Ο Δήμος Ναυπλίου, ζητάει να επιστρέψει η Γκιλοτίνα ή λαιμητόμος και να εγκατασταθεί στο Παλαμήδι ή στο Μπούρτζι.
Ήρθε από την Μασσαλία, όταν για πρώτη φορά δημιουργήθηκε το Ποινικό Δίκαιο της Ελλάδας και συμπεριέλαβε την ποινή του θανάτου. Όμως, κανένας Έλληνας δεν θέλησε να γίνει δήμιος. Στο Ναύπλιο, θα βρεθούν κακοποιοί, που αντάλλαξαν την ποινή του θανάτου με ισόβια, παίρνοντας τον ταπεινωτικό τίτλο του δήμιου. Σήμερα η Γκιλοτίνα βρίσκεται στο Εγκληματολογικό Μουσείο. Ο Δήμος του Ναυπλίου ζητάει να επιστρέψει και να εγκατασταθεί στο Παλαμήδι ή στο Μπούρτζι για να δημιουργηθεί επιπλέον θεματικός τουρισμός στην πόλη. Συγκλονιστικά ντοκουμέντα της εποχής, φέρνει στο φως μια μεγάλη έρευνα του ΑΠΕ-ΜΠΕ που έρχεται στη διαδικτυακή τηλεόραση του ΑΜΠΕ και θα είναι στη διάθεση των πελατών του σε υψηλή ανάλυση HD.
Πηγή: argolikeseidiseis.blogspot.gr
Σχετικό βίντεο:
www.youtube.com/watch?v=9WcuEfoVKcM&feature=player_detailpage
Δήμιοι του Ναυπλίου
Όταν για πρώτη φορά ήρθε στο Ναύπλιο η λαιμητόμος από την Μασσαλία, όπου κατασκευάστηκε, την συνόδευε κι ένας δήμιος. Ίσως γιατί έπρεπε να μάθει τον τρόπο λειτουργίας της, σε Έλληνες που θα ανελάμβαναν αυτή την άχαρη και δύσκολη αποστολή. Έφυγε όμως γρήγορα από την πόλη μη αντέχοντας το μίσος με το οποίο τον αντιμετώπιζαν οι Ναυπλιώτες. Το θλιβερό καθήκον του εκτελεστή ανέλαβαν ντόπιοι. Οι Δήμιοι, κατά κανόνα ήταν βαρυποινίτες καταδικασμένοι σε θάνατο που τα Δικαστήρια είχαν μετατρέψει την ποινή σε ισόβια κάθειρξη. Αυτοί, ως κατάδικοι αλλά και επειδή ο κόσμος του Ναυπλίου δεν τους ήθελε ανάμεσά του, είχαν ως κατοικία τους το Μπούρτζι. Εκεί έγκλειστοι, έβγαιναν με την συνοδεία χωροφυλάκων μόνον όταν επρόκειτο να καρατομηθεί κάποιος κατάδικος. Η λαιμητόμος ή carmagnole ή guillotine στηνόταν κάθε φορά που χρειαζόταν, στο περίφημο αλωνάκι του Παλαμηδιού, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, όπου και οι μελλοθάνατοι παρακολουθούσαν για τελευταία φορά την θεία λειτουργία. Γνωστοί δήμιοι στο Μπούρτζι ήταν ο Ποριώτης Σοφράς, ο Κρητικός Αμοιραδάκης και ο Αργίτης Μπεκιάρης. Η αμοιβή τους ήταν 300 δραχμές το μήνα και 100 δραχμές για κάθε καρατόμηση. Τα λεφτά των δημίων θεωρούνταν ματωμένα, γι̉ αυτό και η μάνα του Μπεκιάρη, μολονότι πάμπτωχη ξενοδούλευε για να ζήσει και ποτέ δεν δέχτηκε βοήθεια από τον γιό της. Τα περισσότερα χρήματα διέθεταν οι δήμιοι για το φαγητό τους και τις μικροανάγκες τους, γιατί έπρεπε ότι χρειαζόντουσαν να τους το προμηθεύσει ο βαρκάρης της φρουράς, ο οποίος ήταν έμπιστος και μόνον αυτός είχε το δικαίωμα να μεταφέρει τα χρειώδη, χρεώνοντας τα κάθε φορά κατά την βούλησή του. Με γκιλοτίνα εκτελέστηκε και ο δολοφόνος του Πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο Κώστας Γερακάρης, το 1906. Οι τελευταίοι δήμιοι στο Ναύπλιο, ήταν ο Ιωάννης Ζήσης από την Εύβοια και ο Κυριάκος Σωτηρόπουλος από την Μαντινεία. Τέλος, ο Αθανάσιος Αλεβιζόπουλος από την Μεσσηνία ήταν ίσως ο μοναδικός δήμιος που ήταν λιγότερο μισητός από τους Ναυπλιώτες και μάλιστα τον ανάγκασαν να βγάλει την φουστανέλα του και να ντυθεί φράγκικα. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, σε ένα αφήγημα του, το 1892 περιγράφει το Μπούρτζι σαν τη «χιλιόκαλλη σπηλιά», που έκρυβε τους τρεις δράκους, τους τρεις δήμιους. Τον Σοφρά, τον Αμοιραδάκη και τον Μπεκιάρη. Ο Καρκαβίτσας υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στο Ναύπλιο, και είχε την δυνατότητα να επικοινωνήσει με τους δήμιους, τους οποίους είχε επισκεφτεί στον χώρο τους. Η Γκιλοτίνα ή λαιμητόμος, καταργήθηκε το 1913.
Στην Γκιλοτίνα εκτελέστηκε και ο “ληστής” Τρύφωνας Καβουρίνος ή Τσοκάνος, από τον Μπεζενίκο (Βλαχέρνα).
Ο Καβουρίνος ή Τσοκάνος έδρασε σε μεγάλη περιοχή της Πελοποννήσου και ήταν το φόβητρο για τους διαβάτους, τους εμπόρους, τους τσοπάνηδες και τους κατοίκους των χωριών. Είχε όμως το καλό να μην σκοτώνει ανθρώπους και να βοηθά τους φτωχούς και αδυνάτους. Ο Καβουρίνος, όπως ήταν φυσικό, βρισκόταν πολλές φορές στην περιοχή του Μπεζενίκου. Έμπαινε στα σπίτια για να φάει και να κοιμηθεί, ακόμα και για να προφυλαχθεί. Οι Μπεζενικιώτες τον παρακαλούσαν να παύσει να είναι ληστής. Τούδιναν μάλιστα όλα τα χωράφια στο Μετόχι, αλλά ο Καβουρίνος δε δεχόταν. Η αστυνομία παρακολουθούσε τις κινήσεις του με σκοπό να τον συλλάβει. Κάποτε η αστυνομία είχε πληροφορίες ότι ο Καβουρίνος κρυβόταν στην περιοχή της Καταβόθρας, μέσα στ΄αραποσίτια και τα καλαμπόκια. Τον είδαν Λεβιδαίοι, οι οποίοι πήγαν και το κατάγγειλαν στην αστυνομία. Η αστυνομία επήγε αμέσως και άρχισε να ερευνά την περιοχή. Ο Καβουρίνος μόλις είδε τους χωροφύλακες προσπάθησε να κρυφτεί στη Ριγανιά που ήσαν τα κασσίσια, μετά έφυγε πρς την Μπαρμπίτσα και τον Ελαιώνα του Πλέσια. Εκεί τον τραυμάτισαν στο πόδι και τον συνέλαβαν. Όταν τον επήγαν στην Τρίπολη εβγήκε όλος ο κόσμος να τον ιδεί. Η αστυνομία κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να κρατήσει τον κόσμο σε απόσταση. Μετά τον επήγαν στο Ναύπλιο και τον επροφυλάκισαν.
Οταν η βασίλισσα Αμαλία επισκέφθηκε το Ναύπλιο και έμαθε πως ο Καβουρίνος είχε συλληφθεί και εκρατείτο στις φυλακές του Ναυπλίου εξεδήλωσε ζωηράν την επιθυμία να παρουσιάσουν ενώπιον της τον Καβουρίνο, για να ιδεί τι άνθρωπος ήταν, αφού είχε ακούσει τόσα πολλά γι΄αυτόν. Μόλις τον είδε έτσι κοντό καθώς ήταν και δεν της γέμισε το μάτι, ενώ περίμενε να ιδεί κανέναν πελώριο και επιβλητικό άντρα, ανάλογο προς την φήμη του και τα “κατορθώματά του”, είπε: Αυτός είναι ο Καβουρίνος! και ο Καβουρίνος, μη χάνοντας καιρό απαντάει στην βασίλισσα: Γιατί μωρή π… δεν σου γεμίζω το μάτι! Αμέσως η βασίλισσα έδωσε εντολή να τον περάσουν από δίκη το συντομότερο. Καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η θανάτωση έγινε δι΄απαγχονισμού (1860), όπως γινόταν τότε οι εκτελέσεις των θανατοποινιτών.
Απόσπασμα από το βιβλίο: “Η ΒΛΑΧΕΡΝΑ” του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Π. ΛΟΛΩΝΗ τ. Επιθεωρητή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.