Back to top
Σάββατο, 28 Οκτωβρίου, 2017 στις 10:46μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | J.Arkas
Αριστ. Ρούνης: “Από το Aλβανικό έπος”

Απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΠΟΣ»

Του Αριστείδη Δημοσθ. Ρούνη

Αναπήρου του Αλβανικού μετώπου

 

…Ο Ελληνικός στρατός προελαύνει, κάθε τόσο νίκες. Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα…

Εμείς φεύγοντας από το Αργυρόκαστρο, συναντάμε το Γκολέμι, το Προγονάτι, τη γέφυρα της Τσεπούνας και φθάνουμε στις 13 Δεκέμβρη στο Κολώνιο απόγευμα. Ο λόχος φτιάχνει συσσίτιο, κρέας με μακαρόνια. Είχαμε αρκετές μέρες να πάρουμε συσσίτιο. Την ώρα που μπήκαμε στη γραμμή με τις καραβάνες χτύπησε συναγερμός. Χύνουν τα καζάνια με τα μακαρόνια. Το κρέας το έβαλαν σε σακιά. Φορτωνόμαστε τον οπλισμό μας και το γυλιό μας και φεύγουμε. Φτάνουμε στη χιονισμένη κορφή.

Από το απέναντι ύψωμα οι Ιταλοί μας έβλεπαν και μας έβαλαν με όλμους. Σβιν…σβιν, κάθε λίγο αλλά δεν μας έφταναν.

Περιμέναμε όλη την ημέρα απελπισμένοι αλλά και πεινασμένοι. Το απόγευμα ήρθαν στρατιώτες με κουραμάνες και το κρέας που κράτησαν στα σακιά. Μαζί τους ήταν και ο χωριανός μας Ντίνος Σταυρόπουλος, μάγειρας του λόχου. Πριν μας δοθούν τα τρόφιμα δόθηκε διαταγή να προχωρήσουμε για το Μαλι-Σπάτ και η διανομή των τροφίμων έγινε “εν βαδίσματι”. Ο καθένας έπαιρνε κρέας μια ρέγκα και ανά 4 μια κουραμάνα. Εγώ σαν δεκανέας πήρα την κουραμάνα. Προσπάθησα να βάλω το κρέας και τη ρέγκα στο σακίδιο και μοίρασα την κουραμάνα. Μα δεν πρόσεξα και η ρέγκα έπεσε έξω κι έμεινα χωρίς προσφάι. Ένας στρατιώτης μου έδωσε ένα κομμάτι από τη ρέγκα του και έφαγα το μισό ψωμί μου. Το άλλο το φύλαξα.

Φτάσαμε στον προορισμό μας. Ο κάθε λόχος έπιασε τη θέση του. Ο εχθρός ταμπουρωμένος στα αμπριά του μας περιμένει  και κει στο σκοτάδι όπως είμαστε, αυτοί μας βλέπανε και μας βάλανε συνεχώς, κυρίως με όλμους, οι οποίοι πέφτοντας στο χιόνι ευτυχώς δεν έσκαζαν όλοι. Εμείς δεν είχαμε πολεμικά μέσα να τους εξουδετερώσουμε, παρά μόνο τη λάμψη των  πολυβόλων τους βλέπαμε και τους πολεμούσαμε. Η μάχη είχε ενταθεί. Ο λοχαγός του 7ου λόχου τραυματίζεται θανάσιμα. Ζητάει λοχίες. Τον βάζουν σε κουβέρτα και προσπαθούν να τον φέρουν στα μετόπισθεν. Σκάει άλλος όλμος και τους σκοτώνει σχεδόν όλους. Ο λοχίας Χρήστος Κολλίντζας από το χωριό μας τραυματίζεται σοβαρά.

«Να αντικατασταθεί» λέει ο ταγματάρχης, με τον έφεδρο Α/γό Μαριώλο, μα σε λίγα λεπτά σκοτώνεται κι αυτός. «Ν’ αναλάβει ο Α/γός Αποστολόπουλος». Αυτός σκοτώθηκε μετά από καμιά δεκαριά μέρες. Υποχωρήσαμε λίγο και οχυρωθήκαμε άλλοι πίσω από πέτρες, άλλοι στο απυρόβλητο. Μέσα στα χιόνια και στο σκοτάδι. Χωρίς να βλέπουμε τίποτα και περιμέναμε.

Εγώ είχα μάθει από τη σχολή εφέδρων Αξιωματικών θεωρητικώς τον πόλεμο, αλλά στην πράξη δεν ήξερα ούτε είδα πολλά πράγματα, κι έτσι δε με βαστούσε ο τόπος. Νόμιζα πως έπρεπε να κινηθώ από τη θέση μου, να πάω σ άλλο σημείο, κάτι ν΄ ακούσω, κάτι να δω, κάτι να κάνω. Τι ήρθαμε εδώ στα βουνά της Αλβανίας να καθόμαστε μες΄τα κρύα χωρίς δράση. Ήταν η ώρα 10 το βράδυ όταν σηκώθηκα από κάποια μεγάλη πέτρα που ήμουνα με άλλους συμπολεμιστές να πάω πιο πέρα στο λοχαγό Ζήση του 6ου λόχου, να μάθω κάτι απ΄ αυτόν, να δω τι πρέπει να κάνουμε. Αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου κι έτσι σηκώθηκα απ τη θέση μου. Μα πριν προλάβω να κάνω πέντε βήματα, ένας όλμος σκάει δίπλα μου σε απόσταση 2-3 μέτρων και με χτυπούν τα βλήματα σ όλο το αριστερό μέρος του σώματός μου. Για μια στιγμή πέρασε η ζωή μου σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά από τα μάτια μου, σαν αστραπή. Θυμήθηκα το σπίτι μου… Νόμισα πως θα πεθάνω. Βάζω το χέρι στο πρόσωπό μου, που μ΄έτσουζε φοβερά και γέμισε αίματα. Στο μάτι μου είχα σκληρούς πόνους. Κάτι περίεργο έγινε όμως. Τα θραύσματα μου έκαναν τη ζημιά στο μάτι χωρίς να μου πειράξουν τα γυαλιά που φορούσα. Από ένστικτο έκανα λίγο πίσω και ζήτησα βοήθεια. Οι συμπολεμιστές μου έδεσαν λίγα από τα τραύματα με τον ατομικό μου επίδεσμο. Μου είπαν ότι αφού δεν έσπασαν τα γυαλιά, το μάτι μου δεν έχει τίποτα. Εγώ δε μπορούσα να καταλάβω αν έβλεπα γιατί ήταν σκοτάδι και ήμουν γεμάτος αίματα. Έμπηξα το όπλο μου στο χιόνι, απόθεσα το γυλιό μου κι όλα τα πράγματά μου, εκτός από μια κουβέρτα και τη ζωστήρα μου. Η παραμονή μου πλέον δεν είχε σκοπό. Γύρισα με δυο φαντάρους στο ορεινό χειρουργείο της Κολώνιας. Στο δρόμο ήταν ένας σκοτωμένος, τον κοίταξαν προσεκτικά και είπαν μεταξύ τους. Αυτός δεν είναι ο … ο χωριανός μας; Ναι του λέει ο άλλος. Άφησαν εμένα, βάζουν το νεκρό σε μια κουβέρτα και τον πήραν στα μετόπισθεν. Τότε συνάντησα τον ανθυπασπιστή Παπαντωνίου και του ζήτησα βοήθεια. Μου έδωσε δυο φαντάρους, που με στήριζαν και κατεβαίναμε σ’ ένα μονοπάτι στο χιόνι. Κάποιος τρέχοντας μας έσπρωξε να προσπεράσει. Σε δυο βήματα πιο κάτω μια ριπή τον χτύπησε στα πόδια. Ένα “ΟΧ” ακούσαμε και προσπεράσαμε. 30 νεκροί  και 40 τραυματίες σ, αυτή τη μάχη. Μεταξύ αυτών και ο Χρήστος Κολλίντζας που από τα τραύματά του έπαθε  γάγγραινα, όλη τη νύχτα μέσα στα χιόνια. Είπανε να του κόψουνε τα πόδια αλλά δεν δέχτηκε να ζει ακρωτηριασμένος, 20 χρονών παλικάρι και πέθανε στο νοσοκομείο της Άρτας, όπου και ετάφη.

Εμάς τους τραυματίες μας έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και μας έστειλαν στα νοσοκομεία. Στο Αργυρόκαστρο και μετά στα Γιάννενα. Την άλλη μέρα με βάζουν σ ένα κρεβάτι και μου έκαναν εξόρυξη του οφθαλμού, χωρίς να το ξέρω. Μια μέρα, κάπου βρήκα ένα κομμάτι καθρέφτη, και αφού σήκωσα τον επίδεσμο και με μεγάλη μου λίπη είδα ότι δεν είχα πλέον το μάτι μου. Από τότε έπεσα σε μελαγχολία, έγινα διαφορετικός και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα νεύρα μου.

Από τα Γιάννινα, μας πήγαν στη Πρέβεζα και με το καράβι Τόγιας στον Πειραιά. Ο  λαός ταλαιπωρημένος από τον πόλεμο, καρτερεί με αγωνία στο λιμάνι το καράβι με τους πρώτους τραυματίες από το μέτωπο. Καλωσορίζουν και ζητωκραυγάζουν τα τραυματισμένα παλικάρια. Ανοίγουν δρόμους να περάσουμε, μας αγκαλιάζουν, μας σφίγγουν τα χέρια και μας φωνάζουν «κουράγιο ήρωες». Τέτοια υποδοχή, τέτοιον ενθουσιασμό, δεν έχω δει πάλι στη ζωή μου. Σήμερα με την πάροδο του χρόνου, που τα πάντα δαμάζει, έχει μείνει λίγος σεβασμός στους ανάπηρους πολέμου.

Το κείμενο επιμελήθηκε ο Γιώργος Καρούντζος.

Σχολιάστε

Όνομα (υποχρεωτικό)

Email (υποχρεωτικό)

Τηλέφωνο

Σχόλια