Ο Δασονόμος Στέφανος Ι. Κολλίτζας γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βλαχέρνα. Ο πόλεμος με τους Ιταλούς στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα είχε αρχίσει και οι νικηφόρες μάχες είχαν οδηγήσει τον ηρωικό στρατό μας στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου, όταν στις 27 Δεκεμβρίου 1940 κλήθηκε σε επιστράτευση και η κλάση του 1927 και μαζί μ΄ αυτήν ο Στέφανος Ι. Κολλίντζας, που εκείνο τον καιρό υπηρετούσε στο δασικό τμήμα Κερατέας. Κατά τη συμμετοχή του στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο ηρωικό εκείνο έπος κρατούσε ημερολόγιο, που τον βοήθησε στην καταγραφή των εμπειριών του και των προσωπικών του βιωμάτων από την ημέρα της στράτευσής του μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Πενήντα πέντε χρόνια αργότερα εκδίδεται το βιβλίο του με τίτλο:
«Τότε… στα βουνά της Βορείου Ηπείρου (1940-41)»
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ)
Με αφορμή την φετινή επέτειο του ΟΧΙ, για να τιμήσουμε την εποποιία και θυσία του Ελληνικού έθνους, δημοσιεύονται επεξεργασμένα αποσπάσματα από την αυθεντική καταγραφή – μαρτυρία του πολεμιστή του Βορειοηπειρωτικού Έπους Στέφανου Ι. Κολλίντζα, που δόξασε και την Πατρίδα και τη γενέτειρά του τη Βλαχέρνα.
[…] «Στις 2 τη νύχτα άρχισε η εκκίνηση κατάληψης της ισχυρά οχυρωμένης κορυφογραμμής του όρους Δόντι, που δέσποζε σ’ όλη την πεδιάδα του Αργυροκάστρου και από την άλλη μεριά στα γύρω υψώματα του Αώου, όπου συνάπτονταν σφοδρές μάχες και ήταν σημαντικότατη πολεμική θέση για τους Ιταλούς. Η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, το έδαφος απότομο, το χιόνι παγωμένο και ολισθηρό. Σχηματίσαμε αλυσίδα ανεβήκαμε στην κορυφή και μετά από αγωνιώδη προσπάθεια φτάσαμε στα χαρακώματα. Πριν ξημερώσει, το πυροβολικό μας έβαλε καταιγιστικά στα Ιταλικά χαρακώματα, που αντέδρασαν με την ίδια ορμή. Με το χάραμα η σάλπιγγες σήμαναν «Προχωρείτε!»
Ξεπετάχτηκαν από τα χιόνια οι φαντάροι μας και με εφ’ όπλου λόγχη φωνάζοντας «Αέρα!» όρμησαν προς τα Ιταλικά χαρακώματα, τα οποία είχε καθηλώσει το πυροβολικό μας. Ο 3ος λόχος θα βάδιζε στην αριστερή πλευρά του υψώματος προς τον Δρίνον για να πλαγιοβάλει το οχυρό ύψωμα του Τσιάνο και να διασπάσει τα συρματοπλέγματα και να το καταλάβει για να εξουθενώσει την αριστερή πλευρά του μετώπου. Εμείς προχωρούσαμε και φθάνοντας πάνω από το ύψωμα Τσιάνο, βρεθήκαμε προ του εξής θεάματος: οι δικοί μας είχαν πέσει μέσα στο οχυρό εκ των όπισθεν και οι Ιταλοί βγήκαν μαχόμενοι σώμα με σώμα. Τα ιταλικά όπλα είχαν σωπάσει λόγω αυτής της σώμα προς σώμα εμπλοκής. Ένας λοχίας του λόχου μας ονόματι Καναβός χτυπούσε συνεχώς με το αυτόματο κατά των Ιταλών μουστωμένος προφανώς από τη μάχη. Ακούσαμε μια δυνατή φωνή: «Καναβέ καλύψου, πέσε κάτω Κανα..» και ένα βλήμα τον χτύπησε στο μέτωπο. Ο ηρωικά μαχόμενος εκείνος λοχίας έκαμε μια στροφή και ξάπλωσε στο έδαφος… Τέτοιου είδους ήρωες υπήρξαν πολλοί στις μάχες τούτες. Αιωνία τους η μνήμη! Οι εναπομείναντες Ιταλοί ύψωσαν τα χέρια και παραδόθηκαν.
Περάσαμε το πεδίο μάχης και πλησιάσαμε το χωριό Λέκι. Ξαφνικά δεχθήκαμε ομοβροντίες από το απέναντί μας Τεπελένι. Πέσαμε στο έδαφος να καλυφθούμε. Τα βλήματα σύριζαν και έσπαγαν στις πέτρες. Πήραμε εντολή και αποσυρθήκαμε στο καταληφθέν οχυρό, όπου οι στρατιώτες μας κρατούσαν τους Ιταλούς αιχμαλώτους για να μην τους χτυπούν τα απέναντι Ιταλικά φυλάκια, ώσπου να τους πάρουν το πολεμικό υλικό. Ένας δικός μας ξεχώρισε από το πλέγμα αυτό και ανηφορίζοντας μας φώναξε: «Είμαι ο Ανθ/στής Μαυρομάτης, έρχομαι ως σύνδεσμος του…» και ένα εχθρικό βλήμα έσκασε δίπλα του και τον διέλυσε τελείως…
Μέσω της χαράδρας καταφύγαμε στην αρχική μας θέση. Ο εχθρός μας σφυροκοπούσε αδιάκοπα με σφοδρότητα και μανία. Τη νύχτα μας έφεραν τρόφιμα και εφόδια. Κατά τη διανομή ένας όλμος έσκασε και σκότωσε τρεις στρατιώτες και τραυμάτισε εννέα. Το τι ακολούθησε είναι ανώτερο πάσης περιγραφής. Κλαυθμός και οδυρμός, ιδιαίτερα εκείνων, που είχαν τραυματιστεί θανάσιμα. Ένας απ’ αυτούς ξέσπασε σε τέτοια συγκινητικά μοιρολόγια, που και οι πέτρες ακόμα δάκρυσαν. Έπαιρνε η χαράδρα τη φωνή του, την τριγύριζε στα βράχια και την επέστρεφε σαν απόηχο πιο οδυνηρή, πιο πένθιμη και πιο λυπητερή. Μα η φωνή σιγά-σιγά αδυνάτιζε και εντός ολίγου έπαυσε για πάντα να ακούγεται. Αιωνία σας η μνήμη αθάνατοι ήρωες…
Επιδέσαμε τα τραύματα των συντρόφων μου και φροντίσαμε ολονυχτίς να μεταφερθούν στο Λάμποβο. Ο εχθρός αύξανε τη σφοδρότητα των όπλων και καταλάβαμε ότι ετοιμάζουν αντεπίθεση. Το βουνό μεταβλήθηκε σε τόπος πυρός και σιδήρου. Μέσα σ αυτό το καμίνι συρθήκαμε και καταλάβαμε θέσεις στην άκρη της ράχης. Κάποια στιγμή, αφού ο εχθρός πίστεψε ότι είχε ισοπεδώσει τα πάντα και νομίζοντας ότι δεν υπάρχει πλέον ψυχή, διέταξε αντεπίθεση με ένα τάγμα στρατού, που σίγουροι για την ανυπαρξία μας, ξεχύθηκαν με ορμή προς το μέρος μας. Τι απογοήτευση όμως, τους κατάλαβε όταν πλησίασαν και αιφνιδίως άκουσαν τα ελληνικά όπλα να κτυπούν επιτυχώς και να τους θερίζουν. Αμέσως διετάχθη οπισθοχώρηση των διασωθέντων.
Μετά την οικτρή τους αποτυχία οι Ιταλοί διατάχθηκαν να σφυροκοπήσουν ανηλεώς τις θέσεις μας. Το τι επακολούθησε είναι τελείως αδιανόητο. Ομοβροντίες ταυτόχρονα όλων των όπλων διέσχιζαν τους αιθέρες και έσπαζαν στο μέτωπο μας αδιάκοπα. Το βουνό καιγόταν κυριολεκτικά. Βρισκόμουν ξαπλωμένος στο έδαφος κοντά σε ένα ρίζωμα με το δεξιό μάγουλο εφαπτόμενο της πέτρας, που μόλις μου κάλυπτε το κράνος. Ένα βλήμα έσκασε πάνω σ αυτή την πέτρα. Ήταν τόσο μεγάλος ο κρότος που νόμιζα ότι διαλύθηκα. Συνήλθα και είδα τους νοσοκόμους που μου επέδεναν τα τραύματα, αφού είχε κάπως κοπάσει η καταιγίδα της μάχης. Ευτυχώς δεν ήταν σοβαρά. Μου είπαν ότι είχαμε 10 νεκρούς και 40 τραυματίες κάπως βαριά.
Αυτό κράτησε για μερικές ημέρες. Ένα μεσημέρι, κατόπιν ισχυρού βομβαρδισμού, ένας στρατιώτης τραυματίστηκε πολύ σοβαρά μέσα στη χαράδρα που χώριζε τα δύο αντερίσματα των αντιπάλων και φώναζε απελπισμένα: «Αδέρφια, Έλληνες, ελάτε πάρτε με» Κάθε απόπειρα όμως, καθόδου προς τη χαράδρα για βοήθεια, σήμαινε βέβαιο θάνατο. Σιγά σιγά η φωνή του τραυματία αδυνάτιζε, ώσπου σταμάτησε τελείως… Τι θέαμα θλιβερό, τι άκουσμα φρικτό… Ο συνάδελφός σου να ψυχορραγεί και να μη είσαι σε θέση να του προσφέρεις βοήθεια.
Επιμέλεια: Γιώργος Ι. Καρούντζος