Η ομιλία του Παναγιώτη Χαρ. Λολώνη για την φετινή επέτειο του ολοκαυτώματος και της μάχης της Βλαχέρνας
Η 74η επέτειος του ολοκαυτώματος και της μάχης της Βλαχέρνας
Από τον Παναγιώτη Χαρ. Λολώνη
Αξιότιμοι προσκεκλημένοι, αγαπητοί συμπατριώτες και συμπατριώτισσες, φίλοι και φίλες της Βλαχέρνας,
συγκεντρωθήκαμε εδώ σήμερα για να αποτίσουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής που πρέπει σε όσους πολέμησαν για να αποτιναχθεί ο ζυγός της Κατοχής από τη χώρα μας και σε όσους αναίτια έχασαν τη ζωή τους κατά το ολοκαύτωμα του χωριού και τα γεγονότα που επακολούθησαν αμέσως μετά.
Το ιστορικό των συμβάντων είναι λίγο-πολύ γνωστό σε όσους «πιστούς» έρχονται κάθε χρόνο για να συμμετάσχουν στην σεμνή τελετή για το ολοκαύτωμα του χωριού και τη μάχη της Βλαχέρνας: Στις 19 Ιουλίου 1944, υπήρξε μία εμπλοκή του 2ου Λόχου του 11ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε με την εμπροσθοφυλακή μίας γερμανικής φάλαγγας που κινείτο από την Τρίπολη προς την επαρχία Καλαβρύτων. Ο κύριος όγκος της φάλαγγας που ακολουθούσε, επέδραμε στο χωριό, άρχισε να καίει ένα-ένα τα 180 περίπου σπίτια του χωριού (εκτός από τέσσερα τα οποία, μάλλον από αδυναμία ή αβλεψία, γλύτωσαν καθώς και την εκκλησία του χωριού), σκότωσαν δύο γέροντες που είχαν απομείνει στο χωριό (το Δημήτριο Λολώνη και τον Τρύφωνα τον Κατσούλη), προπηλάκισαν έναν τρίτο (τον Ανδρέα τον Τζιώλα), ο οποίος πέθανε από τα τραύματα του λίγες ημέρες μετά, έκαψαν τις σοδειές που είχαν συγκεντρωθεί εκείνη την εποχή στα αλώνια κοντά στο χωριό, και προχώρησαν προς τα Μαζέικα, αφήνοντας πίσω τους τον όλεθρο και την καταστροφή. Τρεις μέρες αργότερα, ο 2ος Λόχος του 1ου Τάγματος του ΕΛΑΣ, με 70-80 περίπου άνδρες και διοικητή τον έφεδρο αξιωματικό Αντωνιάδη, έστησε ενέδρα στο ίδιο περίπου σημείο που είχε γίνει η εμπλοκή της 19ης Ιουλίου και παγίδευσε μία επερχόμενη γερμανική φάλαγγα πέντε οχημάτων καταστρέφοντας τα τέσσερα από αυτά και σκοτώνοντας όλους τους επιβαίνοντες στρατιώτες. Οι επιβαίνοντες στο πέμπτο αυτοκίνητο κατάφεραν να διαφύγουν από τον κλοιό και να βρουν καταφύγιο στο Λεβίδι. Συνολικός απολογισμός της μάχης: περί τους 52 Γερμανούς νεκρούς, έναν ελαφρώς τραυματία αντάρτη (τον Καραμανάκο Χρήστο), και σημαντικά λάφυρα σε ρουχισμό, υγειονομικό υλικό και εξοπλισμό για τους αντάρτες. Τη συγκεκριμένη μάχη ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στην περιοχή, με τρεις επιπλέον νεκρούς συγχωριανούς μας (τους Αναστάσιο, Γεώργιο και Θεόδωρο Κουτσούγερα) και απίστευτα βιώματα πανικού και αλλοφροσύνης που επικράτησαν στον κατατρεγμένο από τους κατακτητές ντόπιο πληθυσμό.
Πολλά θα μπορούσαν να λεχθούν και να γραφούν για τις πράξεις που χαρακτήρισαν τους κατοίκους του χωριού και τους μαχητές της μάχης της Βλαχέρνας εκείνες τις αποφράδες ημέρες του 1944. Προσωπικά, δεν θεωρώ τον εαυτό μου το πλέον κατάλληλο άτομο για να υπεισέλθω στην απαρίθμηση, αξιολόγηση, και σχολιασμό των εν λόγω πράξεων και γεγονότων, αφενός μεν, γιατί δεν έχω ιδία αντίληψη των πραγμάτων, αφετέρου δε, γιατί τα γεγονότα αυτά έχουν καταγραφεί εκτενώς και σχολιαστεί εμπεριστατωμένα τόσο από συμμετέχοντες ενεργά σε αυτά όσο και από ανεξάρτητους μελετητές. Εκείνο που θα ήθελα να κάνω στη σημερινή ομιλία είναι να επισημάνω ορισμένα σημεία αναφορικά με τη σημασία που είχε το ολοκαύτωμα του χωριού και η μάχη της Βλαχέρνας, τόσο για εμάς που καταγόμαστε από αυτήν όσο και για τους υπόλοιπους που δεν είναι από εδώ.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω γεγονότα λάμβαναν χώρα ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν φανερό ότι οι δυνάμεις του Άξονα θα έχαναν τον πόλεμο, οι δε σύμμαχοι είχαν αναλάβει την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα. Πράγματι, τον Ιούλιο του 1944, οι Σοβιετικοί είχαν ανασχέσει τους Γερμανούς στο Στάλινγκραντ, είχαν ανακαταλάβει σχεδόν το σύνολο της επικράτειά τους πριν από τον πόλεμο και προέλαυναν ολοταχώς στην Ανατολική Ευρώπη. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι προέλαυναν στην Ιταλία, η οποία είχε συνθηκολογήσει ήδη από το Σεπτέμβριο του 1943, είχαν προβεί επιτυχώς στην απόβαση στην Νορμανδία λίγες εβδομάδες νωρίτερα και είχαν αντιστρέψει τη ροή του πολέμου στον Ειρηνικό. Όλες αυτές οι επιχειρήσεις είχαν πρωτόγνωρες για την εποχή θυσίες σε ανθρώπινο προσωπικό (δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς) και τεράστιες υλικές καταστροφές σε όλα τα μέτωπα του πολέμου. Το ολοκαύτωμα του χωριού και η μάχη της Βλαχέρνας ήταν ένας μικρός κρίκος σε όλα όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη δική του ιδιαίτερη σημασία.
Γεννιέται, πολλές φορές, το ερώτημα γιατί εορτάζομε τη συγκεκριμένη επέτειο και γιατί δίνομε τόση σημασία σε αυτήν τη στιγμή κατά την οποία τόσο η συγκεκριμένη μάχη όσο και το ολοκαύτωμα δεν είναι στην πρώτη σειρά των γεγονότων που σημάδεψαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η απάντηση, κατά την άποψή μου, είναι ότι, η συγκεκριμένη επέτειος, πέραν των άλλων, μας βοηθάει, ως άτομα και ως κοινωνία, να συνειδητοποιούμε διαρκώς και να ενσωματώνουμε στο κοινωνικό μας DNA τις επιπτώσεις που έχουν στο ανθρώπινο είδος οι πόλεμοι και οι συρράξεις γενικότερα. Γιατί η ιστορία, ναι μεν μπορεί να μην επαναλαμβάνεται, εντούτοις, τιμωρεί αδυσώπητα όσους δεν διδάσκονται από αυτήν. Και σίγουρα δεν θα θέλαμε, ούτε εμείς ούτε τα παιδιά μας, να βιώσουμε όσα βίωσαν οι πρόγονοί μας εκείνες τις ζοφερές ημέρες του Ιουλίου του 1944.
Το πρώτο μεγάλο δίδαγμα που παίρνομε από το ολοκαύτωμα της Βλαχέρνας είναι ότι ο πόλεμος, ανεξάρτητα από το πώς εξιστορείται από τους αφηγητές, εξυμνείται από τους ποιητές και εξωραΐζεται από τους μελωδούς, πέφτει αδιακρίτως ως λαίλαπα επί δικαίων και αδίκων και δεν κάνει καμία διάκριση μήτε σε αρρώστους και γερούς, μήτε σε φτωχούς και πλούσιους, μήτε σε νέους και γέρους. Τρανταχτό παράδειγμα γι’ αυτό αποτελεί η περίπτωση του γέροντα Δημητρίου Λολώνη, ο οποίος, όντας ακινητοποιημένος από κάταγμα στο γοφό, έλεγε στη νύφη του που τον προέτρεπε να την ακολουθήσει στο φευγιό από το χωριό μετά την πρώτη εμπλοκή στις 19 Ιουλίου του 1944: «Γιατί να φύγουμε παιδί μου; Εμείς δεν τους πειράξαμε σε τίποτα…» Όντως, είχε δίκιο ο γέροντας στα λεγόμενά του. Πλην όμως, οι επελθόντες κατακτητές δεν έκαναν διακρίσεις σε αυτά και, έτσι, όταν οι συγχωριανοί μας, μετά την αποχώρηση των κατακτητών, επέστρεψαν στο καταστραμμένο χωριό, τον βρήκαν νεκρό λίγο έξω από το καμένο σπίτι του… Συνεπώς, στον πόλεμο δεν μετρά το αν φταις ή δεν φταις, αν έχεις πειράξει κάποιον ή όχι. Στον πόλεμο μπορείς να χάσεις τα πάντα εν ριπή οφθαλμού, χωρίς, μάλιστα, να έχεις τη δυνατότητα, πολλές φορές, ούτε καν να αντιδράσεις. Αυτό, ας το έχομε καλά υπόψη μας εμείς οι νεώτεροι, ιδιαίτερα όταν, έχοντας βιώσει μια από τις πλέον μακριές περιόδους ειρήνης στην ιστορία μας, όλο και πιο συχνά, αντιλαμβανόμαστε διάφορους γύρω μας να χρησιμοποιούν ρητορικές που διχάζουν έθνη και λαούς και προτρέπουν σε επίλυση διαφορών με εμπόλεμα μέσα.
Το δεύτερο πράγμα που μας διδάσκουν τα γεγονότα στη Βλαχέρνα τον Ιούλιο του 1944 είναι ότι τέτοιου είδους καταστάσεις αφήνουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στις ψυχές των ανθρώπων. Προσωπικά δεν έχω γνωρίσει κανέναν άνθρωπο που να έχει βιώσει τα συγκεκριμένα γεγονότα και να μην έχει επηρεαστεί βαθύτατα από αυτά, ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 74 και πλέον χρόνια. Στα λεγόμενα και στη συμπεριφορά όλων είναι διάχυτα ο φόβος, το δέος, ο αποτροπιασμός και η απέχθεια για όλα όσα συνέβησαν εκείνες τις ημέρες. Ειδικότερα, εντύπωση προκαλεί η περιγραφή, γραπτή σε ορισμένες περιπτώσεις, καταστάσεων στις οποίες μάνες, σύζυγοι, ή συγγενείς θυμάτων άκουγαν για πρώτη φορά τα κακά μαντάτα ή αντίκριζαν τη φρικτή εικόνα ενός δικού τους αδικοχαμένου προσώπου, όπως ήταν η περίπτωση της τραγικής μάνας του σκοτωμένου Γιώργη Κουτσούγερα (αλλά και άλλων). Επίσης, εντύπωση προκαλούν τα συναισθήματα που διακατέχουν τους αλλόφρονες από το ανελέητο κυνηγητό των εχθρών συγχωριανούς μας, όταν αντικρίζουν για πρώτη φορά το κατεστραμμένο από τη φωτιά βιός τους και συναισθάνονται το ζοφερό μέλλον που τους περιμένει, όπως ήταν η περίπτωση του Χρήστου Αν. Κουτσούγερα [1]. Τέλος, προκαλούν δέος και περισυλλογή οι περιγραφές για τα συναισθήματα που διακατέχουν τους μαχητές όταν με αγωνία περιμένουν, με το δάκτυλο στη σκανδάλη, να πολεμήσουν τον εχθρό ή να εφορμήσουν εναντίον του. Και είναι να αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να φτάνει σε τέτοιου είδους ακραίες καταστάσεις και να κάνει τέτοιου είδους φρικτά πράγματα. Είναι να αναρωτιέται κανείς πώς αισθάνονται άραγε οι μάνες όλου του κόσμου, που έχουν τραβήξει τα πάνδεινα για να γεννήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με κόπο και ιδρώτα, να τα έχουν γαλουχήσει με όνειρα και ελπίδες για ένα αξιοπρεπές και ονειρεμένο μέλλον και να μαθαίνουν ξαφνικά ότι όλα αυτά τελείωσαν με το κροτάλισμα μίας ριπής ή τον εκκωφαντικό κρότο ενός πυροβολισμού. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τις δικές μας τις μάνες, τις γυναίκες, τις αδελφές, τις κόρες, ή τις γιαγιάδες που έχασαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα σε τέτοιου είδους συνθήκες, αλλά και για αυτές των «άλλων», των εχθρών, δηλαδή, που και αυτοί είχαν ψυχή, άσχετο αν ήταν δύσκολο να τη διακρίνει κανείς κάτω από τα σιδερένια κράνη, πίσω από τις σκοτεινές μπούκες των όπλων και μέσα από τις άτεγκτες λειτουργίες των στρατιωτικών δομών. Είναι βέβαιο ότι και αυτές θα έκλαψαν και θα ένιωσαν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους όταν θα έμαθαν τα θλιβερά μαντάτα ότι τα δικά τους αγαπημένα πρόσωπα έχασαν πρόωρα τη ζωή τους σε έναν μακρινό και άγνωστο γι’ αυτούς τόπο. Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος και ο άνθρωπος θα πρέπει να τον αποφεύγει πάση θυσία.
Ένα τρίτο δίδαγμα που θα πρέπει να μας μείνει από το ολοκαύτωμα της Βλαχέρνας και τη μάχη εκεί είναι ότι οι κοινωνίες, και μάλιστα η Ελληνική, θα πρέπει να επιδεικνύουν ανωτερότητα και να αφήνουν πίσω τους, όσο και δύσκολο και αν είναι αυτό, το σκοτεινό παρελθόν των πολεμικών συγκρούσεων. Οφείλουν δε, να εργαστούν εντατικά στο να σμιλέψουν με ομόνοια και αλληλο-κατανόηση το μέλλον τους. Είναι, συνεπώς, άξια αναγνώρισης και σεβασμού η ενέργεια ενός από τους πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης, του Μανώλη του Γλέζου, πέρυσι στο Δίστομο, στο να δεχτεί τον πρέσβη της Γερμανίας να παραστεί στις σχετικές εκδηλώσεις, ως ένδειξη αναγνώρισης από πλευράς του πρέσβη των θλιβερών πράξεων που είχαν διαπράξει οι ομοεθνείς του στο εν λόγω μαρτυρικό χωριό μισό και πλέον αιώνα πριν. Το ίδιο πράγμα θα πρέπει να ισχύσει και για τη Βλαχέρνα που είναι επίσης ένα μαρτυρικό χωριό, όπως και για όλα τα μαρτυρικά χωριά της Χώρας. Όταν το κακό αναγνωρίζεται στη βάση του, στηλιτεύεται στη «καρδιά» του και τοποθετείται αμετάθετα στα χρονοντούλαπα της ιστορίας, οι κοινωνίες δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Αντίθετα, μπορούν να αισθάνονται βέβαιες και ασφαλείς για το μέλλον. Τέτοιου είδους παραδείγματα ανθρώπινης ανωτερότητας τιμούν το λαό μας και αποτελούν πρότυπα συμπεριφοράς, γιατί αφήνουν πίσω μας τις ζοφερές στιγμές του παρελθόντος και κτίζουν γέφυρες για τη συμφιλίωση μεταξύ των λαών και την εξάπλωση της αγαστής συνεργασίας μεταξύ των.
Ένα τέταρτο δίδαγμα που θα πρέπει να μας μείνει από τα γεγονότα του ολοκαυτώματος και της μάχης της Βλαχέρνας είναι ότι αυτά δεν προέκυψαν αυτοστιγμεί, ως μία κακή συγκυρία για τον τόπο μας. Αντίθετα, «κτίστηκαν» σταδιακά και έφτασαν στο απόγειό τους με τέτοιες απερίγραπτες συμπεριφορές βαρβαρότητας που όλοι μας, τουλάχιστον οι νουνεχείς άνθρωποι, απορρίπτουμε με φρίκη και αποτροπιασμό. Γιατί ο Ελληνικός λαός του 1940 ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί με τον τορπιλισμό της Έλλης στην Τήνο τον Αύγουστο του εν λόγω έτους ή τι είχε συμβεί με τον βομβαρδισμό πλοίων το Φθινόπωρο που ακολούθησε, για να καταλήξει στην απρόκλητη επίθεση των Ιταλών στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, στην επίθεση των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941, στην κατοχή, στην αντίσταση, στο κάψιμο του χωριού και στη μάχη της Βλαχέρνας. Τέτοιου είδους προκλητικές συμπεριφορές, δυστυχώς, φαίνεται να ξαναζωντανεύουν πάλι, εξ ανατολών αυτή τη φορά, και να μας ανασύρουν από το συλλογικό μας υποσυνείδητό τις ζοφερές εκείνες μνήμες της κατοχής και των ολοκαυτωμάτων που έζησε ο τόπος μας. Και αυτό αναφέρεται, γιατί, όπως η αλληλεγγύη που επιδείχθηκε μεταξύ των χωριανών εκείνες τις δίσεκτες ημέρες της καταστροφής του χωριού μας, έτσι και εμείς σήμερα θα πρέπει να επιδείξουμε την ίδια ή και περισσότερη αλληλεγγύη στα δύο στρατευμένα παιδιά μας βρίσκονται αυτή τη στιγμή αναίτια φυλακισμένα και αιχμάλωτα για 143 συναπτές ημέρες στις φυλακές της Ανδριανούπολης. Ο Ελληνικός λαός δεν θα πρέπει ούτε μία στιγμή να σταματήσει να επιζητεί την άμεση και ασφαλή επιστροφή τους στις εστίες τους και, μάλιστα, χωρίς να υπάρξει κανενός είδους συμβιβασμός όσον αφορά στις εθνικά πανάρχαιες αξίες, όπως είναι η χορήγηση ασύλου σε εκλιπαρούντες συνανθρώπους μας, οι οποίες αξίες έχουν βρει σήμερα πανανθρώπινη αποδοχή.
Τέλος, το σημαντικότερο δίδαγμα, είναι η παρακαταθήκη που έχει αφήσει η γενιά της κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στις νεώτερες γενεές. Η Εθνική Αντίσταση γεννήθηκε πρωτίστως για την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Ελλάδος που είχαν απολεστεί με την κατοχή της Χώρας από τους εχθρούς. Ο Ελληνικός λαός, ανεξάρτητα από τις όποιες προσωπικές πεποιθήσεις και αντιπαραθέσεις, αισθανόταν οργισμένος για την αναίτια και άδικη κατοχή του από τους κατακτητές. Είχε δε, την πεποίθηση ότι δεν του άξιζε τέτοια τύχη, ιδιαίτερα μετά τα όσα είχαν λάβει χώρα κατά το Έπος του ‘40. Οι δε κατακτητές του, ανεξάρτητα από τις όποιες χειρονομίες εγκαρδιότητας και φιλίας που έκαναν, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της παρουσίας τους εδώ, δεν ήταν ποτέ καλοδεχούμενοι ως τέτοιοι. Και αυτό το εισέπρατταν σε κάθε περίσταση. Ο Ελληνικός λαός τότε, μπορεί να μην είχε πλούτη, μπορεί να μην είχε πολιτική ή πολεμική ισχύ, αλλά είχε φιλότιμο και υπερηφάνεια Και αυτό του «έβγαινε» σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Όπως «βγήκε» και στην περίπτωση του γέροντα Τρύφωνα Κατσούλη, όταν ευθαρσώς αντιμίλησε στον Γερμανό που τον προπηλάκισε κατά τη διάρκεια του καψίματος του χωριού. Του στοίχισε βέβαια τη ζωή, αλλά το έκανε, όπως και πολλοί άλλοι έκαναν αντίστοιχα ή και πιο θαυμαστά πράγματα. Αναρωτιέμαι όμως αν κάτι τέτοιο ισχύει στις ημέρες μας, από εμάς και τα παιδιά μας, που διαδεχτήκαμε την εν λόγω γενιά των ανθρώπων της κατοχής και της αντίστασης. Γιατί, τι παράδοξο, πράγματι, ενώ η παλιά γενιά πολέμησε το κακό και τον κατακτητή, και κατάφερε, με εξαιρετικά οδυνηρές θυσίες και δυσθεώρητο κόστος, να επαναφέρει μία τάξη πραγμάτων και να βάλει τα θεμέλια για μια καλύτερη κοινωνία, εμείς, οι επόμενες γενιές, με μια εξαιρετικά εκτεταμένη σειρά άστοχων και ανορθολογικών επιλογών και συμπεριφορών, καταφέραμε να διαλύσουμε την όποια καλή εικόνα είχαμε κατά το παρελθόν και να υποθηκεύσουμε τις ζωές μας και το μέλλον των παιδιών μας σε πρωτόγνωρο για την οικουμένη βαθμό. Και αντί να συνειδητοποιήσουμε τα σφάλματά μας, να πάρουμε πάνω μας τις όποιες ευθύνες μας αναλογούν, να ανασκουμπωθούμε στη δουλειά για να εξέλθουμε μαχόμενοι από το τέλμα στο οποίο έχομε περιέλθει, παίρνουμε παγανιά τις γειτονιές του κόσμου, ως ταπεινοί επαίτες, ανάξιοι του ένδοξου παρελθόντος μας, και εκλιπαρούμε, με προτεταμένη την χείρα, για ολίγα «ψίχουλα» φιλευσπλαχνίας, πρωτίστως, (τι ειρωνεία!), από τους τότε κατακτητές μας, οι οποίοι δουλεύοντας, εν τω μεταξύ, με σθένος, υπομονή και επιμονή, έχουν ανανήψει οικονομικά και πολιτικά και παίζουν πλέον πρωταγωνιστικό και ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Τι κατάντια, αλήθεια, για εμάς, αλλά και τι απαξιωτική εικόνα δείχνουμε στους διάφορους λαούς της γης, οι οποίοι μας έχουν γνωρίσει μέσω της μακραίωνης και λαμπρής ιστορίας μας, να μας βλέπουν τώρα παραδομένους, σε άσχημη κατάσταση, άκοντες να πολεμήσουμε για τον τόπο μας και την αξιοπρέπειά μας, επιφυλακτικούς στο να πάρουμε πάνω μας τις τύχες μας και το μέλλον των παιδιών μας, απρόθυμους να φανούμε συνεπείς στις υποσχέσεις μας και τις υποχρεώσεις μας, και επιρρεπείς στο να παρατήσουμε τις «Θερμοπύλες» της σύγχρονης ιστορίας μας και να «μηδίσουμε» μακριά, προσφέροντας τις οποίες, ευτελείς πολλές φορές, υπηρεσίες μας στους «άλλους». Ε, αυτό, δεν νομίζω ότι αντικατοπτρίζει το όραμα και τις προσδοκίες των μαχητών της μάχης της Βλαχέρνας, ούτε και της πλειοψηφίας των τότε κατοίκων της (υποθέτω). Αντίθετα, οι άνθρωποι αυτοί οραματίζονταν μια ισχυρή και δίκαιη Ελληνική κοινωνία, η οποία θα ετύγχανε επαξίως του σεβασμού και της εκτίμησης όλων των εθνών, όπως είχε γίνει, άλλωστε, και με το Έπος του ‘40. Ας παραδειγματιστούμε, λοιπόν, εμείς οι νεώτεροι από όσα ευγενή ιδανικά διέπνεαν τους ανθρώπους εκείνους και ας εργαστούμε με όλη μας την ψυχή και τη δύναμη, στο να αποκαταστήσουμε, έστω και τώρα, την τρωμένη τιμή και υπόληψη της Χώρας μας. Όταν το κάνουμε αυτό, θα έχομε εκπληρώσει το καθήκον μας ως άνθρωποι και ως Έλληνες έναντι των προγόνων μας, και δη των μαχητών της της Βλαχέρνας και των θυμάτων του ολοκαυτώματος αυτής. Θα έχομε δε, συμβάλει τα μέγιστα στο να επαναπαυθούν οι ψυχές αυτών και να έχουν πραγματοποιηθεί τα ευγενή οράματά τους εις τους αιώνας τους αιώνων. Αμήν.
[1] Αναφορά στο βιβλίο «Τίμιοι αγώνες 1940-1949» του Χρήστου Αν. Κουτσούγερα, σελ. 117-121.