ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΤΣΑΚΑΝΙΚΑ
Κλαίνε τα παλιογάλαρα
βουρκώνει η Καστανιά,
που είναι οι τσοπάνηδες
ρωτάει η κοπρισιά.
**
Τόποι που είχανε ζωή
περνάνε στην αφάνεια
ούτε σφυρίγματα ακούς
ούτε χτυπούν τροκάνια.
**
Το κάθε στανοτόπι
σιγά-σιγά ριμώνει,
που είναι ο Χλιμπούνης
με το γέρο Γκαρσόνι;
**
Μικρός περνούσα κι έβλεπα
Τσιτάγια, Κοτσαρίκο
τον Τσαρουχά τον Τάκη
και σένα Μπάρμπα-Νίκο.
**
Στην βρύση έπινες νερό
ψηλά από το τσιουγκάνι,
αγνάντευες τα γίδια σου
που ΄ρχοσανε στη στάνη.
**
Ήπιος, σεμνός και ταπεινός
ο βίος ο δικό σου,
νωρίς πληγώθεις που ΄χασες
εσύ τον αδελφό σου.
**
Σαν αστραπή σαν κεραυνός
εφθάσανε τα νέα,
ο Γιώργης ο Καρούντζος
σκοτώθη στην Τεγέα.
**
Χρόνια μετά αργότερα
κι άλλο μαντάτο φθάνει,
πως πήρε ο χάρος στο Μαντρί
το γέρο-Τσακαγιάννη.
**
Εκεί ήταν που κατέρευσες
έφραγμα καρδιά,
βόλτες στους δρόμους του χωριού
κι όχι στην Καστανιά.
**
Πάντα συνοδευόμενος
από την θεια-Σταμάτα
περπάταγες αργά-αργά
σαν το παιδί στη στράτα.
**
Της Παναγιάς ανήμερα
γλεντούσες στην αυλή σου
και εσύ καθόσουν κι έκλαιγες
κοιτώντας τους γονείς σου.
**
Τους κοίταζες σαν να ΄θελες
να ακούσεις μυστικά τους,
σαν να ΄ξερες πως γρήγορα
ότι θα πας κοντά τους.
**
Μήπως από το χάρο
το ζήτησες σαν χάρι,
να έρθει μες στο ύπνο σου
εκείνος να σε πάρει.
**
Κι εκείνος σε περίμενε
σου ΄κανε το χατήρι
και ήρθε και σε πήρε
μετά το πανηγύρι.
**
Άλλα στοιχεία γνώριζα
κι άλλα τυχαία βρήκα
ευχές, καλό ταξίδι
γερο-Τσακανίκα…
Αιωνία σου η μνήνη, αείμνηστε μπάρμπα-Νίκο.
(Βασίλειος Π. Μεγρέμης)