Θεοφιλέστατε, Άγιοι Πατέρες, Λαέ του Θεού χαριτωμένε,
«Τοιούτος γαρ ημίν και έπρεπεν αρχιερεύς, όσιος, άκακος αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος. (Απόστολος Παύλος). (Μετάφραση): Γιατί, πράγματι, τέτοιος αρχιερέας μας έπρεπε, όσιος, άκακος, αμόλυντος, χωρισμένος από τους αμαρτωλούς και υψωμένος πάνω από τους ουρανούς».
Η ψυχή του παπά – Ματθαίου που σε όλο της τον βίο υπηρετούσε Χριστόν Ιησούν και Τούτον Εσταυρωμένον και Αναστάντα, από προχθές αναπαύθηκε κεκοιμημένη και ταξιδεύει για τον Κύριο και μαζί με αυτήν κλείνει ένα κεφάλαιο της τοπικής και θεολογικής ιστορίας της Βλαχέρνας. Ας μην μιλούμε για θάνατο, γιατί όπως αναφέρει και ο Άγιος Ιωάννης Κωνσταντινουπόλεως, «ουδέν γαρ έτερον εστίν ο θάνατος, αλλά ύπνος και αποδημία και μετάστασις και ανάστασις και λιμήν εύδιος και ταραχής απαλλαγή και βιωτικών ελευθερία φροντίδων» δηλαδή δεν είναι τίποτα διαφορετικό ο θάνατος, αλλά ύπνος και μετοίκηση και μετάσταση και ανάσταση και λιμάνι γαλήνιο και απαλλαγή από την ταραχή και από τις βιωτικές φροντίδες.
Συνήθως, πέραν των Αγίων Πατέρων, που ομιλούν πνευματικά, δεν συνηθίζεται η εκφώνηση επικηδείου από λαϊκό σε κληρικό, επειδή επικήδειος είναι η ζωή του. Ας μου επιτραπεί αυτή η θεολογική εκτροπή, επειδή φρονώ πως τούτη τη στιγμή, δύο λόγια ειπωμένα για τον παππούλη μας, είναι ένα μνημόσυνο της γενιάς μου και όχι μόνο, που μεγαλώσαμε δίπλα του.
Αγαπημένε μας παππούλη, δεν θα τολμούσα να ’λεγα ούτε μια κουβέντα μπροστά στην αγία σορό σου, αν δύο πράγματα δεν με ωθούσαν σε τούτο. Το πρώτον, αυτοί που σε συντροφεύουμε. Ο ιερός κλήρος, τα παιδιά σου, τα πνευματικά σου αδέλφια, οι συγγενείς σου, το χωριό σου που τόσο αγάπησες και υπηρέτησες, φέρνοντάς σου στερνό δώρο τον αέρα του Μαινάλου, την αλμύρα της ιδιαίτερης κυκλαδίτικης πατρίδας σου, το μοσχοβόλισμα των εκκλησιών. Ήρθαμε εδώ για να ζητήσουμε τελευταία φορά επιγείως την ευχή σου, αφού ο μακρύς ύπνος σου δεν θα μας δώσει την χαρά να ακούσουμε πάλι την καλλικέλαδη φωνή σου να ψέλνεις το «Φως ιλαρόν», «Θεοτόκε Παρθένε» τα δοξαστικά των αίνων και τόσα άλλα.
Γιατί σ΄ τα λέω όλα τούτα; Είναι, ὁ δεύτερος λόγος πού τόλμησα για λίγο να κλέψω τις προ τάφου στιγμές σου. Δοκιμάστηκες παππούλη μας, χάνοντας την παπαδιά και την κόρη σου, αλλά γίνηκες λογχιζόμενο αντίδωρο και πέθαινες και ανασταινόσουν πάνω στην Άγια Τράπεζα για εμάς. Πόσες φορές προσευχήθηκες στον Αφέντη Χριστό μας για να μας ενδυναμώνει, πόσες φορές γονάτισες και τρύπησαν τα γόνατά σου από τις μετάνοιες στην Κυρά μας την Παναγιά, για να μας βοηθήσει σε κάθε μας πρόβλημα.
Δεν σε γνωρίσαμε σε κοσμικές συνευρέσεις και διασκεδάσεις. Δεν σε γνωρίσαμε σε κύκλους επωνύμων και πλουσίων. Δεν σε γνωρίσαμε σε κύκλους ψεύτικης ανθρώπινης συνεύρεσης του φαίνεσθαι. Δεν σε γνωρίσαμε σε παρέες αφιλίας. Σε γνωρίσαμε μέσα από την διακονία σου στον συνάνθρωπο, να τον ταΐσεις, να τον ποτίσεις, να τον παρηγορήσεις, να δώσεις κουράγιο και βοήθεια στον μαθητή, στο φοιτητή, στον πτωχό και αδύναμο, στον έχοντα ειδικές ανάγκες, στον πρώτο και στον έσχατο. Σε γνωρίσαμε σε μαζώξεις απλές κοινωνικά, αλλά μεγάλες πνευματικά. Σε γνωρίσαμε σε προσκλήσεις φιλίας, σε καιρούς αφιλίας. Σε γνωρίσαμε σε αγρυπνίες και στιγμές ύψιστης πνευματικής εξύψωσης και προσευχής προς τον Κύριο, για τα προβλήματα πρώτα του συνανθρώπου και μετά για τα δικά σου. Σε γνωρίσαμε εκεί που ο Χριστός κατοικεί. Σε γνωρίσαμε εκεί που οι άλλοι έκλειναν την πόρτα τους κι εσύ την άνοιγες για τον περαστικό, τον κατάκοπο, τον αδύναμο, ανοίγοντας έτσι την πόρτα να διαβεί ο Βασιλέας των ουρανών. Σε γνωρίσαμε ως άνθρωπο που δεν δέθηκες με πράγματα αυτού του κόσμου.
Αλλά ως πάροιμος και παρεπίδημος, περαστικός όντως από αυτόν τον κόσμο, είχες κατά νου την πραγματική πατρίδα Η ζωή σου απλή, λιτή, δωρική. Ελέησες τον συνάνθρωπο και δάνεισες έτσι τον Θεό και σε καλεί κοντά του σήμερα, εν μέσω νηπίων και θηλαζόντων, να σου ξεπληρώσει τα δανεικά και να σε κατατάξει εν χώρα δικαίων και ζώντων. Ο βίος σου μας υπενθύμιζε, ότι ανάμεσα στους δούλους έρχεται ο Κύριος. Ανάμεσα στους νεκρούς ο Θεός. Ανάμεσα στους θνητούς η ζωή. Ανάμεσα στους ενόχους ο αθώος. Ανάμεσα στους βυθισμένους στο σκοτάδι το ανέσπερο Φως. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ο ελευθερωτής. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται στα καταχθόνια, Εκείνος που βρίσκεται πάνω απ’ τους ουρανούς. Με το άδολο χαμόγελό σου, με την ανιδιοτελή σου αγάπη και με τον εκλογικευμένο φόβο Κυρίου, μας οδηγούσες σε μονοπάτια φωτεινά, μονοπάτια βοηθείας, συμπαραστάσεως στον έχοντα ανάγκη και στο δρόμο του Θεού.
Υπήρξες ο ιερέας της ολονυχτίας, ο ιερέας της πρωτάγιασης, ο ιερέας του εσπερινού, ο ιερέας της λιτής, του μεσονυκτικού και του όρθρου, ο ιερέας που αντίκρυζες τον Χριστό και την Παναγία και τον Αγιο – Θανάση και όταν πρωί – πρωί έπαιρνες καιρό, όταν δηλαδή για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, ζητούσες από τον Κύριο να σου δώσει ζωή τουλάχιστον μέχρι να τελειώσεις την θεία λειτουργία, για να μην μείνει στη μέση, κοίταζες τον Χριστό κατάματα και ακουμπούσες με το βλέμμα σου πάνω Του και με το βλέμμα το δικό σου, βρίσκαμε ανοιχτή πόρτα κι εμείς να ακουμπήσουμε σε Αυτόν. Με χιόνια, με βροχές, με κακοκαιρίες, πρωί – βράδυ σε μικρογιορτές και μεγαλογιορτές, βάραγες την καμπάνα με το μακαρίτη τον μπάρμπα Γιάννη τον Γιάμαλη και έκανες την λειτουργία, είτε είχες κόσμο είτε όχι. Γιατί μέλημά σου, ήταν να καλλιεργείς τον αμπελώνα του Κυρίου.
Όλοι εμείς, κλήρος και λαός, είμαστε σήμερα, ανήμερα της μεγάλης γιορτής της Αποκρέω, ή της Κυριακής της Κρίσεως, προκειμένου να προσευχηθούμε για την ανάπαυση της ψυχής σου, εδώ στον Ιερό Ναό του Αγιο – Θανάση που τόσα χρόνια διακόνησες. Οι αγαπημένοι σου ενορίτες που πάντρεψες, βάπτισες τα παιδιά και τα εγγόνια τους, κήδεψες τους δικούς τους ανθρώπους, θα σε αποχαιρετήσουμε και θα σε ασπασθούμε για τελευταία φορά. Στην τελευταία μας τηλεφωνική επικοινωνία προ δεκαημέρου, μου είπες αν έχω νέα από το χωριό, μου ζήτησες να ανταμωθούμε και με άλλους από το χωριό να έρθουμε να σε συναντήσουμε και μου είπες χαρούμενος, πως είσαι καλά και πως αφήνεις τα πράγματα να κυλήσουν, όπως ο Κύριος επιθυμεί. Απλά είπες την αλήθεια. Ενώ εμείς, μπορεί και να κοροϊδέψουμε τον Κύριο, συνεπαρμένοι από την ανθρώπινη αδυναμία και να ψάχνουμε να βρούμε την αλήθεια αλλού.
Δεν διεκδικώ – δεν έχω αυτό το δικαίωμα άλλωστε – το μονοπώλιο της πνευματικής φιλίας σου. Είναι εδώ παρόντες πολλοί άλλοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να το διεκδικήσουν περισσότερο από εμένα. Διεκδικώ όμως το δικαίωμα να θεωρώ πως έζησα κι εγώ την πνευματική φιλία σου στην πιο ειλικρινή και αγνή μορφή της. Ζηλεύω να ακολουθήσω τα βήματά σου στην ανιδιοτελή σου προσφορά, στην διακονία σου, στην πάντα κατά πάντων καθαρή καρδία, αλλά δεν ξέρω αν εγώ, εμείς οι ζώντες οι περιλυπόμενοι τούτη την ώρα, μπορούμε να φτάσουμε το μεγαλείο σου, σε μία κοινωνία που λατρεύεται η ύλη, η έπαρση, η ολιγοπιστία και οι συμβιβασμοί. Προσευχόμαστε ο Μέγας Αρχιερεύς Χριστός, να ανοίξει τις πύλες της Βασιλείας Του και να σε αναδείξει άξιο λειτουργό και του επουρανίου θυσιαστηρίου του. Να συνεχίσεις να ιερουργείς και να δέεσαι για τους ενορίτες σου και όλους τους οικείους της πίστεως, που σε γνωρίσαμε και μας άφησες ανάμνηση αγαθή, καθώς το χάρισμα της ιεροσύνης, που ούτε στους αγγέλους και αρχαγγέλους δεν δόθηκε, δεν παύει μετά θάνατον, γι αυτό και ο ιερέας κηδεύεται με την ιερατική του στολή, αυτή που φορεί, τελώντας την θεία λειτουργία.
Στο Ουράνιο Θυσιαστήριο, θα συλλειτουργείς με τους μακαριστούς μητροπολίτες Γαβριήλ, ος και σε εχειροτόνησε και Θεόκλητο, με τους ιεροψάλτες τον μπάρμπα Φίλιππα τον Κολλιόπουλο, τον γέρο Ματζουράνη, τον μπάρμπα Γιάννη τον Νάκο, τον μπάρμπα Γιώργη τον Ορφανό, τον μπάρμπα Παναγιώτη Κατσούλη, τον μπάρμπα Μιχάλη Πανουσόπουλο, τον μπάρμπα Τρύφωνα Πανουσόπουλο, τον μπάρμπα Στάικο Παπαχρόνη, που πάντα ήσαν κοντά σου στις Ιερές Ακολουθίες. Θα σε διακονεί και πάλι ο μακαριστός νεωκόρος ο μπάρμπα – Γιάννης ο Γιάμαλης.
Είμαστε ευγνώμονες για ό,τι προσέφερες με την ιερατική σου διακονία στην Αγία μας Εκκλησία και δεόμεθα με όλη μας την ψυχή, προς τον Κύριο και Αρχηγό της ζωής και του θανάτου, να σε κατατάξει εν ταις των Αγίων του σκηναίς. Έχεις εισηγητές ενώπιον του θρόνου του Θεού, Τον Άγιο-Θανάση, Την Παναγία την Ελεούσα, Την Παναγία την Βλαχέρνα στην Καστανιά, τους Αγίους Αναργύρους που τόσο κοπίασες να ανεγερθούν, τα εξωκλήσια του Άγιο-Νικόλα, Αγίου Παντελεήμονα, ΜαηΘανάση, Άγιο-Δημήτρη, ΑηΓιώργη, Αγίας Παρασκευής και τον Άγιο Τρύφωνα, πού λειτουργοῦσες στή μνήμη τους.
Έχεις εφόδιον τις προσευχές της τοπικής μας Εκκλησίας και σε συνοδεύουν οι πολλοί κόποι και μόχθοι σου για την Εκκλησία του Χριστού. «Τόν ἀγώνα τόν καλόν ἠγωνίσω. Τήν πίστην τετήρηκας» (Β΄ Τιμ. 4, 7). «Τήν καλήν παρακαταθήκην ἐφύλαξας» (Β΄ Τιμ. 1, 14) καί «ἐγένου πιστός ἄχρι θανάτου» (Ἀπ. 2, 10). «Μακαρία ἡ ὁδός ᾗ πορεύη σήμερον», σεβαστέ πατέρα Ματθαίε, «ὅτι ἡτοιμάσθή σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Πορεύου εν ειρήνῃ τήν ἀγαθήν πορείαν τήν άγουσαν εις την ἀληθή και άληκτον ζωήν Σε χαιρετώ αναστάσιμα και σε αποχαιρετώ με την βεβαιότητα ότι αναπαύεσαι μετά των δικαίων και αγίων και προσδοκώ την μετά σου συνάντησιν εν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ παππούλη μας!
*** Το επικήδειο λόγο διάβασε ο νομικός και ιεροψάλτης Αθανάσιος Ι. Καβουρίνος (πρώην δήμαρχος Λεβιδίου).