Θεια-Λεούσα: η μαμή του χωριού
Το πέρασμα ενός ανθρώπου απ’ τη ζωή δεν έχει σίγουρα την ίδια σημασία για τον καθένα μας, αφού για άλλους έχει μικρότερη και για άλλους μεγαλύτερη, ανάλογα με το πόσο καλά τον γνωρίζουμε ή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αν ταιριάζουν τα χνώτα μας.
Υπήρξαν όμως μερικοί άνθρωποι, των οποίων η ζωή και το έργο τους στέκονται υπεράνω κανόνων και των οποίων την μνήμη οφείλουμε να τιμούμε.
Δεδομένου, ότι η παρουσία τους ήταν απαραίτητη για την λειτουργία μιας μικρής κοινωνίας, όπως και της κοινωνίας του χωριού μας, καθιστούσε την δράση τους λειτούργημα και τους ίδιους στυλοβάτες αυτής της κοινωνίας.
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους υπήρξε η θεια-Λεούσα, η τελευταία μαμή του χωριού. Νιώθω ότι χαμογελάει απ’ τον ουρανό, με το πλατύ εκφραστικό της χαμόγελο, την ώρα που με βλέπει να γράφω.
Ελπίζοντας να μη μεγαλοποιήσω τη μορφή της, όσο μεγάλη φάνταζε στα παιδικά μου μάτια, αισθάνομαι χρέος μου, έστω και μέσα από λίγες αράδες, να τιμήσω την μνήμη της, διότι ήταν εκείνη που στάθηκε ακοίμητος φρουρός δίπλα στις ετοιμόγεννες, ταλαιπωρημένες γυναίκες της εποχής εκείνης, οι οποίες, όπως η ίδια έλεγε στα γεράματά της, ήταν με το ένα πόδι στον τάφο, αφού οι συνθήκες της εποχής ήταν άθλιες και ο θάνατος μάνας και παιδιού συχνός εξ’ αιτίας της ανυπαρξίας των μέσων και των χρημάτων για την μεταφορά σε νοσοκομείο, αν και στα χέρια της ουδέποτε έπαθε κάτι η μάνα ή το παιδί και τούτο λόγω της πείρας που απέκτησε κοντά στο μακαρίτη γιατρό Θανάση Μεγρέμη, που την έπαιρνε μαζί του για να τον βοηθάει.
Χρειάστηκε όμως κάποια φορά, που έλειπε ο γιατρός να τα βγάλει πέρα μόνη της. Έριξε λοιπόν το μαντήλι στις πλάτες, σήκωσε τα μανίκια της, έκανε τον σταυρό της και έσκυψε να ξεγεννήσει την γυναίκα.
Έτσι άρχισε.
Τύχαινε καμιά φορά να γεννούν δύο και τρεις μαζί, οπότε πηγαινοερχόταν απ΄τη μια στην άλλη πάνω σε κανένα βασταγό, που το τράβαγε κάποιο παιδί, για να κάνει πιο γρήγορα και να προλάβει.
Τη στιγμή που έβγαζε το βρέφος έδινε τη χαρακτηριστική ευχή της “καλόμοιρο, καλότυχο” και αν ήταν κορίτσι συνέχιζε με το “καλή παπαδιά”, μιας και ήταν η πρώτη που έπιανε στα χέρια της, τη νέα ζωή.
Στη συνέχεια έκοβε και έδενε τον αφαλό, σκούπιζε το παιδί απ’ τα λόχια με καθαρά πανιά ή με καμιά πετσέτα, αν βρισκόταν στο σπίτι και ύστερα, αφού το τύλιγε με τις πάνες, το φάσκιωνε κατά τη συνήθεια εκείνων των καιρών. Μετά απ’ αυτό τακτοποιούσε και την κουρασμένη απ’ τον πόνο λεχώνα.
Την τρίτη ημέρα έπλενε το παιδί. Κατά τη διάρκεια του πλυσίματος οι συγγενείς πέταγαν στη λεκάνη κέρματα, αν υπήρχαν, καμιά πεντάρα ή το πολύ δεκάρα, που αποτελούσαν το χαρτζιλίκι της μαμής. Τούτο γινόταν όχι σαν πληρωμή, άλλωστε τα χρήματα τότε ήταν λιγοστά ή και ανύπαρκτα, αλλά σαν είδος εθίμου, το οποίο τηρούνταν στο πρώτο πλύσιμο του μωρού.
Παρόλα αυτά αξίζει να σημειωθεί ότι ποτέ δεν καταδέχτηκε να πάρει ούτε αυτά τα λιγοστά χρήματα αλλά τα άφηνε πάνω στο παιδί για να το “ασημώσει”.
Στο πρώτο νερό, πριν ξεβγάλει το παιδί, έβαζε λίγο αλάτι. Όταν κάποτε τη ρώτησαν για αυτό απάντησε με τη χαρακτηριστική αργή φωνής της “για να βγουν αλατισμένα”, μη γνωρίζοντας ίσως ότι ήταν τον καλύτερο και το μόνο αντισηπτικό, που θα μπορούσε να έχει τότε.
Όταν μια φορά, στις αρχές ’50, της έδωσε ο ερυθρός σταυρός μια μεγάλη άσπρη μπροστοποδιά, που έπιανε από το λαιμό ως κάτω από τα γόνατα και τη φώναξαν βιαστικά να ξεγεννήσει μια γυναίκα, είπε, γελώντας μέσα από το παραγώνι της “σταθείτε να πάρω τα εργαλεία μου”, εννοώντας την ποδιά του ερυθρού σταυρού.
Όταν, πάλι, βάφτιζαν κάποιο παιδί ήταν εκείνη που το βάσταγε στο δεξί της χέρι και το έδινε στο νονό, ενώ στο αριστερό βαστούσε μια λευκή λαμπάδα και όταν άρχιζε το μυστήριο το λάδωνε μαζί με τον κουμπάρο.
(στην φωτογραφία βλέπουμε τη θεια-Λεούσα τη μαμή, να κρατάει στα χέρια της, το μωρό (Σοφία Π. Ξουράφη), δίπλα στον Ιερέα του χωριού μας, Παπα-Σταμάτη-Σκορδά)
Αυτό γινόταν για όλα τα παιδιά, που είχε πιάσει στα χέρια της. Εδώ λάμβανε χώρα και η αμοιβή της μαμής που δεν ήταν τίποτα άλλο απ’ το σαπουνάκι που ξέπλεναν τα χέρια τους ο ιερέας, ο κουμπάρος και η ίδια.
Θυμόταν στα τελευταία της και όταν πια είχε σταματήσει, όλες τις γυναίκες που είχε ξεγεννήσει, καθώς και τα παιδιά που είχε βγάλει και πιο πολύ τις περιπτώσεις εκείνες, που, όπως έλεγε, ερχόταν το παιδί ανάποδα ή είχε κινδυνεύσει η μάνα, γιατί υπήρχαν και αυτές οι περιπτώσεις.
Κλείνω όμως με αυτά, όπως τα άκουσα από αφηγήσεις της ίδιας, αλλά και άλλων, έχοντας βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου την ψηλή φιγούρα της, την κορμοστασιά της, το μαύρο μαντήλι και τη μορφή του προσώπου με τα μεγάλα έντονα ζωηρά χαρακτηριστικά, να στέκεται στο στασίδι της κάθε Κυριακή στον Άγιο Θανάση.
(Η θεια-Λεούσα η μαμή, στο τραπέζι με συγγενείς του νεοβαφτιζόμενου Βασίλη Γ. Κολλιντζογιαννάκη, έτος 1960)
Η προσφορά της θειας Λεούσας, όπως και πολλών άλλων ανθρώπων, δεν αναφέρεται πουθενά και δεν γίνεται καμία γραπτή μνεία από κανέναν.
Είναι μάλλον η πρώτη φορά, που γίνεται λόγος, έστω και από συναισθηματική παρόρμηση, για την παραδοσιακή απλοική της μορφή.
Δεν έχει όμως καμιά σημασία. Η μνήμη της τιμάται μέσα απ’ ψυχοχάρτια των γυναικών του χωριού, που τη γράφουν για να τη μελετάει ο παπάς τα ψυχοσάββατα και μέσα απ’ το κερί, που ανάβουν στο μνήμα της.
Παναγιώτης Π. Κατσούλης