ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΝΟΜΑΤΑΙΟΣ” ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ο δεκατετράχρονος Θοδωρής μεγαλώνει μέσα στο συντηρητικό μικροαστικό περιβάλλον της μεταδικτατορικής Ελλάδας – της χώρας με τις χίλιες ανασφάλειες, με τα ασαφή αντιφατικά οράματα και τις πασίγνωστες ρητορικές φανφάρες. Ανθρωποι ταλαιπωρημένοι από τις πολύχρονες πολεμικές περιπέτειες και από τον παρατεταμένο νοσηρό πολιτικό βίο. Κόσμος που ονειρεύεται, που διψά, που ζητά κάτι καλύτερο, και που πάνω στον πόθο αυτό θα καρποφορήσει ο καταστροφικός λαϊκισμός που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια. Μυθιστορηματικοί ήρωες στον «Νοματαίο» είναι μια οικογένεια που ζει σε μια αθηναϊκή γειτονιά με τα μάτια ακόμα στραμμένα στο μικρό της χωριό. Και ένα κομπολόι από πλούσιους και φτωχούς συγγενείς με κάποιες δημόσιες και ιδιωτικές αρετές και πολύ περισσότερα βίτσια. Ενα περιβάλλον, με άλλα λόγια, ασφυκτικό για τον ανήσυχο έφηβο που δοκιμάζει να σταθεί στα πόδια του διεκδικώντας τρυφερότητα, κατανόηση, λογική, ειλικρίνεια και ανεξαρτησία. Πώς να χωνέψει ο νεαρός πως ο αγαπημένος του θείος είναι το ίδιο πρόσωπο με τον πρώην αντάρτη που, όταν άνοιξε το στόμα του και άρχισε να καταδίδει τους συντρόφους του, μέχρι και ο στρατοδίκης σιχάθηκε; «Φτάνει πια, χάσου από μπροστά μου, παλιοκερατά να μη σε βλέπω…». Ενας λόγος παραπάνω λοιπόν για επανάσταση. Για να στραφεί πού; Στους μεγάλους φορείς των συλλογικών ριζοσπαστικών υποσχέσεων, στα θορυβώδη πολιτικά κόμματα της Αριστεράς και στις πολλά υποσχόμενες νεολαιίστικές οργανώσεις. Αυτή ήταν η Ελλάδα της δεκαετίας του ’70.
Γλώσσα ευρηματική και λειτουργική, και συχνή προσφυγή στην απέριττη έκφραση της λαϊκής αφήγησης. Ετσι ο Κουνέλης αναδεικνύει την Ελλάδα του κοινοτικού πολιτισμού που τα χρόνια εκείνα αρχίζει να εξαφανίζεται. Διότι μέσα από την ιστορία του ανυπότακτου Θοδωρή, κάθε ενότητα του έργου θέτει μερικά απ’ τα κεντρικά ζητήματα της μεταδικτατορικής Ελλάδας. Την ερήμωση των χωριών και την εξαφάνιση των απλών, λαϊκών ανθρώπων, που όπως η γιαγιά του αφηγητή παραπέμπουν στις αξέχαστες παπαδιαμαντικές μορφές ή στον Παντελή Πρεβελάκη. Την εξαφάνιση του μικρού, ταπεινού, αλλά αυθεντικού, όπως υπήρξε η φτωχή συνοικιακή ταβέρνα με τους σκονισμένους κεφτέδες και τους ξεφτισμένους σοβάδες. Την ελληνική σχολική εμπειρία. Ποιος δεν ένιωσε στο δημοτικό τους άθλους του Ηρακλή εθνική μας υπόθεση και ποιος δεν απελπίστηκε απ’ τη στείρα ξύλινη γλώσσα της εγκύκλιας γυμνασιακής παιδείας; Τη γλυκόξινη έξαψη του εφηβικού έρωτα στα ενθουσιώδη φεστιβάλ της αριστερής νεολαίας. Μια υφέρπουσα, τέλος, βιαιότητα σε πολλές απ’ τις εκφάνσεις του καθημερινού ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Οχι, ο Κουνέλης δεν εξιδανικεύει ούτε ζητά επιστροφή στο παρελθόν. Μας θυμίζει, όμως, πώς ξεκινήσαμε πριν από τριάντα πέντε χρόνια.
Tης Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo. gr