Back to top
Κυριακή, 14 Μαρτίου, 2021 στις 10:45πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ μιας άλλης εποχής (του αειμνήστου Λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου)

Τις Απόκριες γινόταν το μεγαλύτερο ξεφάντωμα στο χωριό. Στην Μεσιανή βρύση ήταν και η πλατεία του παλιού χωριού βαράγανε δύο ορχήστρες με τα όργανα της εποχής: Νταούλι, πίπιζα και καραμούζα. Ο Θοδωρής ο Ντόκος πίπιζα και ο αδελφός του ο Φουσκοπέτσης νταούλι.

Η ψιλομαρίδα ήταν κουρνιασμένη πάνω στην καμάρα της βρύσης για την θέα. Δεν υπάρχει σήμερα πουθενά τέτοια βρύση με την μεγαλοπρέπεια που είχε αυτή η βρύση με τα σκαλιστά αγκωνάρια της, με την σκαλιστή φάτσα της, με τις ζαλώστρες της, με τις πλύστρες της, με τις δύο μεγάλες μαρμαρένιες κορίτους της και τα δυο ντουλάπια της. Ήταν μεγάλο λάθος το γκρέμισμά της.

Ο Ντοκοθοδωρής και ο αδερφός του ο Μήτσος ήσαν, σαν οργανοπαίχτες, μεγάλη φίρμα της εποχής. Την εκμετάλλευση της πλατείας την είχε το Λαϊκό καφενείο του Τρύφωνα του Σκασίλα. Τότε δούλευε το κατοστάρι με το κρασί, καμιά μαστίχα και λουκούμια.

Χόρευαν γέροι με τις λουλακάτες πουκαμίσες, ζωσμένοι τα σιλάχια στολισμένα με μυρσίνες καλαματιανές, με τις φουντωτές γιορτινές πίγκες1 τους, με τις σκάλτσες και τις μαύρες γονατάρες τους. Τα ωραία χαριτωμένα σταυρωτά τους και τα μπαρέζια τα κόκκινα και τα καφετιά. Σε έπαιρνε μια χαρά. Πολλοί γέροι φόραγαν και φουστανέλες και οι νέοι επίσης ατσαλάκωτοι με τις ίδιες στολές, ενώ λίγοι νέοι φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα.

Οι γριές με τα μακριά αλατζένια2 φουστάνια τους, με τους χαρμπαλάδες3 που ήταν γρανιτουρισμένοι με ταμπέλες, με τις ωραίες μπόλκες4 και τις όμορφες μπελερίνες5, τα ζαχαριά και τα κανελιά μαντήλια με τα κλαριά. Τα ζαχαριά τα λουλάκωναν με λουλάκι.

Οι νέοι με τις φουστανέλες και τα φέσια με τις γαλάζιες φούντες και τα κορίτσια ντυμένα αμαλίες με τα παπάζια6 τους, τα ασημοζούναρα στο λαιμό τους που ακτινοβολούσαν και τα φλωριά στο μέτωπό τους άστραφταν.

Χόρευαν τα νιάτα και τα γηρατειά αντάμα και τσούγκριζαν τα ποτήρια με το κοκκινέλι του Σκασίλα. Οι χαλκωματένιες και τρύπιες πενταροδεκάρες πέφτανε σαν βροχή στα όργανα και τόσο μερακλωνόταν ο γερο-Θοδωρής με την πίπιζα φούσκωνε τα μάγουλα και τα μάτια του πεταγόσανε σαν του βατράχου. Του κόλλαγαν και δεκάρες στο κούτελο με φτύμα κι έκανε πίσω το κεφάλι του να μην πέσουν. Ο δε Φουσκοπέτσης βημάτιζε δίπλα σε αυτόν που χόρευε βαρώντας το νταούλι ρυθμικά.

Ξάφνου βλέπω τον Γιώργη τον Ντόκο τον μοναχογιό και κανακάρη του γερο-Θοδωρή μάζευε τις δεκάρες και άλλες έριχνε στο πιάτο και άλλες κρυφά έριχνε στην τσέπη του και τα παπούτσια του. Αντιληφθείς ο Φουσκοπέτσης την “κλεψιά” του κοπάνησε δύο-τρεις με το νταουλόξυλο στο κούκουρο7 κι ευθύς πετάχτηκαν όλοι. Ο μικρός Γιώργης έφυγε κλαίγοντας από τους πόνους και στάθηκε στο Παλιοχώρι. Που να πλησιάσει πάλι στην ορχήστρα· έβλεπε τον Φουσκοπέτση και τον έκοβε κρύος ιδρώτας. Ο χορός και τα γλέντια τελείωναν το βράδυ και πήγαιναν ν’ αποκρέψουν.

Τα παιδαρέλια έπαιζαν τις αμάντζες και όποια παρέα κι αν κέρδιζε πήγαιναν όλοι μαζί στα σπίτια των χαμένων τρωγόπιναν και γλεντοκοπούσαν κι απ’ το τηγάνι έβγαιναν ζεστές τηγανίτες.

Στον πλάτανο του Βρέντα στο μαγαζί του Ζηντάρη βάραγε καραμούντζα ο Νικολάτσης ο Τσαρουχάς και ο Γιώργης ο Κατσούλης (ο Τζιωβίνης) νταούλι. Εκεί ήταν το Τσαρουχέϊκο συνάφι, Κατσουλέοι και διάφοροι τσοπάνηδες. Δούλευε το κατοστάρι με το κρασί και η οκά αλλά υπήρχε κέφι και καλαμπούρι.

Στις 1:00 με 2:00 η ώρα το απόγευμα σταματούσε ο χορός για λίγο. Τότε άρχιζαν να ξαναφαίνουν και να ξεφαντώνουν οι μασκαράδες από διάφορα σημεία κι άρχιζαν οχλαγωγίες, γέλια και λαχτάρες. Οι θαμώνες του καφενείου βγήκαν κι αυτοί έξω να ιδούν τι τρέχει , μήπως μάλωσαν στο χορό. Και είδαν κι αυτοί έκπληκτοι το σινάφι των μασκαράδων: ένας ήταν ντυμένος Παπάς και λιβάνιζε τον κόσμο με στάχτη που είχε σε έναν τορβά.

Άλλος ήταν ντυμένος Γιατρός, Νύφη, γαμπρός όπου επακολουθούσε η λιποθυμία της νύφης, εκεί είχε το μεγαλύτερο καλαμπούρι όταν επενέβαινε ο γιατρός με μια παλιοτσάντα γεμάτη γιδοκοπριές για χάπια. Ένας ήταν ντυμένος χωροφύλακας κρατώντας στο χέρι μια βίτσα να μην πλησιάζει ο κόσμος που ήταν πράγματι λαοπλημμύρα και μετά την αναγνώριση των μασκαράδων επακολουθούσαν στέψεις κι άλλα διάφορα κόλπα. Ξανάφανε άλλο σινάφι ο ένας ήταν ντυμένος αρκούδα κι ο άλλος αρκουδιάρης βαρούσε ντέφι έναν ταβά και χόρευε η Αρκούδα κάνοντας διάφορα νούμερα. Μερικοί πέφτανε κάτω να τους πατήσει η αρκούδα για να μην τους πονάει η μέση τους.

Αφού χόρεψαν όλοι μαζί διαλύθηκε ο χορός για τη βραδινή Αποκριά γιατί άρχισε να νυχτώνει.

Το βράδυ της Αποκριάς την εποχή εκείνη απόκρευαν μαζί, δύο-τρεις οικογένειες συγγενικές. Τα φαγητά ήσαν λογής-λογής: κοτόπουλο με χυλοπίτες, βεργάδι, στιφάδο, χοιρινό κι άλλα επιδόρπια. Τότε τραπέζια ήσαν οι Σοφράδες, χαμηλά και καθίσματα χαμηλά σκαμνιά, τα προσκέφαλα άλλα γεμάτα άχυρα ή πούσια και άλλα με κοζιά απόκρευαν στο παραγώνι, διότι σπανίως υπήρχε κρεβάτι τότε, ενώ στο τζάκι έδερνε η φωτιά .

Μετά το φαγητό ψένανε τυρί στα κάρβουνα για να καεί ο Λύκος.

Έβαζαν και αυγά στη σπούρνη με τη μύτη προς τα πάνω. Αυτού που ίδρωνε το αυγό αν ήταν νέος ή νέα πλησίαζε η παντρειά. Στο σοφρά έδιναν και έπαιρναν τα τσουγκρίσματα με το κοκκινέλι κι ευχώσαν Καλή Σαρακοστή και συχωράγανε τις ψυχές. Ξέχασα, στο κάθε αυγό μελέταγαν και το άτομο κι ήξερε ο καθένας το δικό του. Αν ίδρωνε των γερόντων το αυγό σήμαινε ευτυχία και πλούτη θα πέσουν στο σπίτι. Αν έσκαγε κάνα αυγό λέγανε το σκάσε ο διάβολος. Επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο ακόμα και χορός και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα το τελευταίο έδεσμα ήταν οι νεροχυλοπίτες στραγγιχτές τσιγουρισμένες με γουρναλοιφή και με γαρνιτούρα μυτζήθρας.

Με αυτά τελείωνε η Αποκριά.

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Την Καθαρή Δευτέρα ήσαν τα κούλουμπα, το γλέντι γινόταν στις γειτονιές. Φτιάχνανε μπουγάτσα στη θράκα κι αυτά που είχαν ζυμώσει βγάζανε λαγάνες.  Όταν βγάζανε την μπουγάτσα αφού είχε ψηθεί την άφηναν να κρυώσει λίγο. Τα παιδιά όμως λιγούριαζαν και για να τα καρτερέσει η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει η ψυχή της στο χωράφι και θα την κόψουμε. Σε λίγη ώρα πάλι τα παιδιά λιγούριαζαν και πάλι η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει και στο αμπέλι (η ψυχή της), ώσπου η μπουγάτσα κρύωνε λίγο και την τεμάχιζαν με το χέρι κομμάτια στο τραπέζι και τρώγανε όλοι μαζί. Οι μεγαλύτεροι πίνανε κρασί ξεροσφύρι πρώτα αλατίζοντας κάνα κρεμμύδι ή τσιμπώντας καμιά ελιά.

Τα εδέσματα της Δευτέρας ήσαν κρεμμύδια που τα λέγανε και περιστέρια, τα στούμπαγαν στο γόνα ή στο τραπέζι και τα στύβανε να φύγει η καούρα. Και τ’ αλάτιζαν με ριγανάλατο. Αλλά εδέσματα ήσαν τα καρδάματα, οι ελιές κι ο χαλβάς.

Όλη την καθαρή βδομάδα ο κόσμος νήστευε δεν τρώγανε ούτε λάδι. Οι κοπέλες φτιάχνανε την αρμυροκουλούρα κι αφού την τρώγανε όλη την ημέρα δεν έπιναν νερό για να ιδούνε το βράδυ στον ύπνο τους ποιος νέος θα τους δώσει νερό, όπου θα ήταν κι ο μέλλων σύζυγος. Το ίδιο κάνανε και τα παιδιά.

Η ΓΟΥΡΝΟΣΦΑΓΗ

Πολύ κέφι και καλαμπούρι είχε η σφαγή των γουρουνιών. Τα έσφαζαν τα γουρούνια μετά την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Οι γυναίκες από ημέρες καθάριζαν το σιτάρι και το έτριβαν σε μια μεγάλη πλάκα με το λιτρίβι, ένα στρογγυλό ποταμίσιο λιθάρι έκαναν το μπολουγούρι για την οματιές και γέμιζαν με διάφορα μπαχαρικά τα παχιά άντερα και την έψηναν στο φούρνο ή στην μπουγάνα.

Πρωί-πρωί έμπαινε το λεβέτι στη φωτιά, να γίνει θερμό το νερό για τα ποδοκέφαλα, να τα μαδήσουν και να πλύνουν και τα άντερα και για άλλες δουλειές. Αφού ήσαν όλοι οι άντρες στο πόδι, διότι τότε τα γουρούνια τα έσφαζαν μαζί οι συγγενείς. Είχαν έτοιμα τα κάρβουνα με το λιβάνι, το λεμόνι καρφωμένο σε ένα μακρύ ξύλινο σουβλί για να το βάλουν στο στόμα του γουρουνιού όταν ξεψύχαγε, για να είναι νόστιμο το κρέας του, όπου το γουρούνι από την απελπισία του το δάγκωνε και το μάσαγε ξεψυχώντας.

Αφού το έσφαζε ο σφάχτης οι άλλοι το πλάκωναν να μην τους φύγει. Αυτός που είχε τα κάρβουνα με το λιβάνι έλεγε το «Πάτερ ημών». Ο Δήμιος που το έσφαζε έβγαζε τον καρύτζαφλα και τον παραλάβαινε η οικοδέσποινα να τον ψήσει για τις πρώτες βοήθειες να πάρουν λίγο μεζέ να πιούνε ένα ποτήρι να ειπούνε καλοφάγοτο στο νοικοκύρη.

Οι πατσατζήδες έπαιρναν τα ποδοκέφαλα και την ουρά και τα μάδαγαν με θερμό νερό. Με αυτά φτιάχναμε την περίφημη πατσά την πηχτή και της έριχναν μετά το βράσιμο στουμπισμένο σκόρδο και ξύδι που έγλειφες τα δάχτυλα σου.

Ο χειρούργος που έβγαζε τα άντερα και τα συκωτοπλέμονα κάπου κοίταζε και αν ήταν έγκυος η νοικοκυρά τις έλεγε τι παιδί θα γεννήσει. Στο παραγώνι ήταν ο Αντεράς και πάνω στο σοφρά ξεχώριζε τα άντερα τα χοντρά από τα ψιλά. Τα χοντρά για οματιές και τα ψιλά για λουκάνικα. Γινόταν στους πατσατζήδες επιθεώρηση , αν τα μάδησαν καλά διότι υπήρχαν κυρώσεις αν άφηναν τρίχες τους τιμωρούσαν και δεν τους έδιναν ούτε κρασί ούτε μεζέ.

Αλλά το πιο καλύτερο για τους μικρούς ήταν η φούσκα, τη φουσκώναμε, της ρίχναμε αραποσιτόσπυρα, τη βροντάγαμε και παίζαμε. Μετά τη γέμιζαν βασιλικόξυγκο από την μπόλια που ήταν φάρμακο μαζί με ελατόπισσα για τις πληγές, πρηξίματα και τσιρίλους.

Όλη την ημέρα γινόταν γλέντι τρικούβερτο και φαγοπότι. Έσμιγαν οι συγγενείς , τα σοϊα –και μαλωμένοι να ήσαν τα έφτιαχναν και αγαπιώσαν- έριχναν στη θράκα την κατίνα κι άλλους μεζέδες, κολάτσιζαν και πήγαιναν να σφάξουν άλλο.

Στον τελευταίο τρώγανε μαγειρευτό με σέλινα αυγολέμονο. Τη δεύτερη μέρα ημέρα τα γδέρνουν τα γδέρνουν με προσοχή να μην τρυπήσουν το τομάρι, το έκοβαν φασκιές για γουρνοτσάρουχα, αφού το αλάτιζαν με πολύ αλάτι να ψηθεί και να αργάσει. Την τρίτη μέρα το έλιωναν το ξύγκι και έβγαζαν τη γουρναλοιφή και τις περιβόητες τσιγαρίδες. Έβραζαν και το κρέας, το αλάτιζαν λίγο αρμυρό και το έβαζαν στη λαγήνα, ανακατεμένο με κομμένα λουκάνικα αφού πρώτα του έριχναν διάφορα μπαχαρικά.

11 Πίγκες:Ήταν τα παπούτσια των φουστανελάδων, τα τσαρούχια. Οι πίγκες ήσαν μαύρες και κόκκινες.

2Αλατζένια:Υφαντά στον αργαλειό ποικίλων χρωμάτων.

3 Χαρμπαλάς:Συγκεκριμένο στυλ ραψίματος για τα φουστάνια (Σαν πιέτα).

4 Μπόλκα:Υφαντή ζακέτα εποχής.

5 Μπελερίνα:Εσάρπα,σάλι.

6 Παπάζι:Το φέσι της στολής της Αμαλίας.

7 Κούκουρο:Κρανίο

Σχόλια
  1. Παναγιώτης Λολώνης
    14 Μαρτίου, 2021

    Πολύ καλό. Ευχαριστούμε.

Σχολιάστε

Όνομα (υποχρεωτικό)

Email (υποχρεωτικό)

Τηλέφωνο

Σχόλια