Ποδοσφαιρική δράση στο 5X5 και στο βάθος τουρνουά
Μέρα παρά μέρα τις καθημερινές, κάτω από τους έντονους προβολείς και πάνω στον συνθετικό τάπητα τσουλάει η ασπρόμαυρη ποδοσφαιρική μπάλα, μια εικόνα που από ξένη πλέον έχει γίνει ξανά οικεία στους ανθρώπους του χωριού μας.
Βράδυ παρά βράδυ, δίνονται δυνατοί φιλικοί αγώνες από νέους και μη του χωριού. Το ραντεβού είναι συνήθως στις 21:00, τα φώτα ανοίγουν και η δράση ξεκινάει. Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για δυνατούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, αρκεί μόνο να έρθει κάποιο βράδυ στις 21:00 στο γήπεδο, με το άνοιγμα των προβολέων.
Τον Αύγουστο αναμένεται να γίνει πιο έντονη και συχνή η δράση, με την Α.Ε.Β να φημολογείται ότι είναι έτοιμη να ανακοινώσει το πρώτο τουρνουά 5χ5 στο χωριό μετά από χρόνια.
ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΣΤΗ ΒΛΑΧΕΡΝΑ
Θεία λειτουργία τελέστηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Βλαχέρνα, με αφορμή την εορτή του Προφήτη Ηλία. Αρκετός κόσμος συμμετείχε, υπήρξε αρτοκλασία και τάματα πιστών.
Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες!
Αναμνήσεις ενός δεκατριάχρονου από τη 19η Ιουλίου 1944!
του Μιχάλη Κουτσούγερα του Γεωργίου
(όπως τις αφηγήθηκε στην κόρη του, Φωτεινή)
«Αλτ! Πού πας εσύ;» άκουσα τη φωνή του αντάρτη να με ρωτάει.
«Πάω να ιδώ τη μάχη!» απάντησα με θάρρος.
«Να γυρίσεις πίσω αμέσως, που θες να ιδείς τη μάχη!» με φοβέρισε ο αντάρτης με αυστηρό βλέμμα.
Μόλις είχα κλείσει τα 13. Είχα ακούσει ότι θα γινόταν μεγάλη μάχη στο χωριό και είχα φύγει κρυφά από του Χαλιτσιά, όπου είχαμε καταφύγει με τη μάνα μου και την αδερφή μου, για να δω πώς γίνονται οι μάχες. Κατάφερα να φτάσω ανενόχλητος μέχρι τη Βαρσανίτσα, όπου έγινε η παραπάνω συνάντηση, αλλά από εκεί δυστυχώς έπρεπε να επιστρέψω άπραγος.
Φτάνοντας πίσω στου Χαλιτσιά τους βρήκα όλους πολύ ανήσυχους μιας και είχε ακουστεί ότι υπήρχε κίνδυνος να περάσουν Γερμανοί από το σημείο εκείνο. Η πληροφορία αποδείχτηκε εκ των υστέρων λανθασμένη, όμως μιας και εμείς εκείνη τη στιγμή δεν το γνωρίζαμε, αποφασίσαμε να φύγουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Όλοι μαζί, αντάρτες και Βλαχερναίοι, συνεχίσαμε λοιπόν την ανάβαση, περνώντας από του Τσάφολη, του Λολώνη τις γούβες και την Αρπακωτή, μέχρι που φτάσαμε στην Καναβόλακκα. Είχαμε μαζί μας και τα δύο μας άλογα, τον Καρά και τον Κίτσιο. Το γουρούνι μας ήταν ευτυχώς εντελώς ανεξάρτητο, μιας και αναγνώριζε τον ήχο του συναγερμού και σαν τρελό έτρεχε προς το βουνό, ακολουθώντας τον κόσμο που ανέβαινε τρέχοντας για να σωθεί. Όλοι αναγνωρίζαμε αυτόν τον ήχο. Η Οργάνωση είχε στήσει παρατηρητήριο στο Κοφίνι, και συγκεκριμένα στο σημείο Τσιούμπα, ακριβώς απέναντι από το Λεβίδι. Από εκεί μπορούσαν να ελέγχουν πότε τα γερμανικά οχήματα αποχωρούσαν από το Λεβίδι και αμέσως ειδοποιούσαν να σημάνει συναγερμός στο χωριό.
Η περιέργειά μου όμως ήταν μεγάλη και μου ήταν αδύνατον να μείνω άλλο στην Καναβόλακκα, τη στιγμή που είχε ήδη φτάσει στ’ αυτιά μας η είδηση ότι το χωριό καιγόταν. Αποφάσισα λοιπόν να ξαναφύγω κρυφά, και ακολουθώντας μια ομάδα συγχωριανών μου, έφτασα στο Νεραϊδοβούνι. Άκουγα στο δρόμο να λένε ότι έπρεπε να προχωράμε με προσοχή και όσο αθόρυβα μπορούσαμε, και αυτό έκανα κι εγώ. Και όταν φτάσαμε εκεί, είδα κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είδα το χωριό μου να καίγεται. Δεν ξέρω ποια ώρα της ημέρας ήτανε. Παρόλο που όταν εγώ έφτασα εκεί η φωτιά είχε κοπάσει αρκετά αφού είχε ήδη καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της, θυμάμαι τους καπνούς που ακόμα έβγαιναν από τα σπίτια μας. Λίγη ώρα πριν, όπως άκουγα γύρω μου, οι καπνοί αυτοί ήταν πολύ πιο πυκνοί και ανέβαιναν σαν κύματα προς τον ουρανό σκεπάζοντας όλο το χωριό. Αυτή η εικόνα μου έχει εντυπωθεί στο μυαλό πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο. Θυμάμαι μάλιστα τα σύννεφα καπνού που έβγαιναν από το μύλο μας, στην άκρη του χωριού. Ήταν το τελευταίο κτήριο του χωριού που πήρε φωτιά. Ο μύλος μας βρισκόταν στην αρχή της Μακρεμαλλιάς και ανήκε στον πατέρα μου, Γιώργη Κουτσούγερα (που είχα χάσει όταν ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών), καθώς και στους τρεις συνεταίρους του, Γιώργη Βάγια, Κώστα Κολλίντζα και Βασίλη Κουνέλη. Τη στιγμή εκείνη δεν μπορούσα φυσικά να καταλάβω τι σήμαινε να χάνεις τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες, ούτε καν να συνειδητοποιήσω ότι αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου ήταν αληθινό.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι τη μάνα μου να μου ζητάει να πάρω τα άλογα και να τα πάω στον κάμπο για να τα βοσκήσω, μιας και δεν υπήρχε τροφή πουθενά στο βουνό. Εκεί, όπως μου είπε, θα έβρισκα τον παππούλη μου, τον Καλημάνη. Αυτό συνέβη την επομένη του ολοκαυτώματος. Καβάλα λοιπόν στον Καρά και με τον Κίτσιο να μας ακολουθεί, άρχισα την κατάβαση προς το χωριό. Τον δρόμο της επιστροφής τον θυμόμουνα καλά και δεν ένιωθα κανένα απολύτως φόβο. Μετά από δύο περίπου ώρες, έφτασα στις παρυφές του χωριού, στη Δεξαμενή, και αντίκρυσα τα πρώτα σπίτια του. Ήταν όλα καμένα και με τις στέγες τους και τα παράθυρά τους να χάσκουν ορθάνοιχτα. Κατηφορίζοντας λίγο ακόμα δεν άργησα να βρεθώ και μπροστά στο δικό μου σπίτι. Ήταν αγνώριστο, καμένο σχεδόν ολοσχερώς. Η στέγη του είχε καταρρεύσει και είχαν απομείνει μόνο οι τέσσερις τοίχοι να στέκονται ακόμα όρθιοι. Κι όμως δεν σταμάτησα, απλώς κοντοστάθηκα λίγο πάνω στο άλογο. Χωρίς να σταματήσω πουθενά διέσχισα όλο το χωριό μέχρι το Χάνι, όπου επιτάχυνα λίγο, μιας και είχα το φόβο να μην πέσω πάνω σε Γερμανούς. Δεν συνάντησα ψυχή στο δρόμο μου. Είδα ένα ολόκληρο χωριό, που πριν από λίγες μέρες έσφυζε από ζωή, στις στάχτες. Από κάποια σπίτια έβγαιναν ακόμα καπνοί από τη βάση τους, όπου είχαν καταρρεύσει οι στέγες τους.
Στον κάμπο συνάντησα τον παππούλη μου. Ήταν μακριά από το κακό που γινόταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, εγκατεστημένος σε ένα φρατζάτο που είχε φτιάξει για να φυλάει τα περιβόλια του. Απ’ ό,τι θυμάμαι, έμεινα λίγες μέρες μαζί του, και κατάφερα μάλιστα να τον εντυπωσιάσω μια μέρα πιάνοντας μια πάπια ζωντανή, πηδώντας στο ποτάμι από ένα σημείο όπου δεν είχε βούτημο και κινδυνεύοντας να πνιγώ. Αυτό ήταν και το γεύμα μας εκείνο το βράδυ.
Όταν γύρισα στο χωριό βρήκα τη μάνα μου και την αδερφή μου εξουθενωμένες, μιας και είχαν αναγκαστεί να επιστρέψουν στο χωριό μετά από ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας μέσω Καρδαρά. Αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε προσωρινά στο καλύβι μας στη Γιαννιά, το οποίο έπρεπε να αρματώσω μόνος μου για να μπορέσουμε να μείνουμε εκεί. Δεν είχα βέβαια ιδέα πώς να το αρματώσω, αλλά αναγκάστηκα να μάθω πολύ γρήγορα. Ούτε μπορούσα να φανταστώ τις ανείπωτες κακουχίες που θα επακολουθούσαν, ούτε καν ότι θα μέναμε εκεί για σχεδόν εννιά χρόνια.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι προτίμησα την απλή περιγραφή των γεγονότων μέσα από τα μάτια ενός δεκατριάχρονου παιδιού που έγινε μάρτυρας μιας απάνθρωπης πράξης, αποφεύγοντας να περιγράψω τα συναισθήματα που ένιωσα, τα οποία κυμαίνονταν από ένα οδυνηρό ξάφνιασμα μέχρι τη θλίψη. Κι όμως, αυτό που θυμάμαι είναι ότι το αίσθημα που κυριαρχούσε ανάμεσα μας δεν ήταν αυτό της απόγνωσης. Θυμάμαι την εικόνα ενός χωριού που ο κόσμος του δεν θέλησε να πτοηθεί από τη φρίκη που έζησε χάνοντας τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους, αλλά να επικεντρωθεί στο ότι δεν είχαν χάσει το πολυτιμότερο αγαθό από όλα – τη ζωή τους *. Ένα χωριό που έγινε, και ακόμα είναι, σύμβολο υπέρβασης.
* Χωρίς να ξεχνώ αυτούς που έχασαν τη ζωή τους εκείνες τις ημέρες (Γιώργη Κουτσούγερα του Παναγιώτη, Τάση Κουτσούγερα, Θοδωρή Κουτσούγερα και τους γέροντες Τρύφωνα Κατσούλη, Τάση Τζιώλα και Δημήτρη Λολώνη) καθώς και τις οικογένειές τους, αλλά και τις υπόλοιπες οικογένειες του χωριού μας που θρήνησαν το χαμό των αγαπημένων τους σε άλλες στιγμές του αγώνα.
Από την Παγκόσμια Τράπεζα στα έλαια από ντόπια βότανα.
Την είσοδό της στις διεθνείς αγορές µέσω εξαγωγών, πραγµατοποιεί αυτή την περίοδο η εταιρεία Alexpant, η οποία διατηρεί καθετοποιηµένη καλλιέργεια, απόσταξη και τυποποίηση βρώσιµων και καλλυντικών ελαίων από βιολογικά βότανα, όπως ρίγανη και λεβάντα.
Η εταιρεία προχώρησε στη δηµιουργία της µονάδας παραγωγής που βρίσκεται στη Βιοµηχανική Περιοχή της Τρίπολης, ενώ έλαβε άδεια λειτουργίας τον περασµένο ∆εκέµβριο και ήδη οι πρώτες ποσότητες προϊόντων διατίθενται στην αγορά, είτε σε ελληνικά καταστήµατα βιολογικών και delicatessen προϊόντων, είτε σε επιλεγµένα σηµεία πώλησης στο εξωτερικό, τα οποία αναλαµβάνουν να διοχετεύσουν στην αγορά κατά τόπους συνεργάτες της εταιρείας προς το παρόν στη Γαλλία και στη Γερµανία. Στόχος είναι µετά την ολοκλήρωση της φετινής περιόδου απόσταξης να γίνουν επαφές για επέκταση σε Καναδά και Νότια Κορέα.
Η Alexpant έχει ιδιόκτητα 180 στρέµµατα καλλιέργειας ρίγανης, λεβάντας και δεντρολίβανου στην περιοχή της Κανδήλας, στο Λεβίδι Αρκαδίας, περίπου 30 χιλιόµετρα από την Τρίπολη (σ.σ.: στο κάμπο της Βλαχέρνας). Από το 2023 πρόκειται να ξεκινήσει πρόγραμμα συµβολαιακής γεωργίας µε παραγωγούς της Αρκαδίας. «Η συµβολαιακή θα υλοποιηθεί µε ανθρώπους στην περιοχή µας, έχουν δει τις φυτείες µας, γνωρίζουν το ρίσκο και τα αποτελέσµατα της συγκεκριµένης καλλιέργειας και έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να συνεργαστούν µαζί µας», λέει ο ιδρυτής της επιχείρησης, Αλέξιος Παντελιάς.
«Την τρέχουσα περίοδο εισερχόµαστε στις αγορές αποκλειστικά µε βιολογικά προϊόντα, ενώ ταυτόχρονα διαθέτουµε τις απαιτούµενες πιστοποιήσεις που κάνουν τη διαφορά. ∆ιατηρούµε πιστοποίηση βιολογικού προϊόντος και για την καλλιέργεια και για το εργοστάσιό µας, καθώς και πιστοποίηση FSSC 22000 για βρώσιµα προϊόντα, µε ιδιαίτερα απαιτητικές προδιαγραφές», λέει ο κ. Παντελιάς.
Ο ίδιος έχοντας θητεύσει ως στέλεχος της Παγκόσµιας Τράπεζας σε διάφορες χώρες του κόσµου, αποφάσισε το 2019 να αφοσιωθεί αποκλειστικά στον πρωτογενή τοµέα, επενδύοντας στην κατασκευή της συγκεκριµένης εγκατάστασης και στην ίδρυση της Alexpant. Επιθυµία του, όπως λέει, είναι να οδηγήσει την ελληνική γεωργία στο κατώφλι µεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, όπου θα διαθέτει τα προϊόντα του.
Η εταιρεία επί του παρόντος παράγει αποκλειστικά έλαια βοτάνων, ενώ έως το τέλος του 2022 θα προχωρήσει και στην παραγωγή ελαίων από ευκάλυπτο. Βασικό της προϊόν είναι το βιολογικό ριγανέλαιο. «Η χρήση του είναι πολλαπλή, σε παραφαρµακευτικά προϊόντα, ως ενισχυτικό γεύσης στα τρόφιµα, ως φυσικό αντιβιοτικό σε ζωοτροφές για εκτροφή κοτόπουλων ή ζώων», εξηγεί ο ίδιος.
Στο επίκεντρο της στρατηγικής που ακολουθεί είναι η χρήση βιώσιµων πρακτικών στην παραγωγή. Για παράδειγµα το νερό ψύξης για την απόσταξη των βοτάνων, επαναχρησιµοποιείται, µε αποτέλεσμα την σηµαντική εξοικονόµηση ποσοτήτων νερού καθηµερινά. «Μετά τη συγκοµιδή της ρίγανης ή των άλλων φυτών, επιστρέφουµε το υπόλειµµα στα χωράφια σε µορφή κοµπόστ ως βελτιωτικό για το έδαφος». Eπί της ουσίας το έλαιο ρίγανης µπορεί να χρησιµοποιηθεί ακόµα και σε µία σαλάτα ή ως συστατικό για τη βιοµηχανία τροφίµων αλλά και ως καλλυντικό. Η µεταποίηση και η απόσταξή του γίνεται σε περίπου τέσσερις ώρες µετά τη συγκοµιδή, µε τη χρήση ξηρού ατµού στα καζάνια της µονάδας και σε θερµοκρασία 98 βαθµών.
Πηγή: www.agronews.gr
ΟΧΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ!!
Το όχημα με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα, είναι το ιστορικό ταξί-αγοραίο του αειμνήστου Σπύρου Παπαχρόνη.
Μας είχε αποκαλύψει ότι το αγόρασε καινούργιο, 127.000 δραχμές, το 1969 από την αντιπροσωπεία του Μήτσια στη Τρίπολη. Ήταν μάρκας DATSUN, με μηχανή 2.000 κυβικών, βενζινοκίνητο σε χρώμα ασημί με λίγο θαλασσί! Ο ίδιος με αυτό το ταξί, έκανε 900.000 χιλιόμετρα.
Η φωτογραφία που σας παρουσιάζουμε είναι από το 1976, τραβηγμένη στη Νεμέα. Οι τιμές της εποχής εκείνης, για μια διαδρομή από Βλαχέρνα στην Αθήνα ήταν 800 δραχμές περίπου και από Βλαχέρνα στη Τρίπολη 100 δραχμές.
Την Κυριακή 24/7/2022 θα γίνουν οι εκδηλώσεις της 78ης Επετείου του Ολοκαυτώματος της Βλαχέρνας από τα Γερμανικά Στρατεύματα την 19η Ιουλίου 1944.