14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821: Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΒΙΔΙΟΥ
Σε κάθε επέτειο της Παλιγγενεσίας, οδηγούμε το πνεύμα την ψυχή μας, αλλά και την μνήμη με ευλάβεια προς τον ένδοξο αγώνα του 1821, ο οποίος αποτελεί το ορόσημο της νεότερης εθνικής μας ιστορίας. Το 1821 αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της Ελληνικής ιστορίας που θα θυμίζει στις νεότερες γενιές που έρχονται τον συνεχή, σκληρό αγώνα, ανηφορικό, αλλά ένδοξο δρόμο, που έχει διανύσει το γένος των Ελλήνων.
Ξεχωριστός μέσα στο πάνθεο των αγωνιστών του «21» κι’ ο καπετάνιος Αναγνώστης Στριφτόμπολας, εγγονός και γιος παλαιών κλεφτών, που έπεσε στη μάχη του Λεβιδίου.
Ο καπετάνιος Αναγνώστης Στριφτόμπολας γεννήθηκε το 1778 και ήταν γιος του Αργύρη Στριφτόμπολα. Κατάγονταν, από το χωριό Μεσορρούγι της Κλουκίνας Καλαβρύτων, μικρανεψιός του Θ. Κολοκοτρώνη. Η γιαγιά του ήταν αδερφή του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη πατέρα του γέρου του Μοριά. Ο παππούς του Δημήτριος Στριφτόμπολας είχε γιο τον Αργύριο Στριφτόμπολα και αυτός είχε γιο τον Αναστάσιο και τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα τον ήρωα της μάχης του Λεβιδίου το 1821.
Οι γονείς του θέλοντας να τον διδάξουν τα όσα μπορούσε να σπουδάσει την εποχή εκείνη άνθρωπος τον έβαλαν κοντά σε αυστηρούς δασκάλους. Από τη φύση του επιμελής, έμαθε όσα του δίδαξαν και εκ των γραμματικών του γνώσεων έλαβε το όνομα «Αναγνώστης!» Περί την 13ην του μηνός Απριλίου συγκεντρώθηκαν όλοι οι γενναίοι Έλληνες στο Λεβίδι. με τους αρχηγούς τους Σωτ. Χαραλάμπη, Αναγνώστη Στριφτόμπολα, Βασίλειο και Νικόλαο Πετιμεζα, Σωτ. Θεοχαρόπουλο, Νικ. Σολιώτη και προετοιμάζονταν να εισβάλλουν στην καλά οχυρωμένη Τριπολιτσά να πολιορκήσουν τους εκεί εχθρούς των.
Στο Λεβίδι είχε προηγουμένως συσταθεί στρατόπεδο από τον Π. Αρβάλη, Γ. Μπηλίδα καπεταναίους της Τριπολιτσάς, από τους Καλαβρυτινούς Ασημάκη Σκαλτσά, Κωνστ. Πετιμεζά, τον Πιτσουνά από τη Στρέζοβα, το Θεoδ. Σακελλάριο και Αναγν. Ρηγόπουλο από του Φίλια, από τους ντόπιους καπεταναίους εκ των οποίων ανώτερος ήταν ο Αλέξιος Νικολάου Λεβιδιώτης, από τους καπεταναίους του χωριού Δάρα, όλοι περίπου τριακόσιοι.
Αφού έφτασαν οι Καλαβρυτινοί, οι μεν Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ. Θεοχαρόπουλος κατέλαβαν και κατέλυσαν στα σπίτια τα Δημητρακαίϊκα των αδερφών Σταμάτη και Αναγνώστη, οι Πετιμεζαίοι έμειναν στα Ρογαραίϊκα και Οικονομαίϊκα σπίτια, ο Νικ. Σολιώτης στα Σαμαντουραίϊκα του Παναγή και Κωνσταντή Ζορμπαλά και ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας κατέλυσε στα Αργυραίϊκα.
Αλλά την εποχή εκείνη οι Οθωμανοί της Τριπολιτσάς άρχιζαν να εφαρμόζουν ένα καταστρεπτικό σχέδιο. Δέκα χιλιάδες ιππείς και πεζοί οι εκλεκτότεροι και εμπειρότεροι του πολέμου, διηρημένοι σε τρεις φάλαγγες ήταν έτοιμοι να εκστρατεύσουν κατά της Πελοποννήσου. Η πρώτη φάλαγγα είχε σκοπό να πάει στην Κόρινθο να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους να καταλάβει τα παράλια και μέσω Ζαχώλης, Ακράτας και Αιγίου να φτάσει στην Πάτρα. Η δεύτερη να διέλθει από τη μεσόγειο Πελοπόννησο και μέσω Καλαβρύτων να ενωθεί με την πρώτη στην Πάτρα. Η δε τρίτη να διέλθει δια της Καρύταινας, Λεονταρίου, Φαναρίου, πύργου Γαστούνης και περνώντας από του Λάλα να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους, κατευθυνόμενη στην Πάτρα για την τελική συνένωση και συγκέντρωση των δυνάμεών τους.
Οι τούρκοι με αυτό το σχέδιο ήθελαν να υποτάξουν όλη την Πελοπόννησο. Ενώ ήσαν έτοιμοι πληροφορήθηκαν ότι στο Λεβίδι βρίσκονται τοποθετημένοι Κλέφτες (έτσι τους καλούσαν οι Τούρκοι τους αγωνιστές), έτοιμοι να εισβάλλουν στην Τρίπολη.
Έτσι την 14ην Απριλίου 1821 ημέρα Τετάρτη εξελθόντες άπαντες οι Τούρκοι, την 4ην ώρα μετά το μεσονύκτιο έφτασαν στο χωριό Κάψια μια ώρα απόσταση περίπου από το Λεβίδι. Αριθμούσαν οκτώ χιλιάδες πεζοί και δυο χιλιάδες ιππείς και υπολόγιζαν να διαλύσουν το εκεί στρατόπεδο.
Ακούσαντες από τους φρουρούς οι έλληνες ότι ξαφνικά έρχονται χιλιάδες Τούρκοι από την Κάψια συναθροίστηκαν όλοι στο σπίτι που έμενε ο Σωτ. Χαραλάμπης.
Αποφάσισαν να ειδοποιήσουν τους Καρυτινούς στρατιώτες που βρίσκονταν στο διάσελο της Αλωνίσταινας να έρθουν για βοήθεια. Κατά καλή τύχη στη Βυτίνα είχε έλθει ο Δ. Πλαπούτας με λίγους στρατιώτες. Ο Σολιώτης, Στριφτόμπολας πήραν του Κούκου το ρέμα και ανέβηκαν κατάραχα στο διάσελο του Σταυρούλη.
Αλλά οι έλληνες δεν μπόρεσαν να σταθούν στη μάχη κατά το μέρος της μεσημβρινής πλευράς του χωριού και ετράπησαν σε φυγή. Οι δε τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Οι έλληνες τρομαγμένοι έπιασαν διάφορα σπίτια και εκεί εκλείστηκαν όπου άρχισαν τον πόλεμο Όσοι κλείστηκαν στα σπίτια δεν γνώριζαν ότι οι σύντροφοί των έφυγαν και ενώ άρχισε η μάχη νόμισαν ότι ολόκληρο το σώμα πολεμά. Στα σπίτια των Δημητρακαίων και στο ληνό που είναι σαν πύργος κλείστηκαν ο Σωτ. Παπουτσής από το χωριό Μπετενάκι του Μουσάγα. Στα σπίτια των Ρογαραίων εκλείστηκαν και πολλοί Δαραίοι, ο Πανάγος Μονάντερος, οι αδερφοί Λαμπρόπουλοι Γεωργάκης και Αναγνώστης, ο Δημ. Τσέκος, ο Νικολέτος Ζακύνθιος και άλλοι.
Όταν οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά ο Δαριώτης Δημ. Δεληγιάννης, βαφτιστικός του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη με ένα σουβλί άνοιξε τρύπα και έφυγαν όλοι και πήγαν στο σπίτι του Αποστόλη Οικονόμου. Εκεί λαβώθηκε και ο Δαραίος Αναγνώστης Τσαβάρας περίφημος για την παληκαριά του. Στο Αργυραίϊκο σπίτι του Πανάγου ήταν κλεισμένος ο Αναγν. Στριφτόμπολας με άλλους Έλληνες.
Το σπίτι κυκλώθηκε πανταχόθεν από τους τούρκους και πολεμιόταν από τα γύρω σπίτια που είχαν κυριεύσει οι τούρκοι. Ο Αναγν. Στριφτόμπολας άνοιξε πολεμότρυπες και αυτός μοίραζε στους συντρόφους του φυσέκια για να πολεμούν. Όταν κάθισε κάποια στιγμή πάνω σ’ ένα βαρέλι και έδωσε τη φροντίδα της μάχης στον Κατριμουστάκη ένα βόλι πέρασε από τη πολεμίστρα τον πήρε στο λαιμό και έπεσε νεκρός. Τότε ο γερο-Κατριμουστάκης από το χωριό Μποτιά, παλαιός κλέφτης, σκέπασε επιτήδεια το νεκρό με την κάπα του και είπε στους μαχόμενους, ότι ο καπετάνιος κοιμάται, αλλά πολεμάτε εσείς εγώ θα σας δίνω φυσέκια.
Έτσι γίνονταν η μάχη μεταξύ των Τούρκων και των κλεισμένων Ελλήνων στα σπίτια που δεν ήταν περισσότεροι από εβδομήντα, έως ότου ήρθαν οι βοήθειες από τα έξω μέρη και από τη ράχι Λάκκα Μαυτρίλα και τη Μακράν κορυφή. Τουφέκισαν όλοι μαζί και φώναξαν στους κλεισμένους στο χωριό: «Βαστάτε και φτάσαμε. Ο Κολοκοτρώνης έρχεται”! Έφτασαν από το Κακούρι ο Σκαλτσάς και Θανάσης Δαγρές και φάνηκαν πάνω στο βουνό Ελληνίτσα που μαζί με τους Βυτινιώτες τουφέκισαν όλοι μαζί. Οι διασκορπισμένοι Έλληνες έξω του Λεβιδίου ακούσαντες τους τουφεκισμούς και τις φωνές των ερχομένων σε βοήθεια έλαβαν θάρρος και τουφέκισαν και το δάσος όπου ήσαν άναψε από τουφέκια.
Οι Τούρκοι βλέποντες ότι οι έλληνες θα τους αποκλείσουν ολόγυρα και ενώ άρχιζε να νυκτώνει και να βρέχει, φοβηθέντες άρχισαν να φεύγουν προς τον κάμπο. Τότε οι Έλληνες έπεσαν επάνω τους μαζί με τους κλεισμένους που απελευθερώθηκαν και τους κατεδίωξαν.
ΠΗΓΕΣ: Φωτάκου απομνημονεύματα της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Η λαϊκή μούσα τίμησε τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα
με τα παρακάτω άσματα:
Τρεις περδικούλες κάθουνται, Στη μέση στο Λεβείδι
Έχουν τα νύχια κόκκινα Και τα φτερά βαμμένα,
Η μια τυράει τη Κέρτεζη, Κ’ η άλλη της Κλουκίναις
Κ’ η Τρίτη η καλλήτερη, Μυριολογάει και λέει,
Τ’ είν’ το κακό που γίνεται, Στη μέση στο Λεβείδι
Κάνε βουνά γκρεμίζονται, Κάνε στοιχιά παλεύουν.
Μήτε βουνά γκρεμίζουνται, Μήτε στοιχιά παλεύουν,
Εκλείσαν τον Στριφτόμπολα, Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι.
Χίλιοι τον κρουν τη μια μεριά, Και χίλιοι από την άλλη,
Μια μπαταριά του δόκανε, Η μια μεριά κ’ άλλη,
Τρία βόλια τον επήρανε, Τα τρία φαρμακωμένα.
Το ένα τον πήρε στην καρδιά, Και τα άλλο στο πλεμόνι,
Το τρίτο το φαρμακερό, Τον πήρε στο καρύδι
Το στόμα του αίμα γέμισε, Κ’ η μύτη του φαρμάκι
Η γλώσσα του αηδονολαλεί, Σαν το χελιδονάκι,
Βρε που είσαι μπάρπα Κωνσταντή, Και ξάδελφε Βασίλη,
Και Νικολάκη γλήγωρε, Γκολφίνε αγαπημένε
Για βγάλτε τα’ αλαφρά σπαθιά, Και τα βαριά τουφέκια,
Ελάτε να με πάρετε, Απ’ των Τούρκων τα χέρια
Και αν πάτε από την Κέρτεζη, Περάστ’ από της Κλουκίναις
Κ’ ειδήτε τη γυναίκα μου, Τη μικροπαντρεμένη,
Πε της μη με καρτερή, Να μη μ’απαντυχαίνη
Να μην αλλάξη την Λαμπρή, Φλωριά να μη φορέση
Τ’εμένα με σκοτώσανε, Οι Τούρκοι Τριπολιτζιώτες.
Πήρα την πλάκα πεθερά, Τη μαύρη γης γυναίκα.
Και αυτά τα λιανολίθαρα, Πήρα γυναικαδέλφια.
“Ο Στριφτόμπολας στο Λεβίδι”
Τρείς περδικούλες κάθονται, μωρέ, στη μέση το Λεβίδι
Μα είχαν τα νύχια κό- άιντε, μπάρμπ’Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κό- μωρέ, κόκκινα
Μα είχαν τα νύχια κόκκινα, μωρέ, και τα φτερά βαμμένα
Είχαν και στα κεφά- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη κι Αντωνάκη,
κεφά- στα κεφάλια τους
Είχαν και στα κεφάλια τους, μωρέ, μαντίλια λερωμένα
Μοιρολογούσαν κι έ- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κι έ- μωρέ, κι έλεγαν
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογάν και λένε
Κείν’ το κακό που γίνηκε στη μέση το Λεβίδι
Σκοτώσαν το Στριφτόμπολα αυτόν τον Αναγνώστη.
Μα είχαν τα νύχια κό- άιντε, μπάρμπ’Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κό- μωρέ, κόκκινα
Μα είχαν τα νύχια κόκκινα, μωρέ, και τα φτερά βαμμένα
Είχαν και στα κεφά- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη κι Αντωνάκη,
κεφά- στα κεφάλια τους
Είχαν και στα κεφάλια τους, μωρέ, μαντίλια λερωμένα
Μοιρολογούσαν κι έ- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κι έ- μωρέ, κι έλεγαν
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογάν και λένε
Κείν’ το κακό που γίνηκε στη μέση το Λεβίδι
Σκοτώσαν το Στριφτόμπολα αυτόν τον Αναγνώστη.
Άφησε χήρα τη γυναίκα του, Αγγελική Στριφτομπολίνα, και ανεξακρίβωτο αριθμό παιδιών. Πάντως, ένα από τα παιδιά του, ο Γεώργιος Στριφτόμπολας, έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε μάχες της Επανάστασης.
Η μάχη λοιπόν του Λεβιδίου, ήταν «Μέγας Θεμέλιος Λίθος» του κολοσσιαίου οικοδομήματος της Ελληνικής ελευθερίας! Επί του θεμελίου αυτού λίθου, οι μετά ταύτα επιζήσαντες αγωνιστές έκτισαν την ελευθερία! την γλυκύτατη ελευθερία! Την ελευθερία εκείνη, την οποίαν εμείς σήμερα αναπνέουμε ασφαλείς μέσα στα φιλήσυχα σπίτια των πατέρων μας, αναφέρει ο Π. Ιατρίδης.
Χωρίς Σχόλια
Σχολιάστε