας” μετέχει στο πρωτάθλημα της Ε.Π.Σ. Ανατολικής Αττικής. Το 2012 συνενώθηκε με τις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Ανθούσας σε ενιαίο σωματείο υπό την επωνυμία “Ακαδημία Ποδοσφαίρου “Νικητές” Ανθούσας-Μεσογείων”.


πηγή: www.tovima.gr
foto: www.popaganda.gr
α. Κατά τη Φραγκοκρατία (1205-1432) η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 12 Βαρωνίες (= τα εδάφη του βαρώνου. Λατ. Baro = ελεύθερος άνθρωπος), εκ των οποίων οι εξής 5 ανήκαν στην Αρκαδία: Καλαβρύτων με 12 ιπποτικά φέουδα, Νικλίου με 6, Βελιγοστής με 4, Άκοβας με 24 και Καρύταινας με 22 ιπποτικά φέουδα. Τις δύο τελευταίες Βαρωνίες περιελάμβανε η Γορτυνία.

β. Κατά την Α΄ Τουρκοκρατία (1460-1685) η Πελοπόννησος αποτέλεσε ένα διαμέρισμα (Θέμα – Πασαλίκι), από τα 4 στα οποία διαιρέθηκε η Ελλάδα. Διαιρέθηκε επίσης η Πελοπόννησος και σε 24 Βιλαέτια.
Η Αρκαδία διαιρέθηκε σε 4 Βιλαέτια: Του Λεονταρίου, της Καρύταινας, της Τριπολιτσάς και του Αγίου Πέτρου, το δε Βιλαέτι της Καρύταινας διαιρέθηκε σε 4 τμήματα: Της Άκοβας και Πέρα Μεριάς, της Λιοδώρας, των Βουκών και του Κάμπου. Στο α΄ τμήμα της Άκοβας και Πέρα Μεριάς, όπως είναι φυσικό, ανήκε το Βελημάχι. Να σημειωθεί, με την ευκαιρία αυτή, ότι η περιοχή Β.Δ. του ποταμού Λάδωνα ονομάστηκε στην Τουρκοκρατία «Πέρα Μεριά».

γ. Κατά την Ενετοκρατία (1685-1715) η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 4 Νομούς-Επαρχίες: Της Ρωμανίας, της Αχαΐας, της Μεσσηνίας και της Λακωνίας. Κάθε Επαρχία είχε διαιρεθεί σε περιοχές (territorri), όσες ήταν και τα Βιλαέτια των Τούρκων, δηλαδή 24. Οι Βενετοί δηλαδή άλλαξαν μόνο την ονομασία των Βιλαετιών σε περιοχές (territorri).
δ. Κατά τη Β΄ Τουρκοκρατία (1715-1821) η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 23 και αργότερα σε 25 Επαρχίες (Βιλαέτια), από τις οποίες 5 στην Αρκαδία: 1) της Καρύταινας, 2) του Λεονταρίου, 3) της Τριπολιτσάς, 4) του Αγίου Πέτρου και 5) του Πραστού, το δε Βιλαέτι της Καρύταινας περιελάμβανε 4 Τμήματα που ανέφερα προηγουμένως (Α΄ Τουρκοκρατία). Το παραπάνω διοικητικό σύστημα, με κάποιες μικρές στη συνέχεια μεταβολές, διατηρήθηκε μέχρι το 1828 επί Κυβερνήσεως Καποδίστρια.

ε. Επί Κυβερνήσεως Ι. Καποδίστρια (1828-1831) και εξής μέχρι το 1833. Το 1828, επί Κυβερνήσεως Ιωάννη Καποδίστρια, η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 7 τμήματα (Νομούς) και κάθε Νομός υποδιαιρέθηκε σε Επαρχίες.
Η Αρκαδία περιελάμβανε τις υποδιαιρέσεις (Επαρχίες): Της Τριπολιτσάς, του Αγίου Πέτρου και Πραστού, της Καρύταινας και του Φαναρίου (σήμερα ονομάζεται Ολυμπία). Το Βελημάχι τότε, όπως ήταν φυσικό, ανήκε στην Επαρχία της Καρύταινας. Το Καποδιστριακό Σύστημα διατηρήθηκε μέχρι το 1833, έτος κατά το οποίο το Ελληνικό Κράτος διαιρέθηκε σε 10 Νομούς και 49 Επαρχίες.
Ο Νομός Αρκαδίας το 1833 και μετέπειτα περιελάμβανε τις εξής τέσσερις Επαρχίες: 1) Μεγαλοπόλεως, με πρωτεύουσα το Λεοντάριο, 2) Μαντινείας, με πρωτεύουσα την Τριπολιτσά-Τρίπολη, 3) Κυνουρίας, με πρωτεύουσα κατ’ αρχάς τον Πραστό και μετέπειτα το Άργος, 4) Γορτύνης, με πρωτεύουσα την Καρύταινα και στη συνέχεια τη Δημητσάνα (8/11/1833). Το 1834 αναφέρεται η Επαρχία Γορτύνης ως Γόρτυνος, όνομα το οποίο φέρει μέχρι σήμερον η Ιερά Μητρόπολη «Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως». Το όνομα Γορτυνία το έλαβε η Επαρχία το 1838 το πρώτον, και κατά το 1845 ελέγετο και πάλι Γόρτυνος. Τέλος, το αυτό όνομα Γορτυνία εδόθη στην Επαρχία το 1899 και το 1909.
από το βιβλίο του ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΡΟΥΛΑ “Το δεύτερο Τετράδιο της Τριπολιτσάς”

πηγή: εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (φύλλο 80)
Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε στην Πελοπόννησο και εξ αυτού του λόγου είναι γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά».

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές.
Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του. Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1806, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών από τους κατακτητές, κατόρθωσε να διασωθεί και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.
Στις 23 Μαρτίου του 1823 συμμετείχε στο υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στρατιωτικό σώμα που κατέλαβε την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στον Μωριά, γιατί αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να επικρατήσει η επανάσταση, όπως πίστευε. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον Κολοκοτρώνη, τον επέβαλαν ως αρχηγό του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου.
Στη μάχη των Δερβενακίων (26 – 28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η ίδια, όμως, κυβέρνηση θα τον φυλακίσει στην Ύδρα, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων των ετών 1823 και 1824, όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα τον απελευθερώσει τον Μάιο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την επανάσταση και θα του αναθέσει εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα. Μετρ του κλεφτοπολέμου και της «καμμένης γης», θα κατορθώνει να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (7 Οκτωβρίου 1827).
Μετά την απελευθέρωση συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια κι έγινε ένα από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε αντιστράτηγο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από δεξίωση στα Ανάκτορα. Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούσου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη, ενώ από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιωτάκη (1836-1893), τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.
Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα στις 09/12. Δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, προκειμένου να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας τους, να κατευνάσει ο Γερμανός Διοικητής, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής.
Στις 12/12, οι Γερμανοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να αποχωρήσουν την επομένη. Το πρωί στις 13/12, ημέρα Δευτέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας. Στο κτίριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στην κοντινή Ράχη του Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δεν θα επέτρεπε σε κανένα να γλιτώσει. Οι Καλαβρυτινοί ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη, να καίγονται και, μαζί τους, να παραδίδονται στη φωτιά οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους έγκλειστα στο κτίριο του Σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι στρατιώτες. Ο Γερμανός Διοικητής, για να καθησυχάσει και να παραπλανήσει τους συγκεντρωμένους, έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν πρόκειται να τους σκοτώσουν. Ολόκληρη η πόλη παραδόθηκε σης φλόγες.
Την ίδια στιγμή ο Οδοντωτός κατηφόριζε κατάφορτος με τις σοδιές από το πλιάτσικο των Γερμανών στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις αποθήκες, απ΄ όπου άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί και τα χρήματα και τα αποθέματα των Τραπεζών και των Δημοσιών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ανάγκασαν τους Διευθυντές να τα παραδώσουν. Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Τα πολυβόλα θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το έγκλημα. Διασώθηκαν 13 άτομα.
Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτίριο του σχολείου. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν τρέχοντας μακριά από τα σπίτια που φλέγονταν, άρχισαν να αναζητούν τους δικούς τους, Μία από τις γυναίκες, η ηλικιωμένη Κρίνα Τσαβαλά, ποδοπατήθηκε από το πανικόβλητο πλήθος των γυναικόπαιδων και ξεψύχησε πριν αντικρίσει το αποτρόπαιο έγκλημα. Ύστερα, οι γυναίκες ανηφόρισαν προς το μέρος που είχαν οδηγήσει τους άνδρες και βρέθηκαν μπροστά στο πιο φρικιαστικό και απάνθρωπο θέαμα. Άνδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί πλημμυρισμένοι στο αίμα.
Το μεγάλο Δράμα των Καλαβρύτων είχε ξεκινήσει. Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι χρόνων αφανίστηκαν στις 2:34΄ της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας.
Η συνέχεια του δράματος βρήκε τις γυναίκες να προσπαθούν με τα νύχια να σκάψουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο και άλλους έθαψαν εκεί στο λόφο, μια τραγική σκηνή που κράτησε μέρες. Ακολούθησε η προσπάθεια της επιβίωσης μέσα στα χαλάσματα, που έμελλε για χρόνια να στεγάσουν τις απορφανισμένες οικογένειες.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων «συγκίνησε και συνένωσε τους Έλληνες – δυνάμωσε τον αγώνα τους κατά του κατακτητή», ομολογεί ο τότε γενικός στρατιωτικός διοικητής των Γερμανών στην Ελλάδα. Οι Καλαβρυτινές Γυναίκες, οι Καλαβρυτινές Μανάδες, μορφές ηρωικές, παλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.
Στον Τόπο της Εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.

1943 – «Επιχείρηση Καλάβρυτα»
Η Κατοχή αποτελεί μια οπό τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο λαός μας, εξαντλημένος από την πολεμική εποποιία του 1940, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει πολλαπλές περιπέτειες και κακουχίες. Την εισβολή των κατακτητών, το πρόβλημα της επιβίωσης, την οδυνηρή περιπέτεια της πείνας, εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταστροφές. Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων, τόπος με μακραίωνη ιστορική διαδρομή και επαναστατικό παρελθόν, υπέστη την περίοδο της Κατοχής τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, με μαζικές εκτελέσεις αμάχων και ολοκληρωτικές καταστροφές. Το καλοκαίρι του 1943, άρχισαν εκτελέσεις, βομβαρδισμοί και καταστροφές χωριών:
• Ιούλιος 1943 (29/07): Βομβαρδισμός των χωριών Λαπάτα, Τρεχλό, Μάνεσι. Μεταξύ των 16 θυμάτων και μικρά παιδιά.
• Αύγουστος 1943 (31/08): Πυρπόληση του χωριού Άνω Λουσοί. Εκτέλεση 4 κατοίκων. Απαγχονισμός στην πλατεία του Χελμού των Καλαβρύτων του νεαρού Ντίνου Παυλόπουλου.
• Νοέμβριος 1943 (29/11): Βομβαρδισμός του χωριού Βυσωκά. 13 νεκροί, τραυματίες και καταστροφή οικιών.
Οι εγκληματικές πράξεις των Γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής κορυφώθηκαν το Δεκέμβριο του 1943, σε μια οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση της περιοχής των Καλαβρύτων, γνωστή ως «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalawrita», από 5 έως 15 Δεκεμβρίου 1943). Μια από τις πιο σκληρές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, γενικότερα.
Από τις αρχές του 1943, στο χώρο της Αιγιαλείας και των Καλαβρύτων συνέβησαν σημαντικά αντιστασιακά γεγονότα, μεταξύ των οποίων η Μάχη Ρογών-Κερπινής (16-17/10/1943), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη συντριβή του Γερμανικού λόχου και τη σύλληψη 86 Γερμανών αιχμαλώτων. Μετά τη διαμόρφωση ενός γενικότερου κλίματος ανησυχίας για την αντιστασιακή δράση στην περιοχή των Καλαβρύτων, η 117 Μονάδα Κυνηγών αποφασίζει να δράσει. Τα Γερμανικά στρατεύματα, που ξεκίνησαν από Τρίπολη, Αίγιο, Πάτρα, ακολούθησαν ακτινωτή πορεία σύμφωνα με τους γερμανικούς χάρτες, με κατεύθυνση την επαρχία Καλαβρύτων και κατάληξη τα Καλάβρυτα.
Οι Γερμανικές δυνάμεις, μηχανοκίνητες και πεζοπόρες, που ξεκινούν από την Πάτρα, στις 05/12/1943 με κατεύθυνση τα Καλάβρυτα, είχαν επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Γιούλιους Βόλφιγκερ (G. Wolfinger) και ακολούθησαν το δρόμο Πάτρα – Χαλανδρίτσα – Καλάβρυτα, απόσταση 77 χιλιομέτρων. Στο ξεκίνημά τους λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Μονή Ομπλού, σε μικρή απόσταση νότια της Πάτρας.
• Στις 06/12, μετά από ένα ατύχημα του Wolfinger, διοικητής ορίστηκε ο Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), διοικητής του συντάγματος Αιγίου.
• Στις 07/12, τα πεζοπόρα τμήματα χτένισαν στο πέρασμά τους όλα τα χωριά και σκόρπισαν τη φωτιά και το θάνατο. Στην Κάτω Βλασία σκότωσαν 3 άνδρες και 1 γυναίκα και στον Κάλανο 3 βοσκούς από τα Καλάβρυτα και έναν ακόμη πολίτη. Μετά χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία πήγε προς Λεχούρι – Τριπόταμα – Δίβρη και επέστρεψε από Μορόχοβα – Λειβάρτζι και η άλλη συνέχισε προς Καλάβρυτα.
• Στις 08/12, πέρασαν από το Μάνεσι και το Σαραδί, σκότωσαν 1 άνδρα.
• Στις 09/12, έφταοαν στη διασταύρωση του δρόμου Σκεπαστού-Κλειτορίας. Στο εκκλησάκι της Αγίας Άννας, συγκέντρωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό του χωριού Βυσωκά και, μετά από μια σύντομη ομιλία, τους άφησαν ελεύθερους. Την ίδια μέρα, μπήκαν στα Καλάβρυτα.
• Στις 10/12, εκτέλεσαν στο χωριό Συρμπάνι (Πριόλιθος) 5 άνδρες.
Οι Γερμανικές δυνάμεις από Αίγιο προς Καλάβρυτα, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), εφόρμησαν στα Καλάβρυτα, με 3 πεζοπόρα τμήματα.
• Στις 06/12 άλλη πεζοπόρο ομάδα, από το Αίγιο, προχώρησε με πορεία από τον Κερενίτη ποταμό προς Πλατανιώτισσα, Βιλιβίνα και Μαμουσιά, στην οποία, αφού εγκαταστάθηκε, έστησε ενέδρα.
• Στις 07/12 , πεζοπόρες φάλαγγες από το Αίγιο προχωρούν κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρηθείς και αφού κατέβηκαν από την οροσειρά Σταυριά πάνω από το χωριό Ρογοί, τοποθέτησαν μυδράλια και όλμους.
• Στις 08/12, ο Ebersberger χώρισε το στρατό σε δύο ομάδες και μπήκαν το πρωί στους Ρογούς. Έκαψαν ολοσχερώς το χωριό και εκτέλεσαν 65 άνδρες και παιδιά.
• Άλλη ομάδα μπήκε την ίδια ημέρα στην Κερπινή, έβαλαν φωτιά και εκτέλεσαν 38 άνδρες και παιδιά,
• Στη συνέχεια, έκαψαν την Άνω και Κάτω Ζαχλωρού και σκότωσαν 19 άνδρες. Ακολούθως έφτασαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και σκότωσαν 16 άτομα, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς, ενώ εκτέλεσαν και 9 μοναχούς, στη θέση Ψηλός Σταυρός.
• Στις 09/12, έφτασαν στο χωριό Σούβαρδο, όπου έβαλαν φωτιά και σκότωσαν 5 άνδρες, το ίδιο και στο χωριό Βραχνί, όπου σκότωσαν 6 άνδρες.
Στη στάση της Κερπινής εγκαταστάθηκε Γερμανική διμοιρία. Στη θέση αυτή εκτελέστηκαν 4 άνδρες.
• Στις 09/12, περνώντας από τις Αυλές των Καλαβρύτων, Γερμανικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ebersberger, μπήκε στα Καλάβρυτα, όπου είχαν φτάσει και οι δυνάμεις από την Πάτρα.
• Στις 13/12, ολοκλήρωσαν την επιχείρηση, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη των Καλαβρύτων, λεηλάτησαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε και εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης από 14 χρονών και πάνω, στη Ράχη του Καππή.
• Στις 14/12, ανέβηκαν στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, το λεηλάτησαν, το πυρπόλησαν και εκτέλεσαν 6 άνδρες, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς. Την ίδια ημέρα, λεηλάτησαν το χωριό Βυσωκά, σκότωσαν 3 άνδρες και έφυγαν για την Πάτρα. Επίσης πέρασαν από το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου και το έκαψαν.
Τα γερμανικά στρατεύματα που κινήθηκαν από Τρίπολη με επικεφαλής τον ταγματάρχη Gnass, κατευθύνθηκαν προς Δημητσάνα και Λαγκάδια Αρκαδίας.
• Στις 07/12, δόθηκε διαταγή στην ομάδα μάχης ΚΟΚΕΡΤ να προχωρήσει από τα Παγκρατέϊκα Καλύβια μέσω του χωριού Φίλια και Τσορωτά στα Μαζέϊκα (Κάτω Κλειτορία). Την ίδια ημέρα τα Γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στα Μαζέϊκα αναζητώντας την τύχη των Γερμανών αιχμαλώτων της Μάχης Ρογών-Κερπινής, χτενίζοντας όλα τα γύρω χωριά και τη νύχτα της 07/12 προς 08/12 έφτασαν στο Μάζι. Το ίδιο ίδιο απόγευμα, οι αντάρτες είχαν ήδη προβεί στην εκτέλεση των αιχμαλώτων.
• Οι Γερμανοί μετέφεραν τους διασωθέντες στα Μαζέϊκα και κατέθεσαν τα γεγονότα στον Συνταγματάρχη Le Suir, ο οποίος είχε ήδη φτάσει στην περιοχή.
• Οι Γερμανοί, με 12 έλληνες οδηγούς, το Σάββατο το βράδυ στις 11/12, κατευθύνθηκαν προς το χωριό Μάζι και στη συνέχεια στη θέση Μαγέρου στις 12/12, όπου βρήκαν τους εκτελεσθέντες Γερμανούς. Εκεί εκτέλεσαν 10 Μαζαίους.
• Στις 14/12, λεηλάτησαν και έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος των Μαζεϊκων και μετά έφυγαν προς την Τρίπολη.
Στο απόρρητο ραδιογράφημα της 117 Jager Division (Αρ.1595/43), καταγράφεται ο τελικός απολογισμός της Επιχείρησης Καλάβρυτα: “…(1) Κατεστράφησαν ολοκληρωτικά τα χωριά: Ρογοί, Κερπινή, Στάση Κερπινής, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Πλατανιώτισσα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μοναστήρι Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρου, Καλύβια. (2) 696 Έλληνες εκτελέστηκαν…”.
πηγή: www.kalavrita.gr
Ο Δα
σονόμος Στέφανος Ι. Κολλίτζας γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βλαχέρνα. Ο πόλεμος με τους Ιταλούς στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα είχε αρχίσει και οι νικηφόρες μάχες είχαν οδηγήσει τον ηρωικό στρατό μας στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου, όταν στις 27 Δεκεμβρίου 1940 κλήθηκε σε επιστράτευση και η κλάση του 1927 και μαζί μ΄αυτήν ο Στέφανος Ι. Κολλίντζας, που εκείνο τον καιρό υπηρετούσε στο δασικό τμήμα Κερατέας. Κατά τη συμμετοχή του στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο ηρωικό εκείνο έπος κρατούσε ημερολόγιο, που τον βοήθησε στην καταγραφή των εμπειριών του και των προσωπικών του βιωμάτων από την ημέρα της στράτευσής του μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Πενήντα πέντε χρόνια αργότερα εκδίδεται το βιβλίο του με τίτλο: «Τότε… στα βουνά της Βορείου Ηπείρου (1940-41)» (ΕΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ)
Με αφορμή την φετινή επέτειο του ΟΧΙ, για να τιμήσουμε την εποποιία και θυσία του Ελληνικού έθνους, δημοσιεύονται επεξεργασμένα αποσπάσματα από την αυθεντική καταγραφή – μαρτυρία του πολεμιστή του Βορειοηπειρωτικού Έπους Στέφανου Ι. Κολλίντζα, που δόξασε και την Πατρίδα και τη γενέτειρά του τη Βλαχέρνα.
[…] «Στις 2 τη νύχτα άρχισε η εκκίνηση κατάληψης της ισχυρά οχυρωμένης κορυφογραμμής του όρους Δόντι, που δέσποζε σ’ όλη την πεδιάδα του Αργυροκάστρου και από την άλλη μεριά στα γύρω υψώματα του Αώου, όπου συνάπτονταν σφοδρές μάχες και ήταν σημαντικότατη πολεμική θέση για τους Ιταλούς. Η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, το έδαφος απότομο, το χιόνι παγωμένο και ολισθηρό. Σχηματίσαμε αλυσίδα ανεβήκαμε στην κορυφή και μετά από αγωνιώδη προσπάθεια φτάσαμε στα χαρακώματα. Πριν ξημερώσει, το πυροβολικό μας έβαλε καταιγιστικά στα Ιταλικά χαρακώματα, που αντέδρασαν με την ίδια ορμή. Με το χάραμα η σάλπιγγες σήμαναν «Προχωρείτε!»
Ξεπετάχτηκαν από τα χιόνια οι φαντάροι μας και με εφ’ όπλου λόγχη φωνάζοντας «Αέρα!» όρμησαν προς τα Ιταλικά χαρακώματα, τα οποία είχε καθηλώσει το πυροβολικό μας. Ο 3ος λόχος θα βάδιζε στην αριστερή πλευρά του υψώματος προς τον Δρίνον για να πλαγιοβάλει το οχυρό ύψωμα του Τσιάνο και να διασπάσει τα συρματοπλέγματα και να το καταλάβει για να εξουθενώσει την αριστερή πλευρά του μετώπου. Εμείς προχωρούσαμε και φθάνοντας πάνω από το ύψωμα Τσιάνο, βρεθήκαμε προ του εξής θεάματος: οι δικοί μας είχαν πέσει μέσα στο οχυρό εκ των όπισθεν και οι Ιταλοί βγήκαν μαχόμενοι σώμα με σώμα. Τα ιταλικά όπλα είχαν σωπάσει λόγω αυτής της σώμα προς σώμα εμπλοκής. Ένας λοχίας του λόχου μας ονόματι Καναβός χτυπούσε συνεχώς με το αυτόματο κατά των Ιταλών μουστωμένος προφανώς από τη μάχη. Ακούσαμε μια δυνατή φωνή: «Καναβέ καλύψου, πέσε κάτω Κανα..» και ένα βλήμα τον χτύπησε στο μέτωπο. Ο ηρωικά μαχόμενος εκείνος λοχίας έκαμε μια στροφή και ξάπλωσε στο έδαφος… Τέτοιου είδους ήρωες υπήρξαν πολλοί στις μάχες τούτες. Αιωνία τους η μνήμη! Οι εναπομείναντες Ιταλοί ύψωσαν τα χέρια και παραδόθηκαν.
Περάσαμε το πεδίο μάχης και πλησιάσαμε το χωριό Λέκι. Ξαφνικά δεχθήκαμε ομοβροντίες από το απέναντί μας Τεπελένι. Πέσαμε στο έδαφος να καλυφθούμε. Τα βλήματα σύριζαν και έσπαγαν στις πέτρες. Πήραμε εντολή και αποσυρθήκαμε στο καταληφθέν οχυρό, όπου οι στρατιώτες μας κρατούσαν τους Ιταλούς αιχμαλώτους για να μην τους χτυπούν τα απέναντι Ιταλικά φυλάκια, ώσπου να τους πάρουν το πολεμικό υλικό. Ένας δικός μας ξεχώρισε από το πλέγμα αυτό και ανηφορίζοντας μας φώναξε: «Είμαι ο Ανθ/στής Μαυρομάτης, έρχομαι ως σύνδεσμος του…» και ένα εχθρικό βλήμα έσκασε δίπλα του και τον διέλυσε τελείως…
Μέσω της χαράδρας καταφύγαμε στην αρχική μας θέση. Ο εχθρός μας σφυροκοπούσε αδιάκοπα με σφοδρότητα και μανία. Τη νύχτα μας έφεραν τρόφιμα και εφόδια. Κατά τη διανομή ένας όλμος έσκασε και σκότωσε τρεις στρατιώτες και τραυμάτισε εννέα. Το τι ακολούθησε είναι ανώτερο πάσης περιγραφής. Κλαυθμός και οδυρμός, ιδιαίτερα εκείνων, που είχαν τραυματιστεί θανάσιμα. Ένας απ’ αυτούς ξέσπασε σε τέτοια συγκινητικά μοιρολόγια, που και οι πέτρες ακόμα δάκρυσαν. Έπαιρνε η χαράδρα τη φωνή του, την τριγύριζε στα βράχια και την επέστρεφε σαν απόηχο πιο οδυνηρή, πιο πένθιμη και πιο λυπητερή. Μα η φωνή σιγά-σιγά αδυνάτιζε και εντός ολίγου έπαυσε για πάντα να ακούγεται. Αιωνία σας η μνήμη αθάνατοι ήρωες…
Επιδέσαμε τα τραύματα των συντρόφων μου και φροντίσαμε ολονυχτίς να μεταφερθούν στο Λάμποβο. Ο εχθρός αύξανε τη σφοδρότητα των όπλων και καταλάβαμε ότι ετοιμάζουν αντεπίθεση. Το βουνό μεταβλήθηκε σε τόπος πυρός και σιδήρου. Μέσα σ αυτό το καμίνι συρθήκαμε και καταλάβαμε θέσεις στην άκρη της ράχης. Κάποια στιγμή, αφού ο εχθρός πίστεψε ότι είχε ισοπεδώσει τα πάντα και νομίζοντας ότι δεν υπάρχει πλέον ψυχή, διέταξε αντεπίθεση με ένα τάγμα στρατού, που σίγουροι για την ανυπαρξία μας, ξεχύθηκαν με ορμή προς το μέρος μας. Τι απογοήτευση όμως, τους κατάλαβε όταν πλησίασαν και αιφνιδίως άκουσαν τα ελληνικά όπλα να κτυπούν επιτυχώς και να τους θερίζουν. Αμέσως διετάχθη οπισθοχώρηση των διασωθέντων.
Μετά την οικτρή τους αποτυχία οι Ιταλοί διατάχθηκαν να σφυροκοπήσουν ανηλεώς τις θέσεις μας. Το τι επακολούθησε είναι τελείως αδιανόητο. Ομοβροντίες ταυτόχρονα όλων των όπλων διέσχιζαν τους αιθέρες και έσπαζαν στο μέτωπο μας αδιάκοπα. Το βουνό καιγόταν κυριολεκτικά. Βρισκόμουν ξαπλωμένος στο έδαφος κοντά σε ένα ρίζωμα με το δεξιό μάγουλο εφαπτόμενο της πέτρας, που μόλις μου κάλυπτε το κράνος. Ένα βλήμα έσκασε πάνω σ αυτή την πέτρα. Ήταν τόσο μεγάλος ο κρότος που νόμιζα ότι διαλύθηκα. Συνήλθα και είδα τους νοσοκόμους που μου επέδεναν τα τραύματα, αφού είχε κάπως κοπάσει η καταιγίδα της μάχης. Ευτυχώς δεν ήταν σοβαρά. Μου είπαν ότι είχαμε 10 νεκρούς και 40 τραυματίες κάπως βαριά.
Αυτό κράτησε για μερικές ημέρες. Ένα μεσημέρι, κατόπιν ισχυρού βομβαρδισμού, ένας στρατιώτης τραυματίστηκε πολύ σοβαρά μέσα στη χαράδρα που χώριζε τα δύο αντερίσματα των αντιπάλων και φώναζε απελπισμένα: «Αδέρφια, Έλληνες, ελάτε πάρτε με» Κάθε απόπειρα όμως, καθόδου προς τη χαράδρα για βοήθεια, σήμαινε βέβαιο θάνατο. Σιγά σιγά η φωνή του τραυματία αδυνάτιζε, ώσπου σταμάτησε τελείως… Τι θέαμα θλιβερό, τι άκουσμα φρικτό… Ο συναδελφός σου να ψυχορραγεί και να μη είσαι σε θέση να του προσφέρεις βοήθεια.
Επιμέλεια: Γιώργος Καρούντζος