Εκλογικά ευτράπελα!!
Γράφει ο Γιώργος Καρούντζος
Ας πούμε και κάνα ευτράπελο για να αποφορτίσουμε την κατάσταση.
Ο Μπήκας από τη Χωτούσα διαλέγει 4-5 συγχωριανούς του και κατεβαίνει στις εκλογές, για πρόεδρος του χωριού. Για να τους πείσει
τους έταζε αξιώματα και μερίδιο στα έξοδα παράστασης, που θα έπαιρνε σαν Πρόεδρος. Κάθε βράδυ τους κέρναγε και… μαγειρεύανε τα σόγια και τους ψήφους. Γίνονται οι εκλογές, τις κερδίζουν και ο Μπήκας γίνεται Πρόεδρος. Τους έβαλε σε κάποιες επιτροπές, αξιώματα όπως τα ονόμασε για να τους ευχαριστήσει. Από τότε όμως άλλαξε συμπεριφορά στην παρέα.
– Καλά, δεν πειράζει λένε, αρκεί που θα πέφτει το μάμαλο, και περιμένανε να πάρει ο πρόεδρος το μισθό για να τον μοιραστούν. Παίρνει αυτός τον πρώτο μισθό, παίρνει το δεύτερο τίποτα. Ούτε που πλησιαζότανε.
– Άι..! Λένε, την πατήσαμε… Τώρα καταλάβανε το κόλπο του.
– Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν θα τον αφήκουμε έτσι. Ο Μπουρδαράς τό ‘βαλε πείσμα. Πάει μια μέρα στην Τρίπολη που είχε κάποιο γνωστό στη Νομαρχία και τού ‘κανε παράπονα, ότι ο πρόεδρος δεν τους ακούει και κάνει του κεφαλιού του και του ζήτησε να τον διώξουν και να αναλάβει αυτός, που είχε τους περισσότερους ψήφους και ήταν αντιπρόεδρος.
– Δεν γίνεται έτσι, του λέει ο υπάλληλος. Για να τον διώξουμε πρέπει να κάνει κάποιο σοβαρό παράπτωμα, απ΄αυτά που γράφει ο νόμος. Παίρνει κι ένα βιβλίο με τους νόμους των κοινοτήτων και γυρίζει στο χωριό. Βρίσκει την παρέα.
– Σας έχω νέα. Τον έχουμε στο χέρι τους λέει. Για τηράτε εδώ το νόμο. Με το πρώτο παράπτωμα θα πάει στο σπίτι του. Θα αναλάβουμε εμείς και θα μοιραζόμαστε το μιστό. Κάθε βράδυ σμίγανε και μεταξύ τους «δικάζανε» τον πρόεδρο. Τι έκανε σήμερα; Τούτο και τούτο. Τηράγανε το νόμο, μα καθώς τά ‘λεγε «μπερδεμένα», όλο τους ξέφευγε. Ο Μπουρδαράς είχε στο μαξιλάρι του το νόμο και διάβαζε τα καθήκοντα του προέδρου για να΄ναι ενημερωμένος. Μια μέρα ακούστηκε στο χωριό ότι ο πρόεδρος υπόγραψε κάτι χαρτιά σε μια γριά για να πάρει σύνταξη και λέγανε ότι ήτανε παράνομο.
– Όπα, λέει ο Μπουρδαράς, μέχρι εδώ ήτανε, έπεσε στην παγίδα. Τώρα θα ιδείτε τι θα πάθει. Πάει γρήγορα στο σπίτι να συμβουλευτεί τη νομοθεσία. Στο μαξιλάρι, είχε αφήσει ανοιχτό το βιβλίο που διάβαζε, στη σελίδα με τα καθήκοντα του Προέδρου. Σαν το διάβολο, είχε πάει μια παλιοκατσούλα και τό ‘χε μαγαρίσει…
– Άϊ ρε πούστη Μπήκα! Συχώρα που μού ‘χεσε η κατσούλα το νόμο!!!