Οι ποιότητες χασίς ήταν τρεις: η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη. Η πρώτη ποιότητα ήταν η φούντα, η δεύτερη ήταν τα φύλλα που είναι κοντά στη φούντα και είναι μικρά και τρυφερά με πολύ λάδι και η τρίτη είναι τα πιο κάτω φύλλα, που είναι πιο σκληρά, πάντα όμως προς τις κορυφές του φυτού, και δεν έχουν πολύ κανναβέλαιο. Η φούντα είναι το λουλούδι στην κορυφή της κάθε κλάρας που καρπίζει και βγάζει το κανναβούρι. Το χασίσι θερίζεται όταν καρπίσει η φούντα που βγάζει τον σπόρο για αναπαραγωγή και για άλλες χρήσεις. Τη φούντα την τρίβουν, την κοσκινίζουν να πέσει κάτω ο καρπός και μερική σκόνη από το άνθος. Η φούντα με τα τελευταία φύλλα τρίβεται με τις μάκινες (ειδικά εργαλεία), κοσκινίζεται και τσαπελιάζεται, μπαίνει δηλαδή σε ειδικές θήκες όπου πρεσάρεται με αρκετή πίεση, χαράσσεται και βγαίνουν πλάκες όμοιες με πλάκες σαπουνιού. Αυτή είναι η πρώτη ποιότητα με το ναρκωτικό που καπνίζουν οι ναρκομανείς (μαστούρηδες, χασισοπότες). Η δεύτερη ποιότητα γίνεται και αυτή σε πλάκες, αλλά διαφέρει από την πρώτη σε όγκο και μέγεθος. Η τρίτη ποιότητα είναι από τα φύλλα που ανέφερα πιο πάνω, τα οποία τρίβονται, κοσκινίζονται, φεύγει το σκύβαλο, δηλαδή ο κορμός του φύλλου και μένει το φύλλο, τριμμένο σε μικρά κομματάκια. Αυτό το χρησιμοποιούσαν και σαν ταμπάκο που το ρουφούσαν από τη μύτη, αλλά χρειαζόταν άλλη επεξεργασία, όπως γίνεται με το ταμπάκο. Η δεύτερη και τρίτη ποιότητα καπνιζόταν μικτά σε ναργιλέδες. Βέβαια, ο καπνός δεν είναι ναρκωτικό όπως το χασίς, μα αυτό το έσμιγαν για να κάνουν πιο βαρύ το χαρμάνι. Αυτή η τρίτη ποιότητα έμπαινε σε σακιά των 44 οκάδων (ένα καντάρι στατήρας), 55 χιλιόγραμμα, σφραγιζόταν με μολυβένια ασφάλεια και εξαγόταν. Η πρώτη και η δεύτερη ποιότητα συσκευαζόταν σε ξύλινα κιβώτια των 25 και 30 οκάδων βάρος.
Αποξήρανση κάναβης στον Μαντινειακό κάμπο, αρχείο ΧΡΗΣΤΟΣ Η. ΜΗΤΣΙΑΣ
Οπωσδήποτε, η εξαγωγή αυτού του εμπορεύματος ελεγχόταν από το Κράτος ως προς την ποιότητα και την ποσότητα. Η καλλιέργεια του χασίς στην χώρα μας γινόταν σε περιοχές που είχαν πολλά νερά και τα κτήματα ήταν ποτιστικά. Εκεί το φυτό αναπτυσσόταν και γινόταν ολόκληρος θάμνος με πολλές κλάρες που η κάθε κάρα άνθιζε στο πάνω μέρος. Αυτό το φυτό αρχικά σπερνόταν σε μέρη με πολλά φουσκιά και προφυλασσόταν από τις καιρικές συνθήκες. Αυτό γινόταν σε κήπους περιφραγμένους για καλή θερμοκρασία που τους έλεγαν «τζάκια», «βραγιές», «φυτώρια» και άλλες ονομασίες κατά τόπους και περιοχές. Αυτό το φυτό όταν αναπτυσσόταν σχετικά έλεγαν ότι «ψήθηκε» και πως ήταν έτοιμο για μεταφύτευση. Το χασίς μεταφυτευόταν στα χωράφια όπως γίνεται σήμερα η μεταφύτευση του καπνού. Ας σημειώσουμε πως στα ξερικά χωράφια, δηλαδή σε περιοχές που δεν ποτίζονταν, το φυτό αναπτυσσόταν λιγότερο, μα έβγαζε ποιότητα άριστη και ο παραγωγός-αγρότης πληρωνόταν με διαφορετική τιμή. Το φυτό της χασισιάς το διαχώριζαν ανάμεσα σε ήμερο και άγριο, θηλυκό και σερνικό. Όταν ο σπόρος έπεφτε στα τζάκια, φύτρωνε και αναπτυσσόταν, μα δεν ξεχώριζε το σερνικό από το θηλυκό. Όταν όμως μεταφυτευόταν και μεγάλωνε, το σερνικό έβγαινε μονόκλωνο και δεν αναπτυσσόταν όπως το θηλυκό. Τότε τα χωράφια βοτανίζονταν, ξερίζωναν δηλαδή το σερνικό γιατί θεωρείτο άχρηστο και αραίωναν τον χώρο για να αναπτυχθούν τα θηλυκά που άνθιζαν και έδιναν την φούντα. Τα ζώα δεν έτρωγαν το χασίσι, γι’ αυτό μέσα αμόλαγαν πρόβατα οι τσοπάνηδες και έβοσκαν τα άγρια χόρτα. Το χασίσι είναι γνωστό πως καλλιεργείτο σε όλη την Ελλάδα και ιδιαιτέρως στην Αρκαδία, που οι ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου έβγαζαν εξίσου καλή ποιότητα και μεγάλη ποσότητα.Όλες αυτές οι περιοχές ήταν κατάφυτες κάθε χρόνο από την ινδική κάνναβη, το γνωστό χασίσι. Το προϊόν ήταν επικερδές αφού ευδοκιμούσε στην περιοχή και καλλιεργείτο με επιμέλεια για τα προϊόντα του, από τη στιγμή που τα εργατικά χέρια ήταν πολλά. Στην χώρα μας, όπως ξέρουμε, το χασίσι το καλλιεργούσαν και το επεξεργάζονταν μόνο για εξαγωγή, ιδιαιτέρως στις αραβικές και αφρικανικές χώρες, δηλαδή το ναρκωτικό χασίσι (ή κάνναβη) που κάπνιζαν και καπνίζουν οι άνθρωποι που είναι ναρκομανείς ως ένα σημείο.
Πριν από το χασίσι που ήταν το πολυτιμότερο και πανάκριβο είδος, το φυτό προσφέρει και τον καρπό αναπαραγωγής και τροφής για τα οδικά πουλιά που τρέφονται στα κλουβιά, όπως καναρίνια, καρδερίνες, λούγαροι, φανέτα, κοκένα, κι ένα σωρό ακόμα πουλιά τροπικών χωρών, αλλά και εγχώρια. Το φυτό του χασίς και ειδικά η ινδική κάνναβη που παράγει την κανναβίνη, είναι μονοετές και αναπτύσσεται σε γιγάντιο φυτό που φτάνει τα δύο μέτρα ύψος και μοιάζει σαν θάμνος. Το καννάβι προέρχεται από την Ασία και τις Ινδίες, όπου καλλιεργείται συστηματικά για τα προϊόντα του. Αυτό που παράγει την κανναβίνη είναι ήμερο και έπειτα από ειδική επεξεργασία βγαίνει το λάδι. Ένα είδος λαδιού που χρησιμοποιείται για ζωγραφική και για βαφές και που ονομάζεται κανναβέλαιο. Από την ήρεμη χασισιά που ξεχωρίζει η σερνικιά από τη θηλυκιά, βγαίνουν οι ποιότητες φυτικών ινών (κλωστών) που είναι πολύ λεπτές και αποτελούν το γνωστό καννάβι που πουλιέται στο εμπόριο και χρησιμοποιείται για τις υδραυλικές εγκαταστάσεις. Από τις ίνες της κάνναβης πλέκονται και κρέμονται διάφορα σχοινιά, χοντρά ρούχα, χαλιά, στρωσίδια. Στην χώρα μας, όταν θέριζαν το χασίς έπαιρναν τους κορμούς και τις κλάρες του φυτού και με μια ειδική προεργασία που θα αναφέρω πιο κάτω έφτιαχναν τα υφαντά στον αργαλειό. Η προεργασία του χασίς ήταν πολύ κουραστική προκειμένου να βγουν οι ίνες. Έριχναν τα δεμάτια (δέματα) στο νερό επί 10 έως 15 ημέρες, έως ότου μουλιάσουν (φουσκώσουν) και σαπίσουν σχεδόν η φλούδα και η ψίχα του κορμού και της κλάρας. Άνοιγαν τα δεμάτια και μία-μία κλάρα τις καθάριζαν, τις τίναζαν, τις έπλεναν πολλές φορές και έβγαζαν τις ίνες, ψηλές, χοντρές, πιο χοντρές κ.ο.κ.
Στην χώρα μας τότε δεν υπήρχαν βιοτεχνίες να επεξεργαστούν συστηματικά τις ίνες του χασίς. Η κάθε νοικοκυρά έκανε μόνη της την προεργασία και την ύφανση ή το πλέξιμο. Τόσο κουραστική και ακάθαρτη ήταν η προεργασία της χασισιάς (που την έλεγαν κασισιά) που βγήκε η παροιμία: «Ετράβηξε του λιναριού τα πάθη». Όση διαδικασία έχει το λινάρι, άλλη τόση έχει και η χασισιά. Τα υφαντά που έφτιαχναν οι γυναίκες ήταν οι ψάθες που έστρωναν στα πατώματα και τις έλεγαν κασισιές. Επίσης ύφαιναν τους ντορβάδες για τα ζώα και άλλα χοντρά ρούχα. Ήταν γυναίκες που εξασκούσαν το επάγγελμα της υφάντρας, έφτιαχναν τους σάκους που έβαζαν το λιοκόκκι προκειμένου να μπει στο πιεστήριο και να βγει το λάδι. Οι σάκοι αυτοί πωλούνταν στα λιοτρίβια (ελαιοτριβεία) και ήταν τόσο στέρεοι που άντεχαν στις πιέσεις και στο καυτό νερό. Τους σάκους αυτούς τους έλεγαν «τσόλια», «ντορβάδες», «φακέλους» κ.ο.κ. Έπλεκαν ακόμη σκοινιά πλεξούδες και τα χρησιμοποιούσαν για το δέσιμο των ζώων προκειμένου να φορτώσουν. Γίνονταν τόσο στέρεα τα σχοινιά αυτά που τα έλεγαν «βοϊδόσκοινα». Αυτά τα πλεκτά σχοινιά τα αντικατέστησαν οι τριχιές. Την ίδια επεξεργασία έκαναν και στο «σπάρτο», το άγριο φυτό το οποίο βλέπουμε να ανθίζει και να βγάζει ένα κίτρινο λουλούδι. Το σπάρτο βγάζει κι αυτό ίνες (κλωστές) όπως η χασισιά.
Την καλλιέργεια του χασίς στην χώρα μας την κατήργησε ο Αλέξανδρος Παπαναστάσης όταν ήταν υπουργός Γεωργίας. Ο μεγάλος αυτός άνδρας προέβλεπε πως το προϊόν αυτό θα έφερνε πολλά δεινά στην χώρα μας, αργότερα με την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν γεγονός πως όταν το χασίς καλλιεργείτο στην Ελλάδα, κανείς δεν κάπνιζε αυτό το ναρκωτικό-τσιγάρο, γιατί ο λαός ήταν αγνός, ηθικός, συνετός, θρησκευόμενος, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων σε μεγάλες πόλεις. Το 1921, όταν έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή και ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες, άρχισε να καπνίζεται το χασίσι, γιατί το κάπνιζαν αυτοί στη Μικρά Ασία.
Τάκης Ρούνης
Ποιητής-Λαογράφος
Πηγή: Εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (φύλλο 113/2019)