Καθίσματα ήσαν δύο ειδών τα λεγόμενα σκαμνιά τα ψηλά για τους μεγάλους που τρώγαν στο ψηλό τραπέζι και τα κοντά για τους μικρούς που τρώγαν στο σοφρά. Τα καθίσματα τα συμπλήρωναν εν έλλειψη και τα ράσινα προσκέφαλα γεμάτα ή κοζιά ή άχυρα ή πούσια όπου τα είχαν και για ύπνο δεν υπήρχαν μαξιλάρια τότε. Και όμως τα προσκέφαλα τα κεντούσαν ωραία με διάφορα σχέδια.
Στο παραγώνι σε μια γωνιά ψηλά ήταν και το εικονοστάσιο με το καντηλάκι και τις καπνισμένες εικόνες και οι Άγιοι ήσαν σαν Καλατζήδες! Στο ταβάνι αυτοί που είχαν πρόβατα και γίδια κρεμούσαν τις πυτιές των αρνιών και των κατσικιών να ξεραθούν να πήζουν το τυρί. Θυμάμαι σε πολλά παραγώνια βάζαν και την κλώσα με τα αυγά ώσπου να βγάλει τα πουλιά εάν έκανε κρύο.
Στο λάκο ύφαιναν διάφορα ρούχα, τις γιάμπολες τα προσκέφαλα, τα ταγάρια τα κεντητά, τα κιλήμια που στόλιζαν τα σαμάρια των ζώων που πήγαιναν στο παζάρι ή σε γάμους στα εξωχώρια και τις ταύλες που στρώναν το σοφρά και το τραπέζι όταν είχαν ξένους. Λέει κι ένα τραγούδι: «Στην ταύλα που καθόμαστε». Πάνω στο τραπέζι το ψηλό, είχαν μόνιμα την πύλινη κανάτα που πήγαιναν για κρασί ή μικρό χαλκωματιένιο τσουκάλι και το κέντρινο κανάτι με το νερό και λίγα ποτήρια κρασιού.
Το δεύτερο δωμάτιο ήταν το κιλέρι εκεί ήταν το αλευροκάσονο με το αλεύρι, το σκαφίδι, το πλαστήρι και η πινακωτή. Εκεί κρεμόταν και το καβουρντηστήρι του καφέ, ρίχναν 50 δράμια καφέ και μια οκά ρεβύθι ή σιτάρι στο κιλέρι κρεμόσαν και οι κλεισάρες, η χοντρή για το ψωμί και η ψιλή για τις προσφορές. Εκεί ήταν και πουγάνα, που έβγαζε ωραίες μπουγάτσες και μπομπότες και πυριανια και άλλα ψητά της εποχής.
Το ψωμί του φούρνου το λέγαν ανεβατό διότι είχε προζύμι, την μπουγάτσα τη λέγαν λειψό δεν είχε προζύμι, τις ρίχναν σόδα να γίνεται φουσκωτή και αφράτη. Με την πουγάνα φτιάχναν και τις λαχανόπιτες. Στο αλεύρι χώναν και τα αυγά για να μην φυρνάνε, στο κιλέρι κρεμόταν και η υδιάστρα με τις βέργες της και τα καλάμια που σούρναν το πανί και το βιλάρι σούρναν το στιμόνι. Εκεί ήταν και το ανεμύδι και η ανέμη, τα λανάρια τα γύφτικα και τα ρουμελιώτικα για τα μαλλιά.
Με άλλους λόγους στο κιλέρι ήταν όλη η παλιατζούρα του σπιτιού, πάνω στο αλευροκάσονο ήσαν τα αλευρομαγερέματα, χυλοπίτες και τραχανάδες ή λαγίνα με το σύγκριατο και την αλοιφή. Εάν υπήρχε δεύτερο κιλέρι, εκεί κοιμόσαν τα νιόπαντρα αποθήκευαν κι εκεί διάφορα πράγματα. Στου διαδρόμου τη μισάντρα κρεμούσαν τα χοντρικά ρούχα, τις καπότες και τα ρούχα της δουλειάς, τα ταγάρια κτλ. Σε μια γωνιά του διαδρόμου ήσαν τα γουρνοτσάρουχα, οι πίγκες, παντόφλες και γόβες αρβύλες και τσαρούχια από λάστιχο οι γουίλες. Στον τοίχο του διαδρόμου ήταν ο θολωτός νεροχύτης που ήταν το βαρέλι με το νερό και τη βαρέλα.
Η σάλα ήταν αίθουσα υποδοχής στη μισάντρα της κρεμόσαν τα γιορτινά ρούχα πουκαμίσες φουστανέλες μπενοβράκια φουστάνια αλατζαδένια κτλ.
Γύρω ήσαν οι κασέλες με τα ψιλικά ρούχα. Εκεί κλείδωναν διάφορα ξελιγούρια οι γυναίκες, σύκα, σταφίδες, κουφέτα, ζαχαρωτά και πολλές φορές φύλαγαν λίγη ζάχαρη μην έρθει ξένος να τον τρατάρουν καφέ ή πότζι, ήσαν και χρηματοφυλάκιο. Τη σάλα τη στόλιζε ένα μεγαλοπρεπές ξύλινο τραπέζι έργον του Τάση του Μέγα, ήσαν και τα ψηλά ξύλινα σκαμνιά.
Σε μια κασέλα αρμάθιαζαν τον γιούκο με τα χοντρικά ρούχα, βελεντζές, γιάμπολες, ανδρομίδες κτλ. Όπου τον σκέπαζαν με ένα σεντόνι ή κιλίμι, στο γιούκο ήσαν τα καινούρια κεντητά προσκέφαλα και τα ταγάρια. Οι προσκεφαλάδες ήσαν πάνινες και κοιμόσαν οι ξένοι πολλές φορές τις γέμιζαν αλευρομαγερέματα. Στους γιούκους οι γυναίκες βάζαν πρόχειρα λεφτά για το δίσκο στις τύπες των ρούχων και άλλα είδη.
Πάνω από το τραπέζι της σάλας κρεμόταν ο καθρέφτης και γύρω στους τοίχους διάφορες φωτογραφίες ατόμων του σπιτιού. Κόλαγαν όσοι ψήφιζαν Παπαναστάση τη φωτογραφία του, όπου ήταν και μεγάλη και του Βενιζέλου. Οι βασιλόφρονες είχαν τη φωτογραφία του βασιλιά του Τουρκοβασίλη και του Παναγή του Τσαλδάρη.
Ξέχασα να γράψω πως στο χειμωνιάτικο είχε δύο μεγάλα ντουλάπια, όπου βάζαν τα καφεκούτια οι γέροι τα φλιτζάνια, τη ζάχαρη και τον καφέ και κανένα ξελιγούρι να καλοπιάνουν τα παιδιά για να κάνουν θελήματα.
Κάτω από το χειμωνιάτικο, ήταν το κατώι. με τα παχνιά των ζώων για να ακούνε οι γέροι αν τρώνε τα ζα άχυρα, διότι με το μάσιμα χτύπαγαν τα κουδούνια και κοιμόσαν με μουσική, διότι τα κουδούνια χτυπούσαν ρυθμικά. Κατέβαιναν οι γυναίκες από τον καταρράχτη που ήταν ή στη γωνία του διαδρόμου ή στο κιλέρι και τα πάχνιζαν Στον καταρράχτη υπήρχε ξύλινη σκάλα. Ποια γυναίκα παχνίζει ζώα τώρα; Στο κατώι ήταν κι η κούρνια με τις κότες, ο δε κόκορας σήμανε τα μεσάνυχτα και το πρωινό εγερτήριον. Αν λάλαγε αποβραδίς σήμαινε αλλαγή καιρού. Με το πρωινό λάλημα του κόκορα σηκωνόσαν για καμάτι ή για θέρο ή για ζύμωμα ή όπου ήθελαν να πάνε πρωί. Στο κατώι ήταν τα αλέτρια τα τραβηχτά ή οι ζυγοί των βοδιών και η σβάρνα, τα ξυνιάρια περασμένα στον ποταμό του κατωγιού οι κασμάδες και βουκέντρα κτλ. Σε μια άκρη ήταν δεμένο το γουρούνι και δίπλα του ο ξύλινος κορίτος του. Και σε μια άλλη γωνία υπήρχε άλλος κορίτος, που πίναν οι κότες νερό.
Κάτω από τη σάλα ήταν ο πλέχτης με τα άχυρα και τις φεγνές των ζωντανών διαιρεμένος με μικρά ξύλινα δοκάρια από έλατα νεαρά, για έναν πλέχτη κοβόσαν 100-120 νεαρά έλατα, μεγάλη καταστροφή στο δάσος. Κάτω από τον πλέχτη ήταν το υπόγειο με τα βαγένια το κρασί και τα ρακοβούτσια, οι λαγίνες με τον σύγκριατο και την αλοιφή στο υπόγειο το καλοκαίρι έβαζαν και το βαρέλι με το νερό να το βαστάζει κρύο. Αυτοί που δεν είχαν καλύβια, κάτω από τη σάλα είχαν αποθήκη, τα κασόνια με το γέννημα και άλλους καρπούς το δριμώνι, τα κόσκινα και άλλα αναχρικά. Τώρα στην αυλή την πρώτη θέση είχε ο φούρνος, το κακαβολίθι και η πέτρινη πλύστρα. Και οι μεγάλες τρακάδες με τα ξύλα και τα πουρνάρια. Σε μια άκρη ο ξύλινος κορίτος, γεμάτος νερό για τις κότες. Την αυλή την εξουσίαζε ο σκύλος, ήταν η καθημερινή του διαμονή. Κάθε σπίτι είχε και αλώνι. Εκεί ήταν το γήπεδο των παιδιών και αλώνιζαν και τα γεννήματα. Στο αλώνι παίζαμε, τον κλίτσικα, τη γουρουνίτσα, την αμπέριζα και την τυφλοπάνα, τη λουριδίτσα, τον πρωτολιά, το μπιζ, το κλωτσοσκούφι και άλλα παιχνίδια της εποχής. Στην αυλή σφάζαν και το γουρούνι και δέναν και τις μαρτίνες αν ο καιρός ήταν καλός, Της είχαν πλακοστρώσει με πέτρες πλακουδές να μη λασπώνουν τα λεγόμενα καλντερίμια. Υπήρχαν θολωτές αυλόπορτες, όπου μια σώζεται, στου Παπασταμάτη το σπίτι, παλιό αριστούργημα.
*** Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ” (αριθμ. φύλλου 131, Οκτώβριος 2020, σελίς 18, 19) και είναι από το αρχείο του αειμνήστου λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου (οι φωτογραφίες είναι από το ιδιωτικό λαογραφικό μουσείο του καθηγητή-νομικού Τάκη Γ. Καραχάλιου).