Αρχείο για Ιστορικά
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ μιας άλλης εποχής (του αειμνήστου Λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου)
Τις Απόκριες γινόταν το μεγαλύτερο ξεφάντωμα στο χωριό. Στην Μεσιανή βρύση ήταν και η πλατεία του παλιού χωριού βαράγανε δύο ορχήστρες με τα όργανα της εποχής: Νταούλι, πίπιζα και καραμούζα. Ο Θοδωρής ο Ντόκος πίπιζα και ο αδελφός του ο Φουσκοπέτσης νταούλι.
Η ψιλομαρίδα ήταν κουρνιασμένη πάνω στην καμάρα της βρύσης για την θέα. Δεν υπάρχει σήμερα πουθενά τέτοια βρύση με την μεγαλοπρέπεια που είχε αυτή η βρύση με τα σκαλιστά αγκωνάρια της, με την σκαλιστή φάτσα της, με τις ζαλώστρες της, με τις πλύστρες της, με τις δύο μεγάλες μαρμαρένιες κορίτους της και τα δυο ντουλάπια της. Ήταν μεγάλο λάθος το γκρέμισμά της.
Ο Ντοκοθοδωρής και ο αδερφός του ο Μήτσος ήσαν, σαν οργανοπαίχτες, μεγάλη φίρμα της εποχής. Την εκμετάλλευση της πλατείας την είχε το Λαϊκό καφενείο του Τρύφωνα του Σκασίλα. Τότε δούλευε το κατοστάρι με το κρασί, καμιά μαστίχα και λουκούμια.
Χόρευαν γέροι με τις λουλακάτες πουκαμίσες, ζωσμένοι τα σιλάχια στολισμένα με μυρσίνες καλαματιανές, με τις φουντωτές γιορτινές πίγκες1 τους, με τις σκάλτσες και τις μαύρες γονατάρες τους. Τα ωραία χαριτωμένα σταυρωτά τους και τα μπαρέζια τα κόκκινα και τα καφετιά. Σε έπαιρνε μια χαρά. Πολλοί γέροι φόραγαν και φουστανέλες και οι νέοι επίσης ατσαλάκωτοι με τις ίδιες στολές, ενώ λίγοι νέοι φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα.
Οι γριές με τα μακριά αλατζένια2 φουστάνια τους, με τους χαρμπαλάδες3 που ήταν γρανιτουρισμένοι με ταμπέλες, με τις ωραίες μπόλκες4 και τις όμορφες μπελερίνες5, τα ζαχαριά και τα κανελιά μαντήλια με τα κλαριά. Τα ζαχαριά τα λουλάκωναν με λουλάκι.
Οι νέοι με τις φουστανέλες και τα φέσια με τις γαλάζιες φούντες και τα κορίτσια ντυμένα αμαλίες με τα παπάζια6 τους, τα ασημοζούναρα στο λαιμό τους που ακτινοβολούσαν και τα φλωριά στο μέτωπό τους άστραφταν.
Χόρευαν τα νιάτα και τα γηρατειά αντάμα και τσούγκριζαν τα ποτήρια με το κοκκινέλι του Σκασίλα. Οι χαλκωματένιες και τρύπιες πενταροδεκάρες πέφτανε σαν βροχή στα όργανα και τόσο μερακλωνόταν ο γερο-Θοδωρής με την πίπιζα φούσκωνε τα μάγουλα και τα μάτια του πεταγόσανε σαν του βατράχου. Του κόλλαγαν και δεκάρες στο κούτελο με φτύμα κι έκανε πίσω το κεφάλι του να μην πέσουν. Ο δε Φουσκοπέτσης βημάτιζε δίπλα σε αυτόν που χόρευε βαρώντας το νταούλι ρυθμικά.
Ξάφνου βλέπω τον Γιώργη τον Ντόκο τον μοναχογιό και κανακάρη του γερο-Θοδωρή μάζευε τις δεκάρες και άλλες έριχνε στο πιάτο και άλλες κρυφά έριχνε στην τσέπη του και τα παπούτσια του. Αντιληφθείς ο Φουσκοπέτσης την “κλεψιά” του κοπάνησε δύο-τρεις με το νταουλόξυλο στο κούκουρο7 κι ευθύς πετάχτηκαν όλοι. Ο μικρός Γιώργης έφυγε κλαίγοντας από τους πόνους και στάθηκε στο Παλιοχώρι. Που να πλησιάσει πάλι στην ορχήστρα· έβλεπε τον Φουσκοπέτση και τον έκοβε κρύος ιδρώτας. Ο χορός και τα γλέντια τελείωναν το βράδυ και πήγαιναν ν’ αποκρέψουν.
Τα παιδαρέλια έπαιζαν τις αμάντζες και όποια παρέα κι αν κέρδιζε πήγαιναν όλοι μαζί στα σπίτια των χαμένων τρωγόπιναν και γλεντοκοπούσαν κι απ’ το τηγάνι έβγαιναν ζεστές τηγανίτες.
Στον πλάτανο του Βρέντα στο μαγαζί του Ζηντάρη βάραγε καραμούντζα ο Νικολάτσης ο Τσαρουχάς και ο Γιώργης ο Κατσούλης (ο Τζιωβίνης) νταούλι. Εκεί ήταν το Τσαρουχέϊκο συνάφι, Κατσουλέοι και διάφοροι τσοπάνηδες. Δούλευε το κατοστάρι με το κρασί και η οκά αλλά υπήρχε κέφι και καλαμπούρι.
Στις 1:00 με 2:00 η ώρα το απόγευμα σταματούσε ο χορός για λίγο. Τότε άρχιζαν να ξαναφαίνουν και να ξεφαντώνουν οι μασκαράδες από διάφορα σημεία κι άρχιζαν οχλαγωγίες, γέλια και λαχτάρες. Οι θαμώνες του καφενείου βγήκαν κι αυτοί έξω να ιδούν τι τρέχει , μήπως μάλωσαν στο χορό. Και είδαν κι αυτοί έκπληκτοι το σινάφι των μασκαράδων: ένας ήταν ντυμένος Παπάς και λιβάνιζε τον κόσμο με στάχτη που είχε σε έναν τορβά.
Άλλος ήταν ντυμένος Γιατρός, Νύφη, γαμπρός όπου επακολουθούσε η λιποθυμία της νύφης, εκεί είχε το μεγαλύτερο καλαμπούρι όταν επενέβαινε ο γιατρός με μια παλιοτσάντα γεμάτη γιδοκοπριές για χάπια. Ένας ήταν ντυμένος χωροφύλακας κρατώντας στο χέρι μια βίτσα να μην πλησιάζει ο κόσμος που ήταν πράγματι λαοπλημμύρα και μετά την αναγνώριση των μασκαράδων επακολουθούσαν στέψεις κι άλλα διάφορα κόλπα. Ξανάφανε άλλο σινάφι ο ένας ήταν ντυμένος αρκούδα κι ο άλλος αρκουδιάρης βαρούσε ντέφι έναν ταβά και χόρευε η Αρκούδα κάνοντας διάφορα νούμερα. Μερικοί πέφτανε κάτω να τους πατήσει η αρκούδα για να μην τους πονάει η μέση τους.
Αφού χόρεψαν όλοι μαζί διαλύθηκε ο χορός για τη βραδινή Αποκριά γιατί άρχισε να νυχτώνει.
Το βράδυ της Αποκριάς την εποχή εκείνη απόκρευαν μαζί, δύο-τρεις οικογένειες συγγενικές. Τα φαγητά ήσαν λογής-λογής: κοτόπουλο με χυλοπίτες, βεργάδι, στιφάδο, χοιρινό κι άλλα επιδόρπια. Τότε τραπέζια ήσαν οι Σοφράδες, χαμηλά και καθίσματα χαμηλά σκαμνιά, τα προσκέφαλα άλλα γεμάτα άχυρα ή πούσια και άλλα με κοζιά απόκρευαν στο παραγώνι, διότι σπανίως υπήρχε κρεβάτι τότε, ενώ στο τζάκι έδερνε η φωτιά .
Μετά το φαγητό ψένανε τυρί στα κάρβουνα για να καεί ο Λύκος.
Έβαζαν και αυγά στη σπούρνη με τη μύτη προς τα πάνω. Αυτού που ίδρωνε το αυγό αν ήταν νέος ή νέα πλησίαζε η παντρειά. Στο σοφρά έδιναν και έπαιρναν τα τσουγκρίσματα με το κοκκινέλι κι ευχώσαν Καλή Σαρακοστή και συχωράγανε τις ψυχές. Ξέχασα, στο κάθε αυγό μελέταγαν και το άτομο κι ήξερε ο καθένας το δικό του. Αν ίδρωνε των γερόντων το αυγό σήμαινε ευτυχία και πλούτη θα πέσουν στο σπίτι. Αν έσκαγε κάνα αυγό λέγανε το σκάσε ο διάβολος. Επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο ακόμα και χορός και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα το τελευταίο έδεσμα ήταν οι νεροχυλοπίτες στραγγιχτές τσιγουρισμένες με γουρναλοιφή και με γαρνιτούρα μυτζήθρας.
Με αυτά τελείωνε η Αποκριά.
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Την Καθαρή Δευτέρα ήσαν τα κούλουμπα, το γλέντι γινόταν στις γειτονιές. Φτιάχνανε μπουγάτσα στη θράκα κι αυτά που είχαν ζυμώσει βγάζανε λαγάνες. Όταν βγάζανε την μπουγάτσα αφού είχε ψηθεί την άφηναν να κρυώσει λίγο. Τα παιδιά όμως λιγούριαζαν και για να τα καρτερέσει η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει η ψυχή της στο χωράφι και θα την κόψουμε. Σε λίγη ώρα πάλι τα παιδιά λιγούριαζαν και πάλι η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει και στο αμπέλι (η ψυχή της), ώσπου η μπουγάτσα κρύωνε λίγο και την τεμάχιζαν με το χέρι κομμάτια στο τραπέζι και τρώγανε όλοι μαζί. Οι μεγαλύτεροι πίνανε κρασί ξεροσφύρι πρώτα αλατίζοντας κάνα κρεμμύδι ή τσιμπώντας καμιά ελιά.
Τα εδέσματα της Δευτέρας ήσαν κρεμμύδια που τα λέγανε και περιστέρια, τα στούμπαγαν στο γόνα ή στο τραπέζι και τα στύβανε να φύγει η καούρα. Και τ’ αλάτιζαν με ριγανάλατο. Αλλά εδέσματα ήσαν τα καρδάματα, οι ελιές κι ο χαλβάς.
Όλη την καθαρή βδομάδα ο κόσμος νήστευε δεν τρώγανε ούτε λάδι. Οι κοπέλες φτιάχνανε την αρμυροκουλούρα κι αφού την τρώγανε όλη την ημέρα δεν έπιναν νερό για να ιδούνε το βράδυ στον ύπνο τους ποιος νέος θα τους δώσει νερό, όπου θα ήταν κι ο μέλλων σύζυγος. Το ίδιο κάνανε και τα παιδιά.
Η ΓΟΥΡΝΟΣΦΑΓΗ
Πολύ κέφι και καλαμπούρι είχε η σφαγή των γουρουνιών. Τα έσφαζαν τα γουρούνια μετά την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Οι γυναίκες από ημέρες καθάριζαν το σιτάρι και το έτριβαν σε μια μεγάλη πλάκα με το λιτρίβι, ένα στρογγυλό ποταμίσιο λιθάρι έκαναν το μπολουγούρι για την οματιές και γέμιζαν με διάφορα μπαχαρικά τα παχιά άντερα και την έψηναν στο φούρνο ή στην μπουγάνα.
Πρωί-πρωί έμπαινε το λεβέτι στη φωτιά, να γίνει θερμό το νερό για τα ποδοκέφαλα, να τα μαδήσουν και να πλύνουν και τα άντερα και για άλλες δουλειές. Αφού ήσαν όλοι οι άντρες στο πόδι, διότι τότε τα γουρούνια τα έσφαζαν μαζί οι συγγενείς. Είχαν έτοιμα τα κάρβουνα με το λιβάνι, το λεμόνι καρφωμένο σε ένα μακρύ ξύλινο σουβλί για να το βάλουν στο στόμα του γουρουνιού όταν ξεψύχαγε, για να είναι νόστιμο το κρέας του, όπου το γουρούνι από την απελπισία του το δάγκωνε και το μάσαγε ξεψυχώντας.
Αφού το έσφαζε ο σφάχτης οι άλλοι το πλάκωναν να μην τους φύγει. Αυτός που είχε τα κάρβουνα με το λιβάνι έλεγε το «Πάτερ ημών». Ο Δήμιος που το έσφαζε έβγαζε τον καρύτζαφλα και τον παραλάβαινε η οικοδέσποινα να τον ψήσει για τις πρώτες βοήθειες να πάρουν λίγο μεζέ να πιούνε ένα ποτήρι να ειπούνε καλοφάγοτο στο νοικοκύρη.
Οι πατσατζήδες έπαιρναν τα ποδοκέφαλα και την ουρά και τα μάδαγαν με θερμό νερό. Με αυτά φτιάχναμε την περίφημη πατσά την πηχτή και της έριχναν μετά το βράσιμο στουμπισμένο σκόρδο και ξύδι που έγλειφες τα δάχτυλα σου.
Ο χειρούργος που έβγαζε τα άντερα και τα συκωτοπλέμονα κάπου κοίταζε και αν ήταν έγκυος η νοικοκυρά τις έλεγε τι παιδί θα γεννήσει. Στο παραγώνι ήταν ο Αντεράς και πάνω στο σοφρά ξεχώριζε τα άντερα τα χοντρά από τα ψιλά. Τα χοντρά για οματιές και τα ψιλά για λουκάνικα. Γινόταν στους πατσατζήδες επιθεώρηση , αν τα μάδησαν καλά διότι υπήρχαν κυρώσεις αν άφηναν τρίχες τους τιμωρούσαν και δεν τους έδιναν ούτε κρασί ούτε μεζέ.
Αλλά το πιο καλύτερο για τους μικρούς ήταν η φούσκα, τη φουσκώναμε, της ρίχναμε αραποσιτόσπυρα, τη βροντάγαμε και παίζαμε. Μετά τη γέμιζαν βασιλικόξυγκο από την μπόλια που ήταν φάρμακο μαζί με ελατόπισσα για τις πληγές, πρηξίματα και τσιρίλους.
Όλη την ημέρα γινόταν γλέντι τρικούβερτο και φαγοπότι. Έσμιγαν οι συγγενείς , τα σοϊα –και μαλωμένοι να ήσαν τα έφτιαχναν και αγαπιώσαν- έριχναν στη θράκα την κατίνα κι άλλους μεζέδες, κολάτσιζαν και πήγαιναν να σφάξουν άλλο.
Στον τελευταίο τρώγανε μαγειρευτό με σέλινα αυγολέμονο. Τη δεύτερη μέρα ημέρα τα γδέρνουν τα γδέρνουν με προσοχή να μην τρυπήσουν το τομάρι, το έκοβαν φασκιές για γουρνοτσάρουχα, αφού το αλάτιζαν με πολύ αλάτι να ψηθεί και να αργάσει. Την τρίτη μέρα το έλιωναν το ξύγκι και έβγαζαν τη γουρναλοιφή και τις περιβόητες τσιγαρίδες. Έβραζαν και το κρέας, το αλάτιζαν λίγο αρμυρό και το έβαζαν στη λαγήνα, ανακατεμένο με κομμένα λουκάνικα αφού πρώτα του έριχναν διάφορα μπαχαρικά.
11 Πίγκες:Ήταν τα παπούτσια των φουστανελάδων, τα τσαρούχια. Οι πίγκες ήσαν μαύρες και κόκκινες.
2Αλατζένια:Υφαντά στον αργαλειό ποικίλων χρωμάτων.
3 Χαρμπαλάς:Συγκεκριμένο στυλ ραψίματος για τα φουστάνια (Σαν πιέτα).
4 Μπόλκα:Υφαντή ζακέτα εποχής.
5 Μπελερίνα:Εσάρπα,σάλι.
6 Παπάζι:Το φέσι της στολής της Αμαλίας.
7 Κούκουρο:Κρανίο
13 Δεκεμβρίου 1943: Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων!!
Η Σφαγή των Καλαβρύτων (ή και Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων) αναφέρεται στην εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού και την ολική καταστροφή της κωμόπολης των Καλαβρύτων στην Ελλάδα, από στρατιώτες της γερμανικής 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε την 4η Δεκεμβρίου, ως μαζικά αντίποινα στην εκτέλεση, από τους αντάρτες, 77 Γερμανών στρατιωτών αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί μετά τη νίκη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής, την 20η Οκτωβρίου του 1943. Η επιχείρηση στόχευε στην τρομοκράτηση των ντόπιων με εκτελέσεις αμάχων και λεηλασίες, πυρπόληση οικιών καθώς και στην ολική εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες και αντάρτες. Οι σφαγές και οι λεηλασίες ξεκίνησαν από την παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη βόρεια Πελοπόννησο. Τα στρατεύματα της Βέρμαχτ, στην πορεία τους, έκαψαν δεκάδες χωριά και δολοφόνησαν αμάχους, με τελικό προορισμό τα Καλάβρυτα, όπου και εισήλθαν την 9η Δεκεμβρίου. Συνολικά, σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς, εκτελέστηκαν 677 άμαχοι, από τους οποίους οι 499 στα Καλάβρυτα, και πυρπολήθηκαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά. Μάλιστα, τα ναζιστικά στρατεύματα άρπαξαν και υλικά αγαθά, τρόφιμα αλλά και ζώα ώστε, σύμφωνα με την ηγεσία της Μεραρχίας, να στερήσουν από τους κατοίκους των χωριών τις προϋποθέσεις διαβίωσης.
Η σφαγή των Καλαβρύτων αποτελεί την πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα, κατά την κατοχική περίοδο. Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη ενώ μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά απολύτως αποζημίωση από τη Γερμανία.
«ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ» (από το αρχείο του αειμνήστου λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου, από Βλαχέρνα)
Το σπίτι ήταν διαιρεμένο με ξύλινες σανίδες τις λεγόμενες μισάντρες. Πρώτο δωμάτιο ήταν το χειμωνιάτικο το λεγόμενο παραγώνι. Εκεί υπήρχε η γωνιά που άναβαν τη φωτιά και το τζάκι φτιαγμένο από γύψο και κεραμίδια ήταν ωραία διακοσμημένο με τραπέζι ράφια και δύο γωνιακά ράφια μικρά. Το τζάκι τραβούσε τον καπνό και δεν κάπνιζε το σπίτι όταν το είχε πετύχει ο μάστορας. Ήσαν και μερικά τζάκια που έπιανες κουνάβια από τον καπνό έπρεπε να ανοίξεις πόρτες και παράθυρα να φύγει. Μερακλής τζακάς ήταν ο Φούρκας από τη Λυκούρια και ο Τουρκομιχάλης από του Δάρα και μετά ο Μήτσιας ο Γιωργιώνης ο χωριανός μας. Πίσω στο τέρμα της γωνίας ήταν το σταχτοφούρνι, όπου όταν ξεθρακούναγαν τη φωτιά, σπρώχναν τη στάχτη ψηλά, στο σταχτοφούρνι ήταν κρεμασμένη η σιδεροστιά και πίσω βάζαν τα χοντρά κούτσουρα, ξύλα για να βαστάνε φωτιά, στη γωνία ήταν η μάσια για το σύμπημα της φωτιάς. Στο πόδι του τζακιού ήταν μια πρόκα μπηγμένη και κρεμούσαν το λαδολύχναρο, τον τσιμπλή και το πετρολύχναρο, για να μην μυρίζει το σπίτι από το κάψιμο του πετρελαίου. Στο ράφι βάζαν τα σπίρτα, το τραπεζομάχαιρο και άλλα μικροπράγματα.
Το πετρολύχναρο και το λαδολύχναρο ήσαν τα μέσα φωτισμού την εποχή εκείνη. Τον δε τσίμπλη τον τροφοδοτούσαν με αλοιφή, γουρναααλοιφή. Λίγη ρίχναν, διότι λάδι ήταν ακριβό, πολύ ακριβό. Το λέγαν τσίμπλη γιατί μάζευε καύτρα όπως καιγόταν το φυτήλι και φώταγε αμυδρά και τον ξεφτύλιζαν είχε πάνω ένα μικρό ξεφτυληστήρι μυτερό.
Μετά κατέλαβαν τη θέση τους, οι λάμπες με τη φακορώνα και τις κρέμαγαν στη μισάντρα για να φωτίζετε το δωμάτιο ή στο τραπέζι του τζακιού. Θυμάμαι όταν στη φωτιά καιγόσαν ξυλά από πρίνα ή δέντρα και τα συμπάγαμε με τη μάσια πέταγαν καύτρες και λέγαμε: μάζω σκύλα τα κουτάβια σου. Άλλο φωτιστικό μέσον ήταν και το κλεφτοφάναρο, αλλά πολυδάπανο έκαιγε λάδι. Ήταν όμως απαραίτητο και ακίνδυνο, με αυτό πήγαιναν πάχνιζαν τα ζώα, στο υπόγειο για κρασί, κλπ. Στο τραπέζι του τζακιού ήταν η αλατιέρα, κομψοτέχνισμα του γέρο-Φαρμάκη, πολλές φορές βάζαν και τα κρασοπότηρα και άλλα διάφορα είδη. Ήσαν όμως και τα ντουλάπια.
Στη μισάντρα σε πρόκες κρέμαγαν τα ρούχα της δουλειάς τα σακάκια, τα παντελόνια, η γρια το γιουρντί της ο γέρος το μπενοβράκι. Στα παραγώνια ήσαν τα βραδινά στρωσίδια που κάτω βάζαν ψάθες από βούτυμο. Τις ψάθες τις έστρωναν και στο πάτωμα του παραγωνιού. Πολλές φορές στο παραγώνι έστεναν κι οι γυναίκες το λάκκο και ύφαιναν το χειμώνα. Αλατζιά και γιάμπολες. Στο παραγώνι μόνιμα έπιπλα ήσαν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι ψηλό και ένα χαμηλό που το λέγαν σοφρά, όπου σε σοφρά οι γυναίκες με τον πλάστη έφτιαχναν τα φύλα για τις χυλοπίτες. Σε μια γωνία ήταν η πιατοθήκη ξύλινη γεμάτη λίγδα όπου φιλοξενούσε τις μουρχούτες και τα σαγώνια στα ράφια της κάτω από την πιατοθήκη κρέμαγαν το τηγάνι και χάμω ήσαν οι τετζερέδες γυρισμένες ανάποδα επίσης στην πιατοθήκη κρεμόταν κι η ξύλινη κουτάλα και ο τρίφτης κι η κουταλοθήκη κοντά.
Κωνσταντίνος Κολλίντζας, ο θρυλικός Καπετάν Κολοκοτρώνης…
Γυμνάσιο Λεβιδίου | Μια άλλη ματιά στην ιστορία
Ο ΤΡΥΓΟΣ (από το αρχείο του αειμνήστου λαογράφου Φίλλιπα Κολλιόπουλου)
Μεγάλο πανηγύρι γινόταν στον τρύγο. Τότε ήσαν πολλά τα αμπέλια τρύγαγε ο κόσμος μια βδομάδα. Έκανε “πράξη” το κοινοτικό συμβούλιο και μπαίναμε όλο το χωριό μια μέρα στον τρύγο. Κουβάλαγαν το μούστο με τα ασκιά από γιδιές. Οι κουβαλητάδες μπροστά στα πουκαμισά τους και τα παντελόνια ήταν γεμάτοι λάσπη-κορυά από τις γιδιές που ανάλυχαν λίγο και φόρτωναν και ξεφόρτωναν στο χωριό.
Στους δρόμους προς τα αμπέλια ήσαν μεγάλες παρελάσεις. Φάλαγγες από ζώα άλλοι πήγαιναν και άλλοι ερχόταν φορτωμένα. Στο αμπέλι υπήρχε βούτα μικρός κάδος ξύλινος που λιώναμε τα σταφύλια ή με το αντί του λάκκου ή με το στουμπιστήρι. Ο γέρο-Λαχανάς εκείνη την ημέρα το έκλεινε το σχολείο για να απολαύσουν τα παιδιά το πανηγύρι του τρύγου διότι την άλλη ημέρα θα το γράφαμε και έκθεση. Όλα αυτά δεν ξεχνιούνται, όποιος τελείωνε πρώτα βοήθαγε το συγγενή του, το γείτονα, το φίλο, το κουμπάρο.
Το καλύτερο θέαμα στον τρύγο ήταν το βράδυ, πολλοί κοιμόταν στα αμπέλια άναβαν φωτιές που λαμποκόπαγε το δραγασιό. Τον τελευταίο δρόμο αυτοί που φεύγαν για το χωριό οι γυναίκες βαστάγαν στα χέρια τους, τις κρεμαστάρες τα καλύτερα σταφύλια και διαλεχτά σταφύλια φιλέρια, ροδίτες, αλεπούδες και ασπρούδες τα κρέμαγαν στα χαγιάτια και στα ταβάνια των σπιτιών και τρώγανε έως του Αγίου Φιλίππου και ακόμα. Το καλύτερο έδεσμα στον τρύγο ήταν η ρέγγα την έλεγαν και σκουράντζο. Άναβαν φωτιά με αγκάθια και τις καπσαλίζαν και μοσχοβολούσε ο τόπος.
Την πρώτη μέρα πιάναν τις άκρες οι κυνηγοί, φώλιαζαν πολλοί λαγοί στα αμπέλια και το ντουφεκίδι με την Δημητσανήτικη μπαρούτι πήγαινε καπνός, σωστός πόλεμος. Οι γέροι γραδέρναν τα κρασιά, πρακτικώς άμα κόλλαγε ο μούστος στα χέρια είχε βαθμούς. Άλλοι γέμιζαν ένα τσουκάλι μούστο και ρίχναν ένα φρέσκο αυγό μέσα όπως το γεννάει η κότα. Όταν το αυγό στεκόταν πάνω το κρασί είχε βαθμούς όταν βούλιαζε ήταν αδύνατο. Της Βλαχέρνας το δραγασιό βγάζει το καλύτερο κρασί άρωμα γιατί έχει ποικιλία σταφυλιών έχουν καλούς βαθμούς. Συντηρούνται σε υπόγεια άνευ χημικών φαρμάκων και το πίνεις ευχαρίστως χωρίς να σου κουδουνίσει το κεφάλι.
Στο τέλος οι γυναίκες βάσταγαν μούστο για πετιμέζι και για μουσταλευριά, που ρίχνανε μέσα στο χυλό τις βουλιές, μυγδαλοκάρυδα και τσαπελόσυκα τα λεγόμενα φουντούκια. Το πετιμέζι βρισκόταν χρονικώς για τις τηγανίτες, για το πότζι με το τσίπουρο και για το τσουκαλόκαυτο κρασί. Τώρα ο τρύγος έχασε την παλιά του αίγλη, δεν αισθάνεσαι τίποτα ούτε σου προξενεί καμιά εντύπωση. Σε λίγες μέρες αφού σπιρταριζώσαν τα τσίπουρα στην κάδη, έστεναν τα καζάνια και βγάζαμε το τσίπουρο. Εκεί γινόταν δοκιμές από τους “ειδικούς” να ιδούνε τίνος είναι δυνατότερο το ούζο και φεύγαν στουπί!!
Τοποθέτηση αναμνηστικού κάδρου εις ανάμνηση του αειμνήστου τσαγκάρη Συμεών Τσαρουχά στο Πνευματικό Κέντρο της Βλαχέρνας.
Την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020, πραγματοποιήθηκε η τοποθέτηση στο Πνευματικό Κέντρο της Βλαχέρνας, του κάδρου του αειμνήστου Συμεών Τσαρουχά, του τσαγκάρη του χωριού μας!
Το παρόν έδωσαν τα παιδιά του, ο υιός του Κώστας με την σύζυγό του Ευαγγελία, η κόρη του Βασιλική και ο εγγονός του, ο Συμεών! Η Βασιλική εκ μέρους της οικογενείας ευχαρίστησε τους εμπνευστές-δημιουργούς αυτής της προσπάθειας και τόνισε πως όλοι στην οικογένεια είναι συγκινημένοι για το εγχείρημα αυτό και νιώθουν υπερήφανοι για τον αείμνηστο μπάρμπα-Σύμα!
*** Να σημειώσουμε ότι στο Πνευματικό Κέντρο του χωριού, έχουν τοποθετηθεί τα κάδρα του αειμνήστου Παναγιώτη Φιλ. Ξουράφη του τηλεφωνητή, του αειμνήστου Αθανασίου Γ. Καρούντζου (Αφαλαρίδα) του σαμαρτζή και τώρα του αειμνήστου Συμεών Τσαρουχά του τσαγκάρη. Ήδη έχει ξεκινήσει η διαδικασία για το επόμενο κάδρο.
Για το έπος του ΄40!
Συνέντευξη του αειμνήστου Χρήστου Κουτσούγερα
Από την σελίδα «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα»
26 Οκτωβρίου 2008
Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να μιλήσουμε με ανθρώπους που τα ζήσανε αυτά τα πράγματα, που ζήσανε τις κακουχίες, είτε στην πόλη, είτε στην επαρχία που ζήσανε τους αγώνες στην αντίσταση, όλα αυτά τα πράγματα. Εσείς ήσασταν στην Πελοπόννησο.
Εγώ ήμουνα στην Βλαχέρνα της Αρκαδίας το χωριό μου. Βλαχέρνα Αρκαδίας, είναι 32 χιλιόμετρα από την Τρίπολη, μέσα στα έλατα στο δρόμο επάνω που οδηγεί προς την Βυτίνα και προς τα Καλάβρυτα.
Πόσο χρονών ήσασταν;
Έχω γεννηθεί το 1923, επομένως το 1940 που άρχισε ο πόλεμος στην Αλβανία ήμουν 17 χρονών, πήγαινα στο γυμνάσιο και μου έμεινε αυτή η ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1940. Εκεί ήταν βέβαια το έπος της Αλβανίας, το οποίο δεν λέγεται με λόγια και που εμείς το ζήσαμε.
Εσείς ήσασταν φυσικά πολύ μικρός, δεν πήγατε στην Αλβανία;
Όχι δεν πήγα στην Αλβανία εγώ, εγώ πήγαινα στο γυμνάσιο τότε στο Λεβίδι.
Το σχολείο συνεχιζότανε κανονικά;
Τα σχολεία σταματήσανε. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σταματήσανε τα σχολεία, δεν πηγαίναμε σχολείο, ούτε τα δημοτικά, γιατί φοβόμασταν τους βομβαρδισμούς. Είδαμε όμως τον ενθουσιασμό που σας λέω δεν περιγράφεται. Να πηγαίνουν τόσα παιδιά από είκοσι χρονών μέχρι 32 χρονών πήγανε όλα στην Αλβανία στο στρατό.
Το χωριό σας είχε πολλά άτομα;
Από το χωριό μας ήταν 120 παιδιά, ρήμαξε το χωριό.
ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ: ντοκιμαντέρ «ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ» (παραγωγή 2007)
Το επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ» παρουσιάζει το αρχοντικό κεφαλοχώρι της Βορειανατολικής ΑΡΚΑΔΙΑΣ, το ΛΕΒΙΔΙ. Χτισμένο στους πρόποδες του ΜΑΙΝΑΛΟΥ, ανατολικά του ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ, νοτιανατολικά της ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ και κοντά στον ΑΡΧΑΙΟ ΟΡΧΟΜΕΝΟ εμφανίζεται στη μυθολογία με τη συμμετοχή των Αρκάδων στον Τρωικό Πόλεμο και αργότερα διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η γνωριμία ξεκινά από τα μνημεία λαϊκής τέχνης, τους ιερούς ναούς-Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Ναός του Ποσειδώνα, τα μοναστήρια-Μονή της ΚΑΝΔΗΛΑΣ, της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας, της Παναγίας της Ελεούσας, ακολουθεί αναφορά στην αρχιτεκτονική τους, τη διακοσμητική τους τέχνη, την ιστορία τους. Η περιήγηση συνεχίζεται με την επίσκεψη στο Αρχαίο Θεάτρου ΟΡΧΟΜΕΝΟΥ, τις λεπτομέρειες κατασκευής του, τις παραστάσεις που φιλοξένησε. Στη συνέχεια, κάτοικοι της περιοχής περιγράφουν τον τρόπο ζωής τους, τα επαγγέλματα και τις δυσκολίες τους, ενώ ακούγονται παραδοσιακά τραγούδια. Αρκάδες έχουν διαπρέψει σε όλους τους τομείς, σε ΕΛΛΑΔΑ και εξωτερικό και έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την αγάπη και τη νοσταλγία για την πατρίδα τους. Ιδιαίτερος λόγος γίνεται για το θεοποιημένο βουνό ΜΑΙΝΑΛΟ και τη σπάνια φυσική ομορφιά του. Σε όλη τη διάρκεια του επεισοδίου, προβάλλονται πλάνα της περιοχής, των αξιοθέατων, του καταπράσινου περιβάλλοντος.
Κείμενα – αφήγηση: ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ Έρευνα: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΑΚΟΥ Οργάνωση Παραγωγής: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΚΚΑΣ Τεχνική Επεξεργασία: MEDIA OFFLINE Κάμερα: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΥ Μουσική: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ Μοντάζ-Μιξάζ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΠΕΣΗ Διεύθυνση Φωτογραφίας: ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΧΑΡΑΤΟΣ Σενάριο-Σκηνοθεσία: ΗΛΙΑΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ
Συμμετέχουν: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ Φιλόλογος-Συγγραφέας, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΒΟΥΡΙΝΟΣ Δήμαρχος ΛΕΒΙΔΙΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ Μελισσοκόμος, ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΛΑΝΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΟΣ Ιερεύς.
Ευχαριστούμε για την βοήθεια που μας προσέφεραν: Το ΔΗΜΟ ΛΕΒΙΔΙΟΥ, ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΖΑΒΟ Ιερέα, ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΚΡΗ, ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΑΝΤΗ, ΠΕΤΡΟ ΤΣΟΥΡΑ.
Εκτέλεση Παραγωγής: ΖΩΠΥΡΟΣ COPYRIGHT 2007 Ε. Ρ. Τ. Α. Ε.
Η Μάχη του Λεβιδίου Αποφασιστική μάχη για την ανύψωση του ηθικού των επαναστατημένων Ελλήνων, που δόθηκε στις 14 Απριλίου 1821!!
Αποφασιστική μάχη για την ανύψωση του ηθικού των επαναστατημένων Ελλήνων, που δόθηκε στις 14 Απριλίου 1821 στο Λεβίδι, ένα χωριό που είναι χτισμένο στις ανατολικές πλαγιές του Μαινάλου, 25 χιλιόμετρα βόρεια της Τρίπολης.
Στις αρχές Απριλίου του 1821 είχε σχεδόν επικρατήσει το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη, που στόχευε στην κατάληψη της Τριπολιτσάς, του διοικητικού κέντρου του Οθωμανικού Μωριά. Γι’ αυτό, γύρω από την Τριπολιτσά είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ελληνικά στρατόπεδα, για να την αποκόψουν από την υπόλοιπη Πελοπόννησο και να καταστήσουν ευκολότερη την άλωσή της. Όμως, με τη θέα των Τούρκων οι στρατολογημένοι Έλληνες το έβαζαν στα πόδια, χωρίς να ρίξουν ούτε μία τουφεκιά, με αποτέλεσμα ένα μετά το άλλο τα στρατόπεδα να διαλύονται. Τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς και ραγιαδισμού είχαν κάνει πολλούς Έλληνες να σκύβουν το κεφάλι, όταν έβλεπαν Τούρκο και να υπομένουν μοιρολατρικά τον αυταρχισμό του. Άλλωστε, όσοι είχαν σηκώσει ανάστημα κατά του δυνάστη συχνά το πλήρωναν με το κεφάλι τους.
Στο Λεβίδι, όμως, όταν ακούσθηκε ότι φθάνει τουρκικός στρατός από την Τριπολιτσά κανείς δεν έφυγε. Ήταν το πρώτο στρατόπεδο που δεν διαλύθηκε στο άκουσμα της είδησης ότι 3.000 πεζοί και ιππείς έχουν εκστρατεύσει εναντίον τους. Το στρατόπεδο του Λεβιδίου είχε συσταθεί από τους Καλαβρυτινούς και τους ντόπιους οπλαρχηγούς Παναγιώτη Αρβάλη και Γεώργιο Μπηλίδα. Ήδη από τις 12 Απριλίου το στρατόπεδο είχε ενισχυθεί με τους οπλαρχηγούς Σωτήριο Χαραλάμπη, Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη και Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν από την Τριπολιτσά με κατεύθυνση το Λεβίδι το βράδυ της 13ης Απριλίου.
Μόλις πληροφορήθηκαν την επικείμενη άφιξη του τουρκικού στρατού συγκεντρώθηκαν στο σπίτι, όπου διέμενε ο καλαβρυτινός Σωτήρης Χαραλάμπης και αποφάσισαν κατά πρώτο να ζητήσουν βοήθεια από τα γειτονικά στρατόπεδα της Αλωνίσταινας και του Κακουρίου και κατά δεύτερο να πιάσουν τις εισόδους του Λεβιδίου, ώστε να εμποδίσουν τους Τούρκους να εισέλθουν στο χωριό. Ο Σωτήρης Χαραλάμπης ταμπουρώθηκε σε μια ράχη κοντά στο Λεβίδι, ενώ πιο κάτω βρέθηκε ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας.
Τις πρωινές ώρες της 14ης Απριλίου, όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι το τουρκικό ιππικό πλησιάζει το Λεβίδι, πολλοί άνδρες πανικοβλήθηκαν. Εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, παρά τις προσπάθειες των οπλαρχηγών να τους συγκρατήσουν και κατέφυγαν στο βουνό. Τότε ο Στριφτόμπολας με 70 άνδρες αποφάσισε να δώσει τη μάχη μέσα στο χωριό. Οι Τούρκοι όρμησαν με άγριες διαθέσεις κατά των οχυρωμένων Ελλήνων, αλλά αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίστασή τους. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του λαϊκού ποιητή Παναγιώτη Κάλα ή Τσοπανάκου (1789-1825) «… στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι / πέφτει αλύπητο λεπίδι…»
Πραγματική μάχη δόθηκε έξω από το σπίτι που βρισκόταν ο Στριφτόμπολας. Εκεί έπεσαν οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και ο ηρωικός οπλαρχηγός από τα Καλάβρυτα. Εν τω μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι ενισχύσεις από τα διπλανά στρατόπεδα υπό τους Δημήτριο Πλαπούτα, Ηλία Τσαλαφατίνο, Νικόλαο Πετμεζά, Σταύρο Δημητρακόπουλο και Ασημάκη Σκαλτσά. Τότε, οι αμυνόμενοι βγήκαν από τα σπίτια και όρμησαν κατά των Τούρκων, που πανικόβλητοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς. Η νίκη των Ελλήνων στο Λεβίδι αποτέλεσε το σημαντικότερο ως τότε γεγονός του Αγώνα. Οι ραγιάδες έβλεπαν πλέον ότι οι Τούρκοι δεν ήταν ανίκητοι!
Πηγή: www.sansimera.gr