ΕΟΡΤΑΣΕ ΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΗ ΒΛΑΧΕΡΝΑ
foto: TzimisK
Χρόνια Πολλά στους εορτάζοντες!
78η Επέτειος του Ολοκαυτώματος της Βλαχέρνας από τα Γερμανικά Στρατεύματα την 19η Ιουλίου 1944.
Πραγματοποιήθηκε και φέτος η επέτειος του Ολοκαυτώματος της Βλαχέρνας από τα Γερμανικά στρατεύματα την 19η Ιουλίου 1944. Η εκδήλωση ξεκίνησε με την δοξολογία στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και κατόπιν εψάλει τρισάγιο στο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης από τον Ιερέα π. Παναγιώτη Σταμάτη.
Τον πανηγυρικό της ημέρας για την επέτειο του ολοκαυτώματος εκφώνησε ο δάσκαλος (στην Κύπρο) Βασίλης Ανδρ. Πανούσης.
Ακολούθησε κατάθεση στεφάνων, τήρηση ενός λεπτού σιγής στη μνήμη των νεκρών και ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου από την μπάντα του Στρατού.
Ο δήμαρχος Τρίπολης κ. Τζιούμης Κώστας.
Εκ μέρους της Βουλής ο βουλευτής Αρκαδίας κ. Βλάσης Κώστας.
Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντινόπουλος Οδυσσέας.
Ο Πρόεδρος της τοπ. κοινότητας Βλαχέρνας κ. Κολλίντζας Δημήτριος.
Ο Υποστράτηγος (ΠΒ) Σκουφίδης Δημήτριος, Διοικητής ΔΙΚΕ (IV ΜΠ)
Ο δημοτικός σύμβουλος δήμου Τρίπολης (και μέλος του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Νομού Αρκαδίας) κ. Κοσκινάς Δημήτριος.
Ο Αντιδήμαρχος δήμου Τρίπολης κ. Οικονομόπουλος Γεώργιος.
Εκ μέρους των συγγενών των θυμάτων πολέμου η κα Πόπη Παπαχρόνη.
Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Καντανιωτών Αττικής κ. Μαλανδράκης Γεώργιος.
Η εκπρόσωπος του πολιτιστικού Συλλόγου Καντάνου κ. Μαλανδράκη Ελένη.
Ο πρόεδρος της ένωσης προέδρων του δήμου Τρίπολης κ. Παναγιώτης Νικολόπουλος.
O πρόεδρος της τοπ. κοινότητας Βουτσαρά Φαλαισίας κ. Αθανασόπουλος Γεώργιος.
Ο εκπρόσωπος τύπου και επικοινωνίας της Νομαρχιακής επιτροπής ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής κ. Χασάπης Ιωάννης.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου των Απανταχού Βλαχερναίων κ. Τσαρουχάς Σ. Ηλίας.
Ο Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Βλαχερναίων Τρίπολης κ. Παπαχρόνης Νικόλαος.
Η πρόεδρος του αγροτικού-πολιτιστικού Συλλόγου Λίμνης (Άγαλι) κα Κουρή Κατερίνα.
Παρόν στην 78η επέτειο του ολοκαυτώματος της Βλαχέρνας και ο τ.Περιφερειάρχης Πελ/σου κ. Πέτρος Τατούλης.
Το παρόν στην 78η επέτειο του ολοκαυτώματος της Βλαχέρνας, έδωσαν εκπρόσωποι των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, ο Διοικητής ΔΙΚΕ (IV ΜΠ) Υποστράτηγος (ΠΒ) Σκουφίδης Δημήτριος, ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας Δημόπουλος Άγγελος Αστυνόμος Β΄, ο δήμαρχος Τρίπολης Κ. Τζιούμης, ο βουλευτής Κώστας Βλάσης, ο βουλευτής Γιώργος Παπαηλιού, ο βουλευτής Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, η Πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου δήμου Τρίπολης Γεωργία Παναγοπούλου, ο αντιδήμαρχος πολιτικής προστασίας του δήμου Τρίπολης Γεώργιος Οικονομόπουλος, η αντιδήμαρχος πολιτισμού του δήμου Τρίπολης Ελένη Καρούντζου, ο τ.Περιφερειάρχης Πελ/σου Πέτρος Τατούλης, οι περιφερειακοί σύμβουλοι Ευάγγελος Γιαννακούρας και Γεώργιος Ρουμελιώτης, ο δημοτικός σύμβουλος του δήμου Τρίπολης Δημήτριος Κοσκινάς, ο πρόεδρος της ένωσης προέδρων του δήμου Τρίπολης Παναγιώτης Νικολόπουλος, ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Βουτσαρά Γεώργιος Αθανασόπουλος, οι εκπρόσωποι των Συλλόγων του αδελφοποιημένου δήμου Καντάνου Χανίων Γεώργιος Μαλανδράκης και Ελένη Μαλανδράκη, η πρόεδρος του πολιτιστικού Συλλόγου Λίμνης Κατερίνα Κουρή, ο εκπρόσωπος τύπου και επικοινωνίας της Νομαρχιακής επιτροπής ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής Ιωάννης Χασάπης και εκπρόσωποι των πολιτιστικών συλλόγων της Βλαχέρνας. Παρόν και η μπάντα του Στρατού.
Την οργάνωση της τελετής είχε αναλάβει ο δημοτικός υπάλληλος κ. Βασίλειος Ζάβος. Ο δήμος Τρίπολης στο τέλος της εκδήλωσης πρόσφερε γεύμα σε κατάστημα του χωριού μας.
Την Κυριακή 24/7/2022 θα γίνουν οι εκδηλώσεις της 78ης Επετείου του Ολοκαυτώματος της Βλαχέρνας από τα Γερμανικά Στρατεύματα την 19η Ιουλίου 1944.
Η αυριανή εκδήλωση θα αρχίσει μισή ώρα αργότερα από την προγραμματισμένη ώρα, λόγω αλλαγής του Ιερέα της Θείας λειτουργίας (ο εφημέριος του χωριού μας, νόσησε με covid-19 και δεν μπορεί να παραβρεθεί).
78η Επέτειο του Ολοκαυτώματος της Βλαχέρνας από τα Γερμανικά Στρατεύματα την 19η Ιουλίου 1944
Ποδοσφαιρική δράση στο 5X5 και στο βάθος τουρνουά
Μέρα παρά μέρα τις καθημερινές, κάτω από τους έντονους προβολείς και πάνω στον συνθετικό τάπητα τσουλάει η ασπρόμαυρη ποδοσφαιρική μπάλα, μια εικόνα που από ξένη πλέον έχει γίνει ξανά οικεία στους ανθρώπους του χωριού μας.
Βράδυ παρά βράδυ, δίνονται δυνατοί φιλικοί αγώνες από νέους και μη του χωριού. Το ραντεβού είναι συνήθως στις 21:00, τα φώτα ανοίγουν και η δράση ξεκινάει. Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για δυνατούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, αρκεί μόνο να έρθει κάποιο βράδυ στις 21:00 στο γήπεδο, με το άνοιγμα των προβολέων.
Τον Αύγουστο αναμένεται να γίνει πιο έντονη και συχνή η δράση, με την Α.Ε.Β να φημολογείται ότι είναι έτοιμη να ανακοινώσει το πρώτο τουρνουά 5χ5 στο χωριό μετά από χρόνια.
ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΣΤΗ ΒΛΑΧΕΡΝΑ
Θεία λειτουργία τελέστηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Βλαχέρνα, με αφορμή την εορτή του Προφήτη Ηλία. Αρκετός κόσμος συμμετείχε, υπήρξε αρτοκλασία και τάματα πιστών.
Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες!
Αναμνήσεις ενός δεκατριάχρονου από τη 19η Ιουλίου 1944!
του Μιχάλη Κουτσούγερα του Γεωργίου
(όπως τις αφηγήθηκε στην κόρη του, Φωτεινή)
«Αλτ! Πού πας εσύ;» άκουσα τη φωνή του αντάρτη να με ρωτάει.
«Πάω να ιδώ τη μάχη!» απάντησα με θάρρος.
«Να γυρίσεις πίσω αμέσως, που θες να ιδείς τη μάχη!» με φοβέρισε ο αντάρτης με αυστηρό βλέμμα.
Μόλις είχα κλείσει τα 13. Είχα ακούσει ότι θα γινόταν μεγάλη μάχη στο χωριό και είχα φύγει κρυφά από του Χαλιτσιά, όπου είχαμε καταφύγει με τη μάνα μου και την αδερφή μου, για να δω πώς γίνονται οι μάχες. Κατάφερα να φτάσω ανενόχλητος μέχρι τη Βαρσανίτσα, όπου έγινε η παραπάνω συνάντηση, αλλά από εκεί δυστυχώς έπρεπε να επιστρέψω άπραγος.
Φτάνοντας πίσω στου Χαλιτσιά τους βρήκα όλους πολύ ανήσυχους μιας και είχε ακουστεί ότι υπήρχε κίνδυνος να περάσουν Γερμανοί από το σημείο εκείνο. Η πληροφορία αποδείχτηκε εκ των υστέρων λανθασμένη, όμως μιας και εμείς εκείνη τη στιγμή δεν το γνωρίζαμε, αποφασίσαμε να φύγουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Όλοι μαζί, αντάρτες και Βλαχερναίοι, συνεχίσαμε λοιπόν την ανάβαση, περνώντας από του Τσάφολη, του Λολώνη τις γούβες και την Αρπακωτή, μέχρι που φτάσαμε στην Καναβόλακκα. Είχαμε μαζί μας και τα δύο μας άλογα, τον Καρά και τον Κίτσιο. Το γουρούνι μας ήταν ευτυχώς εντελώς ανεξάρτητο, μιας και αναγνώριζε τον ήχο του συναγερμού και σαν τρελό έτρεχε προς το βουνό, ακολουθώντας τον κόσμο που ανέβαινε τρέχοντας για να σωθεί. Όλοι αναγνωρίζαμε αυτόν τον ήχο. Η Οργάνωση είχε στήσει παρατηρητήριο στο Κοφίνι, και συγκεκριμένα στο σημείο Τσιούμπα, ακριβώς απέναντι από το Λεβίδι. Από εκεί μπορούσαν να ελέγχουν πότε τα γερμανικά οχήματα αποχωρούσαν από το Λεβίδι και αμέσως ειδοποιούσαν να σημάνει συναγερμός στο χωριό.
Η περιέργειά μου όμως ήταν μεγάλη και μου ήταν αδύνατον να μείνω άλλο στην Καναβόλακκα, τη στιγμή που είχε ήδη φτάσει στ’ αυτιά μας η είδηση ότι το χωριό καιγόταν. Αποφάσισα λοιπόν να ξαναφύγω κρυφά, και ακολουθώντας μια ομάδα συγχωριανών μου, έφτασα στο Νεραϊδοβούνι. Άκουγα στο δρόμο να λένε ότι έπρεπε να προχωράμε με προσοχή και όσο αθόρυβα μπορούσαμε, και αυτό έκανα κι εγώ. Και όταν φτάσαμε εκεί, είδα κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είδα το χωριό μου να καίγεται. Δεν ξέρω ποια ώρα της ημέρας ήτανε. Παρόλο που όταν εγώ έφτασα εκεί η φωτιά είχε κοπάσει αρκετά αφού είχε ήδη καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της, θυμάμαι τους καπνούς που ακόμα έβγαιναν από τα σπίτια μας. Λίγη ώρα πριν, όπως άκουγα γύρω μου, οι καπνοί αυτοί ήταν πολύ πιο πυκνοί και ανέβαιναν σαν κύματα προς τον ουρανό σκεπάζοντας όλο το χωριό. Αυτή η εικόνα μου έχει εντυπωθεί στο μυαλό πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο. Θυμάμαι μάλιστα τα σύννεφα καπνού που έβγαιναν από το μύλο μας, στην άκρη του χωριού. Ήταν το τελευταίο κτήριο του χωριού που πήρε φωτιά. Ο μύλος μας βρισκόταν στην αρχή της Μακρεμαλλιάς και ανήκε στον πατέρα μου, Γιώργη Κουτσούγερα (που είχα χάσει όταν ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών), καθώς και στους τρεις συνεταίρους του, Γιώργη Βάγια, Κώστα Κολλίντζα και Βασίλη Κουνέλη. Τη στιγμή εκείνη δεν μπορούσα φυσικά να καταλάβω τι σήμαινε να χάνεις τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες, ούτε καν να συνειδητοποιήσω ότι αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου ήταν αληθινό.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι τη μάνα μου να μου ζητάει να πάρω τα άλογα και να τα πάω στον κάμπο για να τα βοσκήσω, μιας και δεν υπήρχε τροφή πουθενά στο βουνό. Εκεί, όπως μου είπε, θα έβρισκα τον παππούλη μου, τον Καλημάνη. Αυτό συνέβη την επομένη του ολοκαυτώματος. Καβάλα λοιπόν στον Καρά και με τον Κίτσιο να μας ακολουθεί, άρχισα την κατάβαση προς το χωριό. Τον δρόμο της επιστροφής τον θυμόμουνα καλά και δεν ένιωθα κανένα απολύτως φόβο. Μετά από δύο περίπου ώρες, έφτασα στις παρυφές του χωριού, στη Δεξαμενή, και αντίκρυσα τα πρώτα σπίτια του. Ήταν όλα καμένα και με τις στέγες τους και τα παράθυρά τους να χάσκουν ορθάνοιχτα. Κατηφορίζοντας λίγο ακόμα δεν άργησα να βρεθώ και μπροστά στο δικό μου σπίτι. Ήταν αγνώριστο, καμένο σχεδόν ολοσχερώς. Η στέγη του είχε καταρρεύσει και είχαν απομείνει μόνο οι τέσσερις τοίχοι να στέκονται ακόμα όρθιοι. Κι όμως δεν σταμάτησα, απλώς κοντοστάθηκα λίγο πάνω στο άλογο. Χωρίς να σταματήσω πουθενά διέσχισα όλο το χωριό μέχρι το Χάνι, όπου επιτάχυνα λίγο, μιας και είχα το φόβο να μην πέσω πάνω σε Γερμανούς. Δεν συνάντησα ψυχή στο δρόμο μου. Είδα ένα ολόκληρο χωριό, που πριν από λίγες μέρες έσφυζε από ζωή, στις στάχτες. Από κάποια σπίτια έβγαιναν ακόμα καπνοί από τη βάση τους, όπου είχαν καταρρεύσει οι στέγες τους.
Στον κάμπο συνάντησα τον παππούλη μου. Ήταν μακριά από το κακό που γινόταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, εγκατεστημένος σε ένα φρατζάτο που είχε φτιάξει για να φυλάει τα περιβόλια του. Απ’ ό,τι θυμάμαι, έμεινα λίγες μέρες μαζί του, και κατάφερα μάλιστα να τον εντυπωσιάσω μια μέρα πιάνοντας μια πάπια ζωντανή, πηδώντας στο ποτάμι από ένα σημείο όπου δεν είχε βούτημο και κινδυνεύοντας να πνιγώ. Αυτό ήταν και το γεύμα μας εκείνο το βράδυ.
Όταν γύρισα στο χωριό βρήκα τη μάνα μου και την αδερφή μου εξουθενωμένες, μιας και είχαν αναγκαστεί να επιστρέψουν στο χωριό μετά από ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας μέσω Καρδαρά. Αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε προσωρινά στο καλύβι μας στη Γιαννιά, το οποίο έπρεπε να αρματώσω μόνος μου για να μπορέσουμε να μείνουμε εκεί. Δεν είχα βέβαια ιδέα πώς να το αρματώσω, αλλά αναγκάστηκα να μάθω πολύ γρήγορα. Ούτε μπορούσα να φανταστώ τις ανείπωτες κακουχίες που θα επακολουθούσαν, ούτε καν ότι θα μέναμε εκεί για σχεδόν εννιά χρόνια.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι προτίμησα την απλή περιγραφή των γεγονότων μέσα από τα μάτια ενός δεκατριάχρονου παιδιού που έγινε μάρτυρας μιας απάνθρωπης πράξης, αποφεύγοντας να περιγράψω τα συναισθήματα που ένιωσα, τα οποία κυμαίνονταν από ένα οδυνηρό ξάφνιασμα μέχρι τη θλίψη. Κι όμως, αυτό που θυμάμαι είναι ότι το αίσθημα που κυριαρχούσε ανάμεσα μας δεν ήταν αυτό της απόγνωσης. Θυμάμαι την εικόνα ενός χωριού που ο κόσμος του δεν θέλησε να πτοηθεί από τη φρίκη που έζησε χάνοντας τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους, αλλά να επικεντρωθεί στο ότι δεν είχαν χάσει το πολυτιμότερο αγαθό από όλα – τη ζωή τους *. Ένα χωριό που έγινε, και ακόμα είναι, σύμβολο υπέρβασης.
* Χωρίς να ξεχνώ αυτούς που έχασαν τη ζωή τους εκείνες τις ημέρες (Γιώργη Κουτσούγερα του Παναγιώτη, Τάση Κουτσούγερα, Θοδωρή Κουτσούγερα και τους γέροντες Τρύφωνα Κατσούλη, Τάση Τζιώλα και Δημήτρη Λολώνη) καθώς και τις οικογένειές τους, αλλά και τις υπόλοιπες οικογένειες του χωριού μας που θρήνησαν το χαμό των αγαπημένων τους σε άλλες στιγμές του αγώνα.