ΤΟ ΠΡΩΤΟΖΕΜΑ!
Όταν ερχόταν τα πρωτοβρόχια άρχιζε η σπορά, τότε όργωναν με τα βόιδια, τα οποία τα φύλαγε ο Βρυκόλος, του έδιναν αμοιβή ένα ντενεκέ γέννημα.
Αυτοί που είχαν δικά τους βόιδια, είχαν δικό τους ζευγάρι και αυτοί που είχαν από ένα, σμίγανε και λεγόσαν σέμπροι. Άκουγες λογής λογής ονόματα: Ω!Μελισή Ω! Κονιάρη Ω! Μαυρομάτη κτλ. Τα βόιδια το χαβά τους, βάδιζαν με αργό ρυθμό σέρνοντας το ξυλάλετρο που όργωνε τη γη.
Μετά έκαμαν την εμφάνισή τους, τα σιδεράλετρα, τα δίφτερα και τα μονόφτερα που τα σέρναν άλογα και μουλάρια και φτούραγε η δουλειά. Τα βόιδια μείναν στην ιστορία, δεν υπάρχουν στο χωριό μας.
Στο χωράφι πηγαίναν μπονόρα (νωρίς) και το χωριό μοσχοβολούσε από τους τσιγουρισμένους με γουρναλοιφή τραχανάδες, να φάει σε πιάτο ο ξυγολάτης και να φύγει. Στο πρωτόζεμα άνοιγαν και την τελευταία λαγήνα με το παστό και φτιάχναν με αυγά και κρεμμύδια τον περιβόητο καγιανά. Σπέρναν ως του Αγίου Σπυρίδωνος δεν άφηναν ούτε άκρη ακαλλιέργητη.
Την πρώτη ημέρα η νοικοκυρά έριχνε στο σπόρο μυγδαλοκάρυδα. Τα παχνιά των αλόγων τα είχαν κάτω από το παραγώνι που ήταν το κατώι, τους είχαν βάλει και κουδούνια κι όταν χτυπούσαν τα κουδούνια ήταν σημείο ότι υπήρχαν άχυρα στο παχνί. Όταν σταμάταγαν κατέβαιναν από τον καταρράχτη και τα πάχνιζαν.
Βάραγαν τα κουδούνια ρυθμικά λες και παίζαν τα μουλάρια μουσική, διότι το κάθε κουδούνι είχε δικό του ήχο. Τότε από τις φοράδες και τις γαϊδούρες είχαμε αναπαραγωγή μουλαριών. Το καλύτερο γαϊδούρι για σπορίτη το είχε ο Ατσαλοβούτας και άλογο ο Ταργατζής. Όταν γεννούσαν οι γαϊδούρες και οι φοράδες, πήγαιναν κρέμαγαν στο σπορίτη ένα μαντήλι καλαματιανό στο καπίστρι του. Στις 21 Νοέμβρη στα Εισόδια το λέγαν της Παναγίας της Μισοσπορίτισας, ήσαν στη μέση της σποράς και λέγαν «Μισό έσπειρες, μισό έφαγες, μισό έχεις να περάσεις». Το Γενάρη οι περισσότεροι στο Θοδωρέλο στον Πούλο και στον Κολοτούρο για αλεύρι.
Το βράδυ σαν γύριζαν οι ζευγολάτες ήσαν έτοιμες οι τρυφτάδες για ρούφημα. Γέμιζαν τη μουρχούτα και ρίχναν και κρασί, όταν τη βράζαν ρίχναν και πιπεριά σπέτσα, το καλύτερο πρόχειρο ρόφημα!
* Από την Λαογραφία του αείμνηστου Φίλιππα Στ. Κολλιόπουλου.