ΤΟΠΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ (του Διονυσίου Χρ. Κουτσούγερα)
Λέξεις που χάθηκαν ή χάνονται…
Διαβάστε τι σημαίνουν!!
Σ
Σαλάχατα: σπρώχτα
Σαρίδια: μικρά σκουπίδια
Σαρώνω: σκουπίζω
Σκιάζετε: φοβάται
Σκοτούρα: ζαλάδα
Συμπράγκαλα: διάφορα εργαλεία
Σάϊσμα: χαλί από τραγόμαλλο
Σκουντάω: ακουμπάω σπρώχνοντας
Σκουζμάρια: φωνές
Σκούζω: φωνάζω
Σούσουρο: κάτι ακούγετε
Σούρουπο: το ηλιοβασίλεμα
Στάκα: στάσου
Σκουτιά: ρούχα
Σουλουπώνω: συμμαζεύω
Στερνά: ύστερα
Στράφι: πήγε χαμένο
Σπιθούρι: σπυράκι
Σμπαράλια: πολλά σπασμένα κομμάτια
Σιμπάω: ρίχνω ξύλα στην φωτιά
Σκαμπίλα: σφαλιάρα
Σκαπέτησα: έφυγα μακριά
Σούδα: στενό δρομάκι
Σιακάτου: προς τα κάτω
Σιαπάνου: προς τα πάνω
Σιάτρα πάτρα: όπως να ΄ναι
Σκάρτο: άχρηστο
Συριανάει: περπατά από εδώ και από εκεί
Σπολλάτι: ευχαριστώ ή πάλι καλά (ειρωνικά)
Σειριά: σόϊ ή γενιά
Σεκλέτι: στεναχώρια
Σέκος: νεκρός ή ξερός από κούραση
Σέμπρος: συνέταιρος σε γεωργικές εργασίες
Στρακαστρούκα: αυτοσχέδια κροτίδα
Σώνω: τελειώνω κάτι
Στανιάρω: επανέρχομαι στην αρχική θέση
Συχαρίκια: ευχάριστα μηνύματα
Τ
Ταχιά: αύριο
Ταγάρι: υφαντή τσάντα
Τράμπα: ανταλλαγή
Τουρτουρίζω: τρέμω από το κρύο
Τσιγκλάω: προτρέπω
Τίγκα: γεμάτο μέχρι πάνω
Τουρλοκολιάστηκε: έπεσε ανάποδα
Ταράκουλο: ταραχή
Τέντζερης: κατσαρόλα
Τελπεχανάς: τεμπέλης
Τυράω: κοιτάω
Τέσα: κατσαρόλα μεταφοράς φαγητού
Τσουράπια: κάλτσες
Τζερεμέτισα: σε ξόδεψα
Τρανός: μεγάλος
Τράτο: περιθώριο
Τρίμματα: ψίχουλα
Τζουλούφι: τούφα από τα μαλλιά της κεφαλής
Τέμπλα: μακρύ ξύλο για ράβδισμα
Τριχιά: μακρύ σχοινί
Τσουρουφλίστηκε: κάηκε λίγο
Τορός: συνεχόμενες πατημασιές
Τυλόθηκα: χόρτασα
Ταμάμ: ίσα-ίσα
Τσιτσίδι: γυμνός
Τσιούρμο: πολλά άτομα μαζί
Τραγιάσκα: καπέλο
Τσούκλωσε: κυνήγησε
Τσεροπούλια: μικρά άγρια πουλιά
Τσιέντα: σπρώξε ή βοήθησε
Τροκάνια: κουδούνια αιγοπροβάτων
Τσαλαφός: χαζός
Τσιακουμάκι: αναπτήρας
Τσέγκουρα: άγουρα μικρά σταφύλια
Τσέπι: κέρατο
Τσίφτης: εξηγημένος
Τσότρα: πήλινο παγούρι
Τσούπα: θυγατέρα, κόρη
(συνεχίζεται…το άλλο Σαββατοκύριακο!)