Φέρεται δε, ως ένας από τους δεκατρείς (13) υποψηφίους καπετάνιους του χωριού, στο περιστατικό κατά το οποίο ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης είχε πει την ανέκδοτη φράση: «Δώδεκα Μπεζενικιώτες, δεκατρείς καπεταναίοι» όταν είχε ζητήσει από τους ντόπιους να ορίσουν έναν καπετάνιο για την περιοχή τους και εμφανίστηκαν περισσότεροι υποψήφιοι απ’ όσες ήταν τότε οι οικογένειες στην περιοχή. Σύμφωνα δε, με ορισμένες πληροφορίες, ο Κολοκοτρώνης, τελικά, είχε χρήσει τον Δημήτρη Τσαρουχά ως καπετάνιο, αν και οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν διασταυρωθεί.
Αν και για τη ζωή του, δεν υπάρχουν πολλές τεκμηριωμένες πληροφορίες, εντούτοις για το θάνατό του, οι διηγήσεις των παλαιοτέρων συγκλίνουν τουλάχιστον ως προς τα βασικά τους στοιχεία. Λέγεται ότι ο θάνατός του έλαβε χώρα είτε στις αρχές της Επανάστασης του 1821 είτε κατά την περίοδο που έκανε επιδρομές στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ Πασάς (1825-1828). Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ένα τούρκικο ασκέρι, υπό την ηγεσία του Αγά Αλή, είχε καταυλισθεί γύρω από τον πύργο του Αγά στη θέση «Λιβάδι». Ήταν, κατά την παράδοση, επίλεκτοι πολεμιστές. Σχεδίαζαν δε, να πάνε στα χωριά Χωτούσα, Κώμη, και Δάρα για πλιάτσικο. Ένας Μπεζενικιώτης, με το όνομα Κωνσταντίνος Καραχάλιος, που τον χρησιμοποιούσε ο εκεί διαμένων αγάς για διάφορα θελήματα, άκουσε τα σχέδια των Τούρκων και τα μετέφερε στον καπετάν-Δημήτρη. Αυτός αποφάσισε να τους εμποδίσει στον Άγιο Αιμιλιανό και έστησε καραούλι στη θέση «Σαχτοκούλι», κοντά στην τοποθεσία που σήμερα είναι γνωστή ως «Μουριές».
Μάλιστα λέγεται ότι είχε συμφωνήσει με τον συντοπίτη του Καραχάλιο να σταθεί στην τοποθεσία που σήμερα είναι το «Αλώνι του Αρτέμη» και να παρακολουθεί την πλευρά που βλέπει προς το «Μετόχι», ενώ αυτός, ο καπετάν Δημήτρης, ταμπουρώθηκε στη θέση «Καραούλι» απάνω από τις Μουριές να φυλάει το μέρος από το οποίο περνάει ο δρόμος προς τη Χωτούσα και «βλέπει» προς τα Ξενοπλιάνικα. Μάλιστα, κατά μία εκδοχή, λέγεται ότι του είχε αναθέσει να προσέχει και τα άλογα που είχαν για διαφυγή, σε περίπτωση που οι Τούρκοι προσπαθούσαν να τους περικυκλώσουν. Συγκεκριμένα, αν έβλεπε, λέει, ότι οι Τούρκοι ανηφόριζαν στην πλαγιά που πάει σήμερα κατά τα «Δρακέικα καλύβια», να τον ειδοποιήσει, «σφυρίζοντας κλέφτικα», για να διαφύγουν και οι δύο με τα άλογα προς τις «Φυλαχτρίτσες» (θέση πάνω από τη Βρύση της Καστανιάς). Όταν φάνηκε η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων, ο καπετάν-Δημήτρης τους αντιμετώπισε με θάρρος. Καθώς ήταν άριστος σκοπευτής κατάφερε μεγάλο πλήγμα σκοτώνοντας έξι (6) από τους επερχόμενους Τούρκους.
Πίσω τους όμως έρχονταν άλλοι 26 καβαλαραίοι οι οποίοι, όταν πλησίασαν και είδαν τους νεκρούς, έκαναν γιουρούσι προς το ταμπούρι του για να τον κυκλώσουν. Εν τω μεταξύ τα άλογα των σκοτωμένων αφήνιασαν από τους πυροβολισμούς και τον αχό της μάχης και τρομαγμένα κάλπασαν προς το «Βαλμαδιό» και τη «Σπηλιά». Λέγεται τότε ότι ο συντοπίτης του εγκατέλειψε την θέση του και έτρεξε να τα πιάσει που έφευγαν, χωρίς να σκεφτεί να δώσει σήμα στον καπετάν-Δημήτρη να φύγει κι αυτός. Ο καπετάν-Δημήτρης, αφοσιωμένος στη μάχη, δεν κατάλαβε ότι ο συντοπίτης του έφυγε, ούτε ότι οι Τούρκοι έκαναν περικυκλωτική κίνηση. Έτσι, οι Τούρκοι, ανεβαίνοντας από τη συγκεκριμένη πλευρά, τον κύκλωσαν στο ταμπούρι του, στον Άγιο Αιμιλιανό, πίσω από μια κοτρόνα, και τον σκότωσαν.
Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για το τι απέγινε η σορός του σκοτωμένου ήρωα. Ένα από αυτά είναι ότι, χρόνια μετά το γεγονός (στα μέσα του περασμένου αιώνα), όταν οι Ξενοπλιανίσιοι έσκαβαν στη θέση «στου Λιά το χέρωμα» για να φτιάξουν ένα καμίνι, ανακάλυψαν έναν ανθρώπινο σκελετό τον οποίον ορισμένοι θεώρησαν ότι μπορεί να ανήκε στον καπετάν-Δημήτρη. Πέραν τούτου δεν υπάρχουν πληροφορίες για το τι απέγινε ο εν λόγω σκελετός. Το μόνο που έχει μείνει ως παράδοση είναι ότι, παρά τις προσπάθειες, το καμίνι δεν κάηκε ποτέ!
Όταν σκοτώθηκε ο καπετάν-Δημήτρης άφησε πίσω του τη νιόπαντρη γυναίκα του και το μόλις μερικών μηνών παιδί του, τον Αναστάση, που λέγεται ότι είχε ονομαστεί έτσι για να συμβολίζει την «ανάσταση» του Γένους.
Επειδή, κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών με τους Τούρκους, οι Έλληνες, πολλές φορές, για να μην τους πιάσουν οι Τούρκοι, έφευγαν από βουνό σε βουνό και άφηναν πίσω τους το βιος τους και πολλές φορές και τα πολύ μικρά παιδιά, (για να μην τους προδώσει το κλάμα τους) έτσι και άφησαν πίσω τους το νεογέννητο γιο του καπετάν-Δημήτρη, τον Αναστάση, σε μια εσοχή βράχου πάνω από τα Ξενοπλιάνικα. Μέχρι να φύγουν οι Τούρκοι από την περιοχή πέρασαν ημέρες. Όλοι πίστευαν ότι το μικρό παιδί, μετά από τόσες ημέρες χωρίς φαγητό, θα είχε πεθάνει. Όμως μια σκύλα που ήταν γεννημένη, φύλαγε το παιδί, το βύζαινε και το ζέσταινε. Όταν επέστρεψαν οι δικοί του στη σπήλια, βρήκαν το παιδί ζωντανό. Επειδή το παιδί είχε πιει σκύλας γάλα, τους απογόνους του, τους αποκάλεσαν με το παρατσούκλι: «σκυλόγαλα».
Η γυναίκα του (χήρα), επ’ ονόματι Χρύσω, παντρεύτηκε πάλι. Η παράδοση λέει ότι προέρχονταν, πιθανότατα από το σόι των Κατσουλαίων. Αυτοί είχαν ένα κοπέλι από την Κώμη που επονομαζόταν Ντόκος. Έτσι, πάντρεψαν τη χήρα του καπετάν-Δημήτρη με το κοπέλι τους και οι Ντοκαίοι της Βλαχέρνας απέκτησαν συγγένεια με τους Τσαρουχαίους. Πέραν του Αναστάση, ο καπετάν-Δημήτρης είχε και μία αδελφή. Αυτή παντρεύτηκε έναν Τσιώλη από το Λεβίδι. Η εν λόγω οικογένεια των Τσιωλαίων εγκαταστάθηκε και έμεινε στην Επίδαυρο.
Όσον αφορά στην περιουσία του, λέγεται ότι ο καπετάν-Δημήτρης είχε πολλά κτήματα στην περιοχή που είναι βορείως από τις «Μουριές». Όταν σκοτώθηκε, τα κτήματά του, λέγεται ότι τα πήραν οι υπόλοιποι Μπεζενικιώτες.
Το ταμπούρι του σώζεται ακόμη και σήμερα. Δυστυχώς, δεν έχει ληφθεί κάποια μέριμνα έτσι ώστε να τοποθετηθεί κάποιο τοπόσημο ως τιμή προς το παλικάρι που έπεσε μαχόμενο για την ελευθερία.
Ο Αρκαδικός λαός και ιδιαίτερα ο Μπεζενίκος ύμνησε τον Καπετάν-Δημήτρη με αθάνατους δημοτικούς στίχους:
“Καπετάν Δημήτρης Τσαρουχάς”
Ένας Αϊτός ροβόλαγε από τον Μπεζενίκο,
στον κάμπο φτάνει στις Μουριές, μέσα στο Ξενοπλιάνικο.
Γιά σας, χαρά σας βρε παιδιά. Καλός το παλικάρι,
μην είδατε τον Τσαρουχά τον Καπετάν Δημήτρη.
Αϊτέ μου αυτός δεν είναι εδώ και δω μην τον γυρεύεις
μον πέτα στον Αιμηλιανό, στο Σταχτοκούλι,
εκεί θα βρεις κορμί λεβέντικο, σφαγμένο σκοτωμένο
εκείνο είναι το κορμί του καπετάν Δημήτρη.
Εσείς βουνά της Καστανιάς, βουνά και του Μαινάλου
τους κλέφτες τι τους κάνατε, τον Καπετάν-Δημήτρη.
Αυτός πήγε και ταμπουρώθηκε μέσα στο Σταχτοκούλι
μας είπαν πως λαβώθηκε μες το δεξί το μάτι.
Κι΄ λεν πως δεν θα ξαναρθεί, δεν θα τον ξαναδούμε
μον΄ άφησε ορφανό παιδί, τον Αναστάση λένε.
Για κλάψτε βουνά της Καστανιάς και σεις κρυοβρυσούλες
Τον χάσαμε τον Τσαρουχά τον Καπετάν Δημήτρη.
“Του καπετάν-Δημήτρη (Τσαρουχά)”
Σαν τι κακό που έγινε κάτου στο Σαχτοκούλι
τον καπετάνιο σκότωσαν, και κλαιν οι φίλοι ούλοι.
Σκοτώθηκεν ο Τσαρουχάς, ο καπετάν-Δημήτρης
και κλαίει όλος ο ντουνιάς κι ερήμωσε το σπίτι.
Τους Μπέηδες δεν έτρεμε, τους Τούρκους δεν φοβούνταν
τη μπαμπεσιά σκιαζότανε, το πούλημα νοιαζόταν.
Και μία μέρα βροχερή, μία φαρμακωμένη
οι Τούρκοι ξεπροβάλανε και πλιάτσικο ζητούσαν
πέρα στα Ξενοπλιάνικα και δώθε από τον Λοντζάχο.
Μπροστά τους εκαρτέρεσε, στα ίσια τους εστάθη
και με τουφέκι τους βαρεί, μακριά τους εκρατούσε.
Μα αυτοί τον εκατάλαβαν πως μόνος του βρισκόταν
και γύρω-γύρω πέρασαν, στην πλάτη του βρεθήκαν.
Πολλές φορές του έριξαν και τρεις τον εβαρέσαν
η μια τον βρήκε στο πλευρό κι άλλη εις τον ώμο.
Κι η τρίτη η φαρμακερή τον βρήκε μες στα στήθια.
Δεν είναι το θανατικό, δεν είναι η ανημπόρια
μα είναι το ορφάνεμα σ’ ολάκερη φαμίλια.
Που το παιδί του ορφάνεψε και η πείνα το θερίζει
σκυλιά το εζεστάνανε και σκύλες το ταίσαν.
“Κακό μεγάλο έγινε”
Κακό μεγάλο έγινε
ο Καπετάνιος πέθανε.
Γιε μ’ κάτου στο Σαχτοκούλι
Κλαίν’ στο Μπεζενίκο ούλοι.
Σκοτώθηκε ο Τσαρουχάς
και κλαίει όλος ο ντουνιάς.
Κλαιν’ οι Κολοκοτρωναίοι
οι κλέφτες κι οι καπεταναίοι.
Εχάσαμε τον Τσαρουχά
που ‘χε τρομάξει την Τουρκιά,
Γιε μου τον καπετάν-Δημήτρη
κι άφησε ορφανά και σπίτι.
Το 1821 είναι η χρονιά που ο Ελληνικός λαός σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης και όπως ειπώθηκε δια στόματος Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: “όταν αποφασίσαμε να κάμωμε επανάσταση δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις”. Έτσι και ο Δημήτρης Τσαρουχάς δεν συλλογίστηκε ότι μόνος θα αντισταθεί στους Τούρκους και ότι αυτοί είναι πολλοί, αλλά ακολούθησε την δύναμη της ψυχής και τον πόθο για ελευθερία μένοντας μόνος ταμπουρωμένος και αντιμετώπισε τον εχθρό, επαληθεύοντας τον Ρήγα Φεραίο: “καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή”.
Αφιέρωμα στην μνήμη του.
Οι απόγονοι του.
“Οι άρρενες απόγονοι του Δημήτρη Τσαρουχά”
Ανήμερα της 25ης Μαρτίου 2021,ο μικρότερος απόγονος του ήρωα Δημήτρη Τσαρουχά, που διαμένει στην Βλαχέρνα, Αθανάσιος Θεοδ. Τσαρουχάς, αποδίδων τιμές στον προπάτορα.