ΕΚΔΗΛΩΣΗ “ΑΡΚΑΔΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ” ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΟ ΑΡΚΑΔΩΝ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ
Η Ένωση Αρκάδων Χαλανδρίου οργάνωσε σε συνεργασία με το Λύκειο Ελληνίδων Τρίπολης στο θέατρο της ρεματιάς την Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου μία βραδιά αφιερωμένη στα ήθη και έθιμα του Αρκαδικού Γάμου. Στην παρουσίαση των δρώμενων του γάμου συμμετείχε η παραδοσιακή ορχήστρα του Δημήτρη Κώτσικα και στο τραγούδι οι Νάντια Καραγιάννη, Διαμάντης Ρουμελιώτης και Νίκος Δελής, γεμίζοντας με Αρκαδικούς ήχους την εκδήλωση της βραδιάς.
Ο Γάμος
Ο Γάμος εντάσσετε από τους λαογράφους στον ευρύτερο εθιμικό κύκλο και τον “κύκλο ζωής” που συμπεριλαμβάνει τη “γέννηση” και το “θάνατο”. Παράλληλα με το μυστήριο της χριστιανικής Εκκλησίας υφίσταται και μια σειρά από πρακτικές με λαϊκό χαρακτήρα που αποσκοπούν στην θεία εύνοια ή την αποτροπή από ποικίλους κινδύνους ή στην ευνοϊκή επίδραση του μέλλοντος. Ευλογία θεωρείτε ο γάμος, αφού προορισμός του ανθρώπου είναι να συνεχίσει τη γενιά του. Μιά τέτοια στιγμή δεν μπορεί παρά να συνοδεύετε από τραγούδια και χαρά και ποικίλα έθιμα που την καθιστούν ξεχωριστή. Αυτήν την ξεχωριστή στιγμή μας παρουσίασε με πολύ γλαφυρό τρόπο το Λύκειο Ελληνίδων Τρίπολης με μία εξαιρετική παρουσίαση.
Το προξενιό
Ο γάμος γινότανε με προξενιό. Το προξενιό το κάνανε συνήθως οι ή «συμπεθεριάστρες». Αυτοί ήσαν επιτήδειοι και ξέρανε ποιος ταιριάζει με ποια και πηγαίνανε στους γονείς των παιδιών και τα «κουβεντιάζανε». Οι συμπεθεριάστες (άντρας και γυναίκα) παίρνανε δώρο όταν συμφωνούσαν μια «αλλαξιά», δηλαδή ένα κοστούμι ή τα εσώρουχα. Μόλις πια «τα τελειώνανε» οι δυο πατεράδες και συμφωνούσαν, το λέγανε πια στα παιδιά τους. Δεν τα ρωτάγανε. Πήγαινε ο πατέρας στο σπίτι κι έλεγε: «Σ’ αρραβωνιάσαμε». Η κοπέλα συνήθως δεν έλεγε τίποτα.
Mετά το προξενιό, αλλά πριν τον αρραβώνα, πήγαινε επίσκεψη ο γαμπρός στης νύφης για να την δει, αφού δεν έβγαινε καθόλου το κορίτσι από το σπίτι, καμιά φορά τον γελάγανε το γαμπρό, του δείχνανε τη μικρή αδερφή, αλλά ύστερα τον παντρεύανε με τη μεγάλη.
Ο λόγος
Ο πατέρας τα κανόνιζε όλα. Το κορίτσι ετοίμαζε την προίκα και περίμενε να πει το «ναι» ο πατέρας της και να την παντρέψει. Καμιά φορά το προξενιό εχάλαγε για τα «δοσίματα», δηλαδή ο γαμπρός εγύρευε μεγαλύτερη προίκα.. Όταν τα ‘χε συμφωνημένα, έλεγε πια στη γυναίκα του: «Αύριο θα ‘ρθει κάποιος στο σπίτι για να μιλήσουμε». Ερχότανε ο γαμπρός στο σπίτι και τότες ο πατέρας έλεγε στην κόρη ότι θα την αρραβωνιάσει μ’ αυτόν. Η κοπέλα δεν εμίλαγε καθόλου. Αφού συζητάγανε στο σπίτι της κόρης ο πατέρας με το γαμπρό, επίνανε μετά κρασί και ελέγανε «να ζήσουνε». Αυτό ελεγότανε «λόγος», δηλαδή ο πατέρας «λογόδινε» την κόρη του και την ετοίμαζε πια για το γάμο.
Το προικοσύμφωνο
Μετά από το λόγο, ο πατέρας της νύφης πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού και το «προικοσύμφωνο». Παίρνανε ένα χαρτί, φτιάνανε πάνω ένα σταυρό και από κάτω γράφανε: «εις το όνομα του πατρός και του υιού». Στο προικοσύμφωνο γράφανε ένα-ένα τα προικιά που θα ‘παιρνε το κορίτσι (τετζέρια, χαλιά, αλλαξιές, λεφτά, χτήματα).
Το προικοσύμφωνο το κράταγε ο γαμπρός. Αφού φτιάνανε το προικοσύμφωνο πηγαίνανε πια μαζί με τη μάνα του γαμπρού στο σπίτι της νύφης και τη “γλυκαίναν”.
Οι αρραβώνες
Μετά κανονίζανε πότε θα γενούνε οι αρραβώνες. Οι αρραβώνες γίνονταν πάντα Κυριακή, γιατί τις άλλες μέρες δουλεύουνε και κρατάνε ένα, δύο ή και τρεις μήνες μέχρι να γένει ο γάμος. Αρχινάνε ύστερα τις ετοιμασίες. Φτιάνανε δίπλες ή κουραμπιέδες. Εκκαλούσαν όλους τους συγγενήδες. Το κάλεσμα ήτανε δυο ζαχαρωτά με δυο γαρίφαλα. Αυτά τα διπλώνανε σε ένα χαρτί και το χαρτί πάλι το βάνανε σε μια πετσέτα άσπρη και πηγαίνανε στα σπίτια των συγγενών και τα δίνανε. Έτσι καλούσανε και στο γάμο. Ακόμα το λέγανε «με το στόμα», χωρίς να στείλουνε τίποτα.
Μετά ο γαμπρός ερχότανε και έφερνε το κάλεσμα της νύφης. Το κάλεσμα για τον αρραβώνα ήτανε ένα σφαχτό. Έφερνε ο γαμπρός το σφαχτό και το ψωμί της νύφης. Αυτά τα βάζανε σε δυο δισάκια και τα κρεμάγανε σ’ ένα άλογο, από τη μια μεριά το σφαχτό κι απ’ την άλλη το ψωμί.
Η προίκα της κόρης
Η προίκα της κόρης ετοιμαζότανε νωρίς από τη μάνα και με τα ίδια τα κορίτσια, φτιάχνανε τα προικιά τους και τα βάζανε σε μπαούλα. Τα χοντρά ρούχα για το σπίτι, τα υφαντά (κιλίμια, αντρομίδες, κουρελούδες, λιοπάνες, βελέντζες, παπλώματα κ.α.) τα στοιβάζανε στο γιούκο.
Για προίκα δίνανε πολλά πράγματα, αναλόγως και τις απαιτήσεις του γαμπρού. Παίρναμε χρήματα, χωράφια, χρυσαφικά, άμα είχανε, πανωφόρια, ρούχα, εσώρουχα, τα εργόχειρά (πετσέτες, πετσετάκια, τραπεζομάντιλα, κεντήματα κ.α.), σεντόνια, κουβέρτες, χαλιά, μπαούλα, τετζέρια, τηγάνια, τεψιά, μαχαιροπίρουνα κ.α. Άμα είχε μεγάλη οικονομική δύναμη ο πατέρας έδινε και περισσότερα. Για την προίκα των κοριτσιών δούλευε κι ο μεγάλος αδερφός.
Λίγες μέρες προτού γένει ο γάμος ετοιμάζανε τα προικιά. Τα βγάζανε από το γιούκο και τα μπαούλα και πλένανε. Μαζευόταν τα κορίτσια από τη γειτονιά ή συγγενείς και τα σιδερώνανε. Την Τετάρτη ντύνανε τα προικιά (τα μαξιλαράκια, τους φακέλους τα περνάγανε στα κλίφια τους). Τα ρούχα που θα ‘παιρνε η νύφη τα βάνανε οι κοπέλες, τραγουδώντας και χορεύοντας στα μπαούλα, που θα ‘παιρνε προίκα και ρίχνανε πάνω στα προικιά ρύζι, για να ριζώσει το ζευγάρι και να ‘ναι ευτυχισμένοι
Το Σάββατο το πρωί οι συγγενείς του γαμπρού και άλλοι πηγαίνανε με τα ζα τους να πάρουνε τα προικιά στο σπίτι της νύφης. Πηγαίνανε το κανίσκι, χάρες (αλλαξιές) της πεθεράς και του κουνιάδου, σφαχτά, ψωμιά, κρασί, το φόρεμα της νύφης, κουφέτα κ.α. Στο δρόμο συνήθως λέγανε αυτό το τραγούδι:
Βάτους κι αγκάθια πάτησα ώσπου να σ’ αγαπήσω…
Πηγαίνανε για να παραλάβουνε τα προικιά με τρία, πέντε ή επτά γαϊδούρια ή μουλάρια. Η νύφη έδενε από ένα μαντήλι σε κάθε ζώο που κουβάλαγε τα προικιά και από ένα μαντήλι κάρφωνε στο σακάκι των αντρών (του πεθερού, του κουνιάδου). Στις γυναίκες δένανε ένα μαντήλι πιο μικρό. Το σόι της νύφης έκρυβε ένα ρούχο από τα προικιά, που ήταν γραμμένα στο προικοσύμφωνο και μόλις απομακρύνονταν οι συμπέθεροι τους το δείχνανε και έλεγαν τάχα μου ότι τους ξεγελάσανε.
Όταν φτάνανε στο σπίτι του γαμπρού, ρίχνανε ένα μαξιλάρι στα κεραμίδια και το αφήνανε εκεί τρεις μέρες. Όσοι ήσαν στο σπίτι του γαμπρού και περιμένανε ασημώνανε τα προικιά, τους ρίχνανε ρύζι και βάνανε πάνω ένα αγοράκι, για να κάνει το αντρόγυνο αγόρια.
Η μέρα του γάμου
Ο γάμος γινότανε πάντα Κυριακή. Την παραμονή γινότανε το γλέντι της νύφης. Εκεί δεν ερχότανε το συμπεθεριό του γαμπρού. Ο γαμπρός γλένταγε στο δικό του σπίτι. Η νύφη με το σόι της και τους δικούς της ανθρώπους γλεντάγανε στο σπίτι της. Είχανε ετοιμάσει σφαχτά, γλυκά κ.α. και τραγουδάγανε και χορεύανε.
Την Κυριακή το πρωί πια ο γαμπρός και η νύφη ετοιμαζόταν για το γάμο, για τα στεφανώματα. Η νύφη λούζεται το πρωί και πάνε οι κοπέλες, την ντύνουνε και την χτενίζουνε. Ακόμα τη νύφη τη στολίζει και η μοδίστρα που είχε ράψει το φόρεμα, που δεν ήτανε πάντα λευκό. Της βάνουνε το νυφικό, το οποίο είναι ζωτό με δαντέλες.
Τις κάλτσες και τα παπούτσια της τα φόραγε ο «παρακούμπαρος» για να κάνει αγόρια. Στις σόλες οι ανύπαντρες κόρες έγραφαν τ’ όνομά τους. Βγαίνοντας η νύφη απ’ το κατώφλι του σπιτιού έσουρνε το δεξιό της παπούτσι κι όποιας κοπέλας έσβηνε το όνομα αυτή σήμαινε ότι θα την έπαιρνε μαζί της η νύφη, δηλαδή θα παντρευόταν τον ίδιο χρόνο.
Την ώρα που ετοιμαζότανε η νύφη ετοιμαζόταν κι ο γαμπρός, ξυριζόταν και τον έντυναν οι συνομήλικοι του.
Μόλις ο γαμπρός ετοιμαζότανε, ρίναν μια ντουφεκιά και μετά κινάγανε όλοι μαζί το συμπεθεριό να παν να πάρουνε τον κουμπάρο και μετά τη νύφη. Μπροστά προχώραγε ο συχαρικιάρης και έφτανε στο σπίτι της νύφης. Η μάνα της νύφης του κάρφωνε ένα μεταξωτό μαντήλι. Κέρναγε κρασί το συμπεθεριό κι ύστερα ερχόταν η νύφη αγκαζέ με τον πατέρα της που την παράδινε στο γαμπρό. Ο γαμπρός για να την πάρει πλήρωνε τον πεθερό του.
Στο δρόμο για την εκκλησία μπροστά πήγαιναν τα όργανα, πίσω η νύφη με το γαμπρό και τον κουμπάρο και ακολουθούσαν οι γονιοί κι οι συγγενείς της νύφης και του γαμπρού. Ένα παιδί κράταγε το δίσκο, που είχε τα στέφανα, τα κουφέτα και πήχες φόρεμα κι ένα άλλο παιδί κρατούσε τα κεριά. Έξω από την εκκλησία τα αδέρφια της νύφης ζητάγανε από τον κουμπάρο λεφτά, για να παραδώκουνε τη νύφη στο γαμπρό. Ο κουμπάρος έβγαζε κι έδινε λεφτά κι έσπαγε ένα ποτήρι. Η πεθερά έβανε στον ώμο του γαμπρού ένα μεταξωτό μαντήλι.
Όταν χορεύουνε τον Ησαΐα οι καλεσμένοι τους πετάνε ρύζι, βελανίδια, καρύδια, κουφέτα. Μετά τα στεφανώματα οι ανύπαντρες παίρνανε από το δίσκο τα κουφέτα για να ιδούνε ποιον θα παντρευτούνε. Τα στέφανα ύστερα τα φυλάνε στο εικόνισμα.
Μετά κινάγανε για το σπίτι του γαμπρού, όπου θα μείνει το αντρόγυνο και κερνάγονται. Βγαίνουν όξω από το σπίτι οι συγγένισσες και τους κερνάνε όλους.
Προτού μπει στο σπίτι, βάνανε τη νύφη να πατήσει σε σίδερο, πάνου στη σιδερωστιά, για να ‘ναι σιδερένια και την ταΐζανε μέλι. Σπάγανε κι ένα ρόδι κι όσα κουκούτσια πέσουνε τόσα παιδιά θα κάνει. Ακόμα η νύφη προτού μπει στο καινούργιο σπίτι πέταγε στα κεραμίδια κουφέτα. Της δίνουν κιόλας να κρατήσει ένα αγοράκι, για να κάνει γρήγορα κι αυτή ένα.
Μετά γινότανε το τραπέζι του γάμου. Στο τραπέζι του γάμου κερνάγανε πρώτα σούπα ρύζι με το βραστό και μετά φέρνανε το ψητό κρέας κερνάγανε κρασιά και δίπλες.
Στο τραπέζι του γάμου ακούγονταν πολλά τραγούδια. Από χορούς χορεύουνε τσάμικο, καλαματιανό και πρώτος μπαίνει ο κουμπάρος. Μετά παίρνει τη νύφη που χορεύει μπροστά. Ύστερα χορεύει πρώτος ο γαμπρός και σηκώνει τους υπόλοιπους.
Κατά τα μεσάνυχτα ο κουμπάρος σήκωνε τα νιογάμπρια να πάνε να κοιμηθούνε κι ο άλλος κόσμος συνέχιζε το γλέντι. Έως το πρωί που ο κόσμος έφευγε από το τραπέζι και σχόλαγε πια το γλέντι.