Ο δημόσιος δρόμος ήταν η πίστα που παίζαμε όλα μας τα παιχνίδια. Παιχνίδια όχι βέβαια σαν αυτά που έχουν σήμερα οι νεολαίοι. Αυτά δεν είναι τίποτα.Ένα στεφάνι από τυροβάρελο μπορούσε να μας δόσει μεγαλύτερη χαρά από αυτή που δίνει σήμερα ένα αυτοκίνητο Ηonda ή ένα Τζιπ SUZUKI ή μια μηχανάρα τούρμπο DUCATI. Εμείς είχαμε άλλα πράγματα. Με μια μαγκούρα φτιαγμένη από σκληρό σύρμα, κυλώντας το στεφάνι, ξεκινάγαμε από την εμπατή του χωριού, φτάναμε μέχρι τη διακλάδωση και πάλι πίσω λαγκοδέρνοντας.Ήθελε τέχνη και προπόνηση για να οδηγήσεις ένα στεφάνι και μη γελάτε. Να κυλάει όρθιο, γιατί βάιζε πότε δεξιά και πότε ζερβά. Μερικές φορές είχαμε και παραμαζόματα. Ποιος θα πάει και θα γυρίσει πρώτος. Φυσικά κέρδιζε όποιος ήξερε πουλάλα.
Τι; Δεν είχαμε αυτοκίνητα; Βεβαίως και είχαμε. Τα καροτσίνια. Παίρναμε ένα άροζο κούτσουρο (συνήθως κρυφά), από την τρακάδα που ήσαν τα καψόξυλα και το πηγαίναμε στην κορδέλα για να μας κόψει ο μάστορης ρόδες. Φυσικά με χίλια παρακάλια και με το αζημείωτο αφού θα του κάναμε κανα θέλημα. Γι’ αυτό βάναμε το Χρήστο που ήταν σ’αυτά μαλιγούρδας. Τρουπάγαμε λοιπόν τις τέσσερες ρόδες στο κέντρο και περνάγαμε μέσα έναν πύρο. Ενώναμε τους πύρους με ένα πάτωμα από παΐδες και για τιμόνι δέναμε δεξιά και αριστερά, τον μπροστινό πύρο, με ένα κομμάτι από τριχιά, σαν γκέμια ας πούμε, και το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο για κυκλοφορία. Χωρίς σκοτούρες για άδεια κυκλοφορίας,ΚΤΕΟ ή κάρτα καυσαερίων. Για κάρτα καυσαερίων δεν είμαι σίγουρος αν χρειαζόταν γιατί από το πολύ το τσιούλημα ,στις μεγάλες αποστάσεις,ο πύρος έβγαζε καπνό,τύκλωνε ο τόπος που πολλές φορές μάλιστα άναβε φωτιά. Αυτό μας έβαζε σε μεγάλους μπελάδες γιατί μας αχρήστευε τις ρόδες και άντε να ξανακόψεις άλλες. Γι’αυτό, στον πύρο, κάθε τόσο, ρίχναμε λάδι μεταχειρισμένο, μαύρο, από την κορδελομηχανή, από αυτό που ο κορδελάς λάδωνε την πριονοκορδέλα. Κατά τα άλλα, ανέξοδα. Δεν είχαμε ανάγκη ούτε από βενζίνη ούτε από πετρέλαιο. Ας ήταν καλά αυτός που μας έσπρωχνε. Γινόταν βέβαια και αλλαγή. Αυτός που έσπρωχνε καθόταν μετά στο τιμόνι. Του Γιώργη, ο θείος, που ήταν μαραγκός, του είχε φτιάξει και κουβούκλιο που όταν εμείς οι άλλοι το είδαμε μας βάρεσε νταουζάκος. Γυρίζαμε γύρω-γύρω και το γκουρλοματιάζαμε. Αυτά τα παιχνίδια τα παίζαμε ακόμα και γκοτζιάμου νταβλαράδες. Και μη νομίζει κανείς ότι αυτά ήταν όλα κι όλα τα παιχνίδια μας. Λάθος μέγα. Και μπάλες είχαμε και γήπεδα και απ’ όλα. Μόνο που το τόπι ήταν από ρουμπιά. Ένα κομμάτι γερό ρουμπί, αν είχαμε καραβόπανο (αρπάζαμε στη ζούλα κανα ρετάλι από το σαμαρτζή), ακόμα καλύτερα. Το παραγεμίζαμε με κουρέλια και μας το’ ραβε η μάνα μας γύρω-γύρω όπου γινόταν άλλοτε στρογγυλό και άλλοτε στραβοσάγονο. Το ίδιο έκανε. Μια χαρά ήταν. Τη δουλειά την έκανε. Πολλές φορές μάλιστα αντί για τόπι βάναμε…ένα κότσιαλο!!
Και γήπεδα είχαμε για να παίξουμε ποδόσφαιρο. Στα χωράφια, που έτσι και δεν ήταν ξελιθαρισμένα χτυπάγαμε τα νύχια μας στα λιθάρια και τα πόδια μας ήταν γεμάτα πληγές.Πολλές φορές μάλιστα,ήταν τέτοιο το πάθος μας που δεν περιμέναμε να σπαργουνιάσει η πληγή. Την κατουράγαμε και…περδίκι!! Ούτε ψίλος στον κόρφο μας. Συνεχίζαμε για να μην χαλάσουμε και το παιχνίδι. Δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα που μαλώναμε γιατί είχαμε βάλει γκολ… με πέτρα. Την ξεγαστουκάγαμε στη φούρια μας κατά λάθος…αντί για το τόπι. Τα πόδια μας ήσανε τροχίλια. Τα νύχια μας σάψαλο. Από την ξυπολυσιά ακόμα και λιθαροπάτη βγάζαμε. Μεγάλο μπελά που μας έβγαζε έξω από το παιχνίδι πολλές αγωνιστικές. Αν σκιζόταν το παπούτσι το μποροκλίζαμε αμέσως όπως–όπως. Δέναμε τη σόλα σουρτοθήλι με κλονά ή με σύρμα που βγάζαμε, επί τόπου, κρυφά από κανα φράχτη και συνεχίζαμε το παιχνίδι. Πολλές φορές, αν το βάρεμα ήταν σοβαρό παίρναμε τον τραυματία καλικούτσια και τον πηγαίναμε στο σπίτι του.
Μεγάλη χαρά είχαμε και με άλλα παιχνίδια. Την αμπάρτσα τον κλίτσικα, το Λεωνίδα, τις αμάντζες, τη μακριά γαϊδούρα, το τοκάτσι, τη γουρουνίτσα την κουρμπανιά και πάρα πολλά άλλα. Μερικές φορές τα βράδια, όταν μούσγωνε ή όταν έβρεχε και δεν μπορούσαμε να παίξουμε όξω, κάναμε παρέες και παίζαμε μπίζ, στουμποχέρι, τσμπιριώτισσα, βίζιουλα κ.α. Όλα αυτά τα παιχνίδια τα παίζαμε εμείς τα παιδιά της τότε εποχής αλλά και αργότερα και μας έδιναν χαρά που δεν περιγράφεται. Τα δίσεκτα και χαλεπά χρόνια της κατοχής και ψωμί τρώγαμε και γλυκά και φαγητό και για απεριτίφ μια κουταλιά μουρουνόλαδο που όταν ερχόταν η ώρα να το καταπιούμε κρυβόμαστε στην άκολη την τρούπα για να μη μας βρούνε ή μας ξετρύπωναν από τον αχυριώνα. Και πάλι έπρεπε να μας τάξουν λαγούς με πετραχήλια για να το πιούμε.
Δεν ξέρω γιατί κάθε φορά που περιγράφω κάτι, αναγκάζομαι να το εξηγώ. Ας τα κάνω λοιπόν λιανά. Όταν κάψανε οι γερμανοί το χωριό, κάηκαν και τα σιτάρια που ήσαν στα κασόνια ή χωμένα σε καταφύγια. Το σιτάρι, το μισό σπυρί ήταν μαύρο, καημένο, και το άλλο μισό ίσια που ροϊδίνιζε. Το αλέθαμε και το κάναμε μαύρο ψωμί. Πώς μύριζε; Μα σαν πεντασπάνι! Και μιας και είπα πεντασπάνι,…είχαμε και πεντασπάνι. Τα γκόρτσα αχλάδια, τις ζούλες, τα ξεραίναμε τα αλέθαμε και τα κάναμε και αυτά ψωμί!! Αυτό το κέικ πολλές φορές σφύριαζε μέσα μας, η κοιλιά μας γινόταν τάμπαρο και για να μαλακώσει, μαζί με τα άλλα γιατροσόφια και ματζούνια που πίναμε, πολλά παιδιά είχαν πιει και γαϊδουρόγαλο που έλεγαν ότι ήταν σωτήριο για τέτοιες ανημπόριες. Ψωμί για να φτιάξουμε είχαμε και άλλες επιλογές. Από βελάνια! Ναι,ναι, καλά ακούσατε. Από βελάνια!!! Το καρβέλι από βελάνια ήταν σαν σαπούνι. Βλέπαμε, σπάνια, μερικά παιδιά να κρατάνε άσπρο ψωμί και μας έπιανε μαρμάγκα. Όσο για φαγητό πολλές φορές πηγαίναμε και παίρναμε από αυτό που μοιράζανε στα συσσίτια. Συνήθως φακές ή ρεβύθια, που ήταν γεμάτα μπαμπουγέρια και όταν τα έβραζαν στο λεβέτι, μόλις ζεσταινόταν το νερό, στο πάνω μέρος του καζανιού κόρφιαζαν τα ζωίφια που έβγαιναν μέσα από τα σπόρια. Ακόμα και πίγουλη έβραζαν που μέσα στο λεβέτι την έκοβες με το πριόνι. Πολλές φορές για να αδειάσει το λεβέτι και να ξεμπερδεύουν αυτοί που μοίραζαν γλήγορα, μας ντάβλωναν ένα ντέλο και η μουρχούτα ή το αλουμινένιο πιάτο ξεχείλαγαν και διαγουμιόταν στο δρόμο το μαγείρεμα. Μερικοί έφεναν χερότεσα για να πάρουν φαΐ για όλη τη φαμελιά.
Τυχεροί ήσαν όσοι είχαν πρόβατα ή γίδια. Λιγοτάρικα βέβαια τα κοπάδια και χωρίς μεγάλα στανατόπια.Την παίρναγαν όμως κοκάνι.Με το γάλα τους,την κολόστρα, το κορκοφίτζι,τα συγκάθια τη στριγκλιάτα και άλλα. Μερικοί έπιναν και άβραστο τυρόγαλο. Χώρια το τυρί και τη διαργούτη. Περίσσευε να πάνε στις γιορτές στον Παπά, στο Δάσκαλο στη Μαμή και στον αγροφύλακα. Τι ήταν η Μαμή; Ελάτε τώρα! Αυτή μας που ξεγεννούσε. Μεγάλη μας μέρα ήταν όταν έβγαζαν τα σιδερένια βαρέλια που άδειαζαν όταν μοίραζαν τη γλυκόζη που είχαν μέσα. Παραφυλάγαμε καραούλι εμείς τα παιδιά και τρέχαμε ποιος θα φτάσει πρώτος στο βαρέλι, με αναφανταλιές, γιατί αυτός θα είχε το πλεονέκτημα να μπει πρώτος και να αρχίσει το δαχτύλισμα μαζεύοντας με το δάχτυλο τη γλυκόζη που είχε κολλήσει στον πάτο ή στα πλαϊνά του βαρελιού. Να βάλουμε στο στόμα μας, στον καταπίτη,έστω και μια τζιτζίνα να γλυκαθούμε. Συνήθως τουρλοκολιάζαμε το βαρέλι για να μπούμε μέσα και να φτάσουμε τη γλυκόζη. Παλεύαμε σαν τα γκατζιόνια. Ο Γιώργης μια βολά, στη βιασύνη του, ασυγκράτητος, για να πιάσει πρώτος δουλειά, με το ζαρμπί του, ανέβηκε ακουμπέτι απάνου στο βαρέλι,προτού το ρίξουμε κάτου, έπεσε κατωκέφαλα μέσα και έβαλε τα σκουσμάρια. Είδαμε και πάθαμε για να τον βγάλουμε. Όταν βγαίναμε από το βαρέλι τα σκουτιά μας κόλλαγαν, και τα μαλλιά μας, που ακούμπαγαν στα πλάγια του βαρελιού, δεν ξεκόλλαγαν από το κεφάλι μας.
Οι μεγάλοι, όταν μας μπλουστρίζανε σ’ αυτό το φαγοπότι, μας μάλωναν και μας κυνήγαγαν. Ρε κονταρεμένα θα σας πιάσει τίποτα. Φεύγατε από κει ρε αχρόνιαγα γλήγορα. Στάσου να σε πιάσω ρε σιταροφαγωμένο. Εμείς όταν τσουλαφιαζόμαστε λακάγαμε. Πολλές φορές όμως, μας έβρισκαν μέσα στο βαρέλι, μας έπιαναν από την ασκούτα, μας τράβαγαν όξω, τρώγαμε και καμιά μπούφλα και είχαμε κακά ξεμπερδέματα.
Αργότερα με τα χρόνια, όταν ησύχασαν τα πράματα είχαμε βέβαια άλλες δυνατότητες. Ψωμί σιταρένιο,χάσικο και τη μπομπότα που ήταν βέβαια γιορτινό ψωμί. Μην αρχίσουμε τώρα για το Γυμνάσιο που παίρναμε ένα ταγάρι στην πλάτη με ένα καρβέλι ψωμί,μερικά ξύλα παραμάσχαλα για τη σόμπα μας ,ένα δίφραγκο στην τσέπη,για να αγοράσουμε απ’ ούλα και ποδαρόδρομο μέχρι τη Βυτίνα ή το Λεβίδι. Εδώ τα μολογήματα του γυμνασίου και ένας πολυσέλιδος τόμος δεν θα τα χωρέσει! Γλυκά δεν είχαμε; Ποιος το είπε; Και λατζίτες είχαμε. Αργότερα φυσικά. Αυτές όμως σε κανα γιορτοφόρι όταν παίρναμε μπάλα τα σπίτια που είχαν γιορταζούμενο για χαιρετούρα και γεμίζαμε τις τσέπες μας ,χύμα, λατζίτες, κοκόσιες,που και που κανά τσαπελόσυκο. Στο δρόμο, φλετουράγαμε από τη χαρά μας και ασίφταγα, γλύφαμε τη ζάχαρη από τις λατζίτες. Κάποια νοικοκυρά, μια φορά, τράταρε την παρέα μας, για κέρασμα, ένα πιάτο τραχανά που ήταν δραπέτσι γιατί ήταν πολυγκαιρνός. Σε ένα άλλο σπίτι,στην οξόπορτα, μας φιλέψανε πορτοκαλόφλουδες. Ότι καλό είχανε το φυλάγανε για τους μεγάλους που θα ερχόσανε να χαιρετήσουν. Τυχερή ημέρα του Αγιαννιού που ήσαν πολλοί οι Γιάννηδες. Και οι μεγάλοι γύριζαν στα γιορτοφόρια και χαιρετούσαν.Φόραγαν τα γιορτινά τους. Στη χωρίστρα για να κάθεται και να γυαλίζει έβαζαν λάδι, αντί για μπριγιόλ. Κάποιος έβαζε ξυδόλαδο. Ακόμα και ασπράδι αβγού ή ζαχαρόνερο βάνανε για να κοκκαλώνει. Το γυρολόγι άρχιζε από νωρίς. Ήταν ντροπή να μην πας να χαιρετήσεις όλους ανεξαιρέτως αυτούς που γιόρταζαν.Όσοι είχαν όργανα πίπιζα ή νταούλι, με ένα ταγάρι στην πλάτη, γύριζαν όλα τα σπίτια και το κέρασμα γινόταν στην αυλή.Βιαστικά για να προλάβουν να χαιρετήσουν όλους τους γιορταζούμενους και να μην μείνει κανένας παραπονούμενος.Όσοι είχαν κέφι έφερναν και καμιά φούρλα στο χορό. Το κρασί, αν και μερικές φορές ήταν τουρλιαμπάκος ή κοψιάς άλλαζαν ο ένας με τον άλλο την τσίτσα και το έτσουζαν για καλά. Στο σπίτι όταν γύριζαν, πολλές φορές τρεκλίζοντας, άδειαζαν χάμου το ταγάρι με τα λογής λογής φιλέματα και τα ταξινομούσαν το καθένα στη σόρτα του. Αργότερα σιγά-σιγά η κατάσταση ξαστέρωσε και τα πράματα ήσαν διαφορετικά. Ας μην ξεχνάμε ότι την ίδια εποχή σε άλλες περιοχές,η πείνα οι αρρώστιες και η ανέχεια θέριζαν ζωές!!
Τα μολογήματα όμως, εδώ που τα λέμε, είναι τόσα πολλά που δεν έχουν σταματημό. Γέλια και δάκρυα μαζί έρχονται όταν τα θυμάται κανείς. Γιατί εμείς είμαστε τυχεροί που ζήσαμε δύο εποχές.Την εποχή της ανέχειας και τη σημερινή, που δόξα στο Θεό δεν μας λείπει τίποτα. Τα θυμόμαστε όμως με νοσταλγία με καλωσύνη και όχι με παράπονο ούτε με πίκρα και χωρίς βαρυγκόμηση. Βέβαια μπορεί μερικά παιδιά, της ίδιας γενιάς, που σήμερα φυσικά δεν θα είναι πια παιδιά, να διαφωνούν, γιατί πιθανόν αυτά που περιγράφονται να μην τα έζησαν. Ή να μην τα έζησαν ακριβώς έτσι. Για να το λένε, έτσι θα είναι. Καμία αντίρρηση. Μπράβο που πέρναγαν καλύτερα. Είχαν τύχη βουνό!!!
Δια χειρός: Αθανασίου Γ. Κουτσούγερα – Δάσκαλου