2. ΤΑ ΝΕΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΤΗΡΙΑ 1928 -1932
«Για να Ιδρυθεί ένα σχολείο χρειάζεται πάνω από όλα ένα σπίτι. Όμως κατά την άφιξη μου δεν βρήκα παρά μόνο καλύβες που μόλις αρκούσαν για να προσφέρουν καταφύγιο σε χιλιάδες πεινασμένες οικογένειες». Το σημείο εκκίνησης, έτσι όπως περιγράφεται από τον Καποδίστρια, σε συνδυασμό με τη γενική εικόνα της εξέλιξης του σχολικού δικτύου, μας δίνουν μια Ιδέα για το μέγεθος του προβλήματος των σχολικών εγκαταστάσεων (Ελένη Καλαφάτη, «Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης 1821-1929», Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, 1988).
Από το 1895 ξεκινά το δεύτερο κύμα αναδιοργάνωσης των σχολείων που επιμελείται ο πολιτικός μηχανικός Δημήτριος Καλλίας, διαμορφώνοντας μια τυπολογία «νεοκλασικού» κτηρίου που παίρνει το όνομά του (τα «σχολεία Καλλία» που πολλές φορές λέγονται και «σχολεία Συγγρού», αν και ένα πολύ μικρό μέρος από τα πρώτα 350 σχολεία χρηματοδοτήθηκαν απ’ αυτόν και τα περισσότερα από το κράτος).
Από το 1910 η αρμοδιότητα περνά στην Επιτροπή Αρχιτεκτόνων του Υπουργείου Παιδείας και χτίζονται άλλα 1.000 σχολεία, αυτού του στιλ, ως το 1928 (Αντρέας Γιακουμακάτος). Από το 1917 αρχίζει να λειτουργεί η Σχολή Αρχιτεκτόνων στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
1.400 σχολικά κτήρια φτιάχτηκαν από την εποχή του Καποδίστρια ως το 1928, σ’ έναν αιώνα. Και, ξαφνικά, μέσα σ’ αυτή την τετραετία συντελείται μια έκρηξη: 3.200 σχολεία σχεδιάζονται και υλοποιούνται απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Είναι η δυναμική συνάντηση της εκπαιδευτικής με την αρχιτεκτονική αναγέννηση που παράγουν αυτή την έκλαμψη.
Αυτή την περίοδο του Μεσοπολέμου είναι το εκρηκτικό μείγμα που διαμορφώνεται από την συνάντηση του πολιτικού οραματισμού (Βενιζέλος, Παπαναστασίου και στην Παιδεία Γόντικας, Παπανδρέου), της εκπαιδευτικής ανατροπής («Εκπαιδευτικός Όμιλος», Δελμούζος, Τριανταφυλλίδης, Γληνός) και της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας των φωτισμένων δημιουργών που προαναφέραμε, που εστιάζουν στα σχολεία, γίνονται υπάλληλοι του Υπουργείου Παιδείας συγκροτώντας την περίφημη Επιτροπή και βάζουν την τέχνη τους στην υπηρεσία του Έθνους. Κάτι σαν ανέκδοτο θα ακουγόταν σήμερα για την υπηρετική ιδιοτελών και αλλότριων σκοπών ελίτ μας.
Το εγχείρημα καταγράφει, με τον πιο εμπνευσμένο τρόπο, όπως αναφέραμε, ο Πάτροκλος Καραντινός, ορίζοντας και τα τυπολογικά στοιχεία του σχεδιασμού, στο «θρυλικό» του Λεύκωμα «ΤΑ ΝΕΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ», που πέρασε περιπέτεια για να φτάσει ως εμάς: παραγγέλλεται από το Υπουργείο Παιδείας για να προβληθεί το εγχείρημα, ολοκληρώνεται το 1933, όπου γράφεται ο πρόλογος και τα τυπολογικά στοιχεία, αναλαμβάνει το Τεχνικό Επιμελητήριο την έκδοσή του, το 1935 ζητά από τον Γκρόπιους ένα σημείωμα για το έτοιμο προς έκδοση βιβλίο, που τελικά φτάνει να εκδοθεί το 1938 και εν μέσω δυσμενούς πολιτικού κλίματος αφαιρείται ο πρόλογός του και προστίθεται άλλος «καθαρευουσιάνικος».
Τον Μάιο του 2019, οργανώνεται στο Μουσείο Μπενάκη συνέδριο – έκθεση «Το Μπάουχαους και η Ελλάδα», για τα 100 χρόνια αυτού του ρεύματος, από τη Σχολή Καλών Τεχνών και υπεύθυνο τον Αντρέα Γιακουμακάτο, υπό την επιμέλεια του οποίου επανεκδίδεται (Εκδόσεις Καπόν, 2019) το «θρυλικό» λεύκωμα του Καραντινού για τα Σχολικά Κτήρια (με τον ιστορικό πρόλογο του Καραντινού και εισαγωγή δική του). Εκεί, ξαναβλέπουμε και τις 3 φωτογραφίες του Σχολείου μας.
Το τυπολογικό κατασκευής των διδακτηρίων συνοψίζεται στον πρόλογο του Καραντινού:
«Η Αρχιτεκτονική Επιτροπή του Υπουργείου, ύστερα από μελέτη, εφάρμοσε δύο τύπους σχολείων: α) σε περιοχές εκτεθειμένες στην υγρασία, το κρύο και τους δυνατούς ανέμους… βορεινούς διαδρόμους κλειστούς και αίθουσες διδασκαλίας προς μεσημβρίαν, β) σε περιοχές με ήπιο ξηρό κλίμα ανοιχτούς σκεπασμένους διαδρόμους, εν είδει στοάς… Η διαμόρφωση των κτιρίων όσον το δυνατόν απλή».
»Οι κύριοι τοίχοι από λιθοδομή (και σε κάποιες περιπτώσεις δια διπλής οπτοπλινθοδομής με διάκενο), δοκοί, πλάκες, σκάλες, εξώστες από σιδηροπαγές σκυροκονίαμα. Η επικάλυψη στις περισσότερες περιπτώσεις έγινε με πλάκα από σιδηροπαγές σκυροκονίαμα για τη διαμόρφωση ταρατσών, όπου τα παιδιά μπορούν να παίζουν και να αθλούνται.
»Παράθυρα σε όλο το μήκος της μεσημβρινής πλευράς για την επιτυχία ενιαίου φωτισμού, χωρίς σκληρές αντιθέσεις… είναι κυλιόμενα, ανασυρόμενα ή κοινού τύπου (παρατίθεται σχέδιο), ξύλινα στο εσωτερικό, σιδηρά στα εξωτερικά κουφώματα και στα κλιμακοστάσια. Οι τρεις αίθουσες του επάνω ορόφου συγκοινωνούν με πολύφυλλες θύρες για διαμόρφωση αίθουσας τελετών (ας θυμηθούμε την «πεντάφυλλη» του σχολείου μας, που εκτός των θεατρικών των εθνικών εορτών με όλο το χωριό εκεί, την άνοιγε ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Ζυγούρης κάνοντάς μας δώρο την προβολή βουβών ταινιών με τη 16άρα μηχανή του, κάποιες ράθυμες τελευταίες ώρες διδασκαλίας).
»Το χρώμα, σοβαρός παράγων της αρχιτεκτονικής, εχρησιμοποιήθη όσο το δυνατόν στον αληθινό του προορισμό, δηλαδή να τονίζει και να πλουταίνει την έκφραση των αρχιτεκτονικών στοιχείων και να δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα ζωντανή και χαρούμενη, συγχρόνως όμως στιβαρή και απέριττη, αυτή που πρέπει να είναι ενός σχολικού κτιρίου».
Αυτά τα σχολεία, ως «δοχεία ζωής», αυτήν ακριβώς την παιδεία υπέβαλλαν: λιτή, στιβαρή και καθοδηγητική.
(Κρατήστε τις προδιαγραφές στο μυαλό σας όταν διαβάζετε το κεφάλαιο 8)
Τι προετοίμασε και τι έκανε εφικτό αυτό το ελληνικό θαύμα; Δεν υπάρχει ακόμα επαρκής έρευνα και βιβλιογραφία για να το απαντήσει πλήρως: ήταν μια στιγμιαία εισαγόμενη έκλαμψη ή ήταν μια βαθύτερη, εγγενής διαδικασία, με πολύ βαθύτερες ρίζες – ο σημαντικός αρχιτέκτονας Φίλιππος Ωραιόπουλος (αποκατάσταση Βυζαντινών και νεοτέρων μνημείων) αυτή τη δεύτερη εκδοχή τεκμηριώνει σήμερα (εργασία εν εξελίξει).
Οριστική λίστα δεν έχει ακόμα γίνει: πόσα και ποια από αυτά τα 3.200 σχεδιασμένα σχολεία υλοποιήθηκαν, πόσα λειτούργησαν, ποια επιβίωσαν, ποια κηρύχτηκαν διατηρητέα, ποιες μέθοδοι αποκατάστασης διαμορφώθηκαν… Θέμα ενός καλού διδακτορικού στην Αρχιτεκτονική.
3. 1933 – ΤΟ 4ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ
Στην Ευρώπη, η ίδρυση του μεγάλου σχολείου «Μπαουχάους» το 1919 (Γκρόπιους, Καντίνσκι, Μοχόλι Νάγκι…) και ο επαναστατικός πόλος του Λε Κορμπυζιέ έμελλαν να ανατρέψουν όλα τα δεδομένα της αρχιτεκτονικής και της αισθητικής συνολικά και να διαμορφώσουν τον κεντρικό πυρήνα για όλες τις πρωτοπορίες της τέχνης στον 20ό αιώνα. Είναι η στάση της λειτουργικής – ορθολογικής αρχιτεκτονικής, που «βασίζει την λύσιν του συγχρόνου αρχιτεκτονικού προβλήματος ως αρρήκτως συνδεδεμένον, τόσον με τας απαιτήσεις της τέχνης, όσον και με τας τεχνικάς και κοινωνικάς ανάγκας του πολεοδομικού και οικοδομικού οργανισμού» (Αλμπέρτο Σαρτόρις – από τους βασικούς θεωρητικούς του ρεύματος – «Τεχνικά Χρονικά», 1932).
Αυτή η παγκόσμια πρωτοπορία συγκεντρώνεται στην Αθήνα το 1933, στο ιστορικό “4ο Συνέδριο της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής” (CIAM). Το μεγαλύτερο μέρος (με θέμα «Λειτουργική πόλη») διεξάγεται εν πλω, μεταξύ Μασσαλίας και Αθήνας, πάνω στο «Πατρίς ΙΙ» του Εμπειρίκου, με τον Μοχόλι Νάγκι να καταγράφει τις συναντήσεις σε μικρού μήκους ταινία και κατάληξη το μανιφέστο που είναι γνωστό ως «Χάρτα της Αθήνας».
Είναι όλοι εδώ. Επισκέπτονται, εκτός από την Ακρόπολη και κάποια μεγάλα έργα (π.χ. φράγμα του Μόρνου) κατά προτεραιότητα αυτά τα θαυμαστά σχολεία, με τα οποία κυρίως η Ελλάδα μετέχει αυτού του παγκόσμιου ρεύματος: το σχολείο του Καραντινού κάτω από την Ακρόπολη, το σχολείο του Παναγιωτάκου στη Μ. Βόδα… Πάνω στον τοίχο αυτού του σχολείου ο Λε Κορμπυζιέ γράφει: «Compliments de Le Corbusier».
Είναι το θαύμα αυτών των σχολείων που εισάγει ισότιμα την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική αναγέννηση. Θαυμάστηκε, κυρίως από ξένους μελετητές, ως το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό εγχείρημα για την παιδεία στην Ευρώπη.
4. ΟΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Περικλής Γεωργακόπουλος (1904 – 1975):
Σπουδάζει στη Δρέσδη, έρχεται σε επαφή με την πρωτοπορία του μοντερνισμού, εντάσσεται δραστήρια στην Επιτροπή του Υπουργείου σχεδιάζοντας διδακτήρια αλλά και άλλα μεγάλα έργα, όπως τα περίφημα «Μαγειρεία» του Νοσοκομείου «Σωτηρία». Ο Αλμπέρτο Σαρτόρις, από τις κεντρικές φυσιογνωμίες του μοντερνιστικού κινήματος στην Ευρώπη, περιλαμβάνει στην ιστορία του ένα από τα έργα του Γεωργακόπουλου.
Εκτός από το Σχολείο μας σχεδιάζει, επίσης: “Διδακτήρια Λαρίσης Σιδηροδρομικού Σταθμού” [1931], “6/τάξιον Δημοτικόν Σχολείον Σερρών (συνοικισμού Ανατολής)” [1931 – 1932], “4/τάξιον Διδακτήριον Λαρίσης (Αρναούτ-Μαχαλά)” [1931], “Διδακτήρια Κουκουβαούνων (Α’ Δημοτικό Μεταμορφώσεως)” [1931 – 1965], “6/τάξιον Δημοτικόν Σερρών (συνοικία Ευαγγελιστρίας)” [1931 – 1932], “6/τάξιον Δημοτικόν Σπάρτης” [1931 – 1932], “Γυμνάσιον Μεσολογγίου” – Η περίφημη «Παλαμαϊκή Σχολή» – [1931 – 1933] μαζί, κι εκεί, με τον Γ. Ζογγολόπουλο, “Διδακτήριον 100ου Δημοτικού Σχολείου Δουργουτίου” [1950 – 1966], “Διδακτήρια Λιδωρικίου” [1931], “Γυμνάσιον, Λύκειον Ναυπάκτου” [1932 -1967], “Διδακτήρια Αιγίου οδού Μαυροκορδάτου” [1931 – 1932], “Γυμνάσιον, Λύκειον Ναυπάκτου” [1932 -1967], “Σιδηρά παράθυρα. Παλαιοί τύποι. Εφαρμογές σε διδακτήρια” [1930 – 1959]
Γεώργιος Πάντζαρης (1901 – 1971):
Δραστήριο μέλος της Επιτροπής, ένας από τους πρώτους αποφοίτους της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Το πιο λαμπρό του έργο είναι τα «Διδακτήρια Νομικού» στα Πατήσια. Τα σχέδιά του έχουν χρονολογία 1926 αλλά υλοποιούνται μέσα στην περίφημη τετραετία και θεμελιώνονται το 1930. Είναι το περίφημο, αργότερα 8ο Γυμνάσιο, με δασκάλους Γ. Μέγα, Δ. Λουκάτο, Γ. Σιδέρη και μαθητές απ’ τον Καραμανλή ως τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Εμπειρίκο και τον Ροντήρη.
Τα σχέδια του ’26 για το «Διδακτήριον Λεβιδίου», που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν, θα θεωρήσουμε πιθανότερο ότι αποτελούσαν ασκήσεις ύφους και τυπολογικές, μορφολογικές προτάσεις που όλη η ομάδα έκανε, προετοιμάζοντας το μεγάλο εγχείρημα (όπως μου λέει η καθηγήτρια της Αρχιτεκτονικής Αλέκα Γερόλυμπου, βασική μελετήτρια του Εμπράρ, «Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, University Studio Press, 1995). Έτσι, βρίσκουμε στα ΓΑΚ: Φάκελος 1208 – «Τύποι» [1923 – 1933], Φάκελος 1295 – «Μελέτες διδακτηρίων» [1926]
Γιώργος Ζογγολόπουλος (1903 – 2004):
Ο μεγάλος μας γλύπτης (για χρόνια βλέπαμε στην είσοδο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης το «αφηρημένο» του γλυπτό που ερχόταν απ’ το μέλλον, τις περίφημες «Ομπρέλες» του στο Μετρό και τους «Κύκλους» στην Ομόνοια), που αν και δεν ήταν αρχιτέκτονας συμμετείχε στην Επιτροπή του Υπουργείου, σε στενή φιλία με τον Καραντινό, σχεδιάζοντας σχολεία, δικά του ή σε συνεργασίες, όπως με τον Π. Γεωργακόπουλο, στο δικό μας και αλλού. Σχεδίασε, επίσης, το «Αρχαιολογικό Μουσείο Μαντινείας». «Δεν μπορεί να νοείται μεγάλη γλυπτική χωρίς αρχιτεκτονική μέσα. Έχω αποκτήσει αυτήν την έννοια, του να γίνεται η γλυπτική – αρχιτεκτονική», έλεγε (‘Ιδρυμα Ζογγολόπουλου). Αυτού του γλύπτη το έργο κατεδαφίστηκε στον περίβολο του Σχολείου μας! Ενημέρωσα το Ίδρυμα γι’ αυτό (κ. Δελαπόρτα), δεν είχαν στο αρχείο τους αυτά τα σχέδια και τους τα έστειλα.
5. Η ΤΟΠΙΚΗ ΔΙΑΔΟΣΗ–ΦΗΜΗ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σε όλα τα βιβλία, έντυπα, λευκώματα, άρθρα εφημερίδων και τελευταία ιστοσελίδες, από Λεβιδαίους, Αρκάδες ή ξένους συγγραφείς, όπου αναφέρεται το Γυμνάσιο Λεβιδίου συνοδεύεται από μια ίδια, στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενη, περιγραφή, που περνάει από τον έναν στον άλλον:
«Λίγο πιο έξω από το Λεβίδι βρίσκεται το κτίριο της Γεωργικής Σχολής (Παλιό Γυμνάσιο). Ιδρύθηκε από τον Αλ. Παπαναστασίου όταν ήταν υπουργός Γεωργίας, σαν μια προσφορά στον τόπο του, αλλά και σαν μια έμπρακτη απόδειξη του ενδιαφέροντός του για μια πλατύτερη ενημέρωση και επιμόρφωση των αγροτών με σκοπό τη βελτίωση της καλλιέργειας της Αρκαδικής γης. Λειτούργησε σαν Γυμνάσιο της ευρύτερης περιοχής μέχρι το 1969 οπότε και εγκαταλείφθηκε».
Ακόμα και ο «ανήσυχος» Στέλιος Γκιντώνης την ίδια έχει στο λεύκωμά του. Ο Θ. Βαγενάς («Χρονικά Λεβιδίου», Αδελφότης Λεβιδιωτών, 1975) πάει λίγο πιο πέρα˙ κάτω από τη φωτογραφία του Γυμνασίου σημειώνει: «Το κτίριο του παλαιού Γυμνασίου, που ιδρύθηκε με ενέργειες του Αλ. Παπαναστασίου για Γεωργική Σχολή». Και πιο κάτω: «Ποτέ δεν έγινε έρευνα από προγενέστερους συγγραφείς για την εκπαιδευτική ζωή των Λεβιδιωτών… Σήμερα λειτουργούν ένα Δημοτικό σχολείο και το Γυμνάσιο, ενώ παλαιότερον ελειτούργησαν Ελληνικόν Σχολείον και Γεωργική Σχολή». Ούτε μια αναφορά για τη σημασία του Σχολείου ως αρχιτεκτονικού μνημείου. Μόνο η «Βικιπαίδεια» κάπου πλησιάζει. Στο λήμμα Λεβίδι, πέραν των γνωστών προσθέτει: «Δυστυχώς δεν έχει δοθεί προσοχή από τις αρμόδιες αρχές στο εγκαταλελειμμένο κτήριο του Γυμνασίου Λεβιδίου, που αποτελεί μνημείο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του 1930, όταν υπήρχε ειδικό πρόγραμμα κατασκευής σχολικών κτηρίων (ίσως είναι έργο του αρχιτέκτονα Παπανικολάου)».
Η έκφραση «Ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου» μπορεί να σημαίνει τα εξής:
α) ήταν δωρεά του ίδιου στο χωριό του, β) θεσμοθετήθηκε από τον ίδιο ως αρμόδιο Υπουργό (Γεωργίας ή Παιδείας), γ) υποστηρίχτηκε πολιτικά στη Βουλή η ίδρυση της συγκεκριμένης Γεωργικής Σχολής, δ) θεσμοθέτησε γεωργικό σχολείο στο υπάρχον σε άλλο κτήριο δημοτικό ή γυμνάσιο (συνηθιζόταν ως συμπλήρωμα επαγγελματικής εκπαίδευσης), ε) μεσολάβησε σε αρμόδιους φορείς για την ίδρυσή της, στ) επιτήδειοι ντόπιοι παράγοντες του απέσπασαν προφορική υπόσχεση για μελλοντική της ίδρυση ή κατασκεύασαν διάδοση-μύθο στο όνομά του.
Οι πέντε πρώτες εκδοχές δεν αφήνουν κανένα γραπτό ίχνος σ’ αυτό το πρώτο στρώμα της έρευνάς μου σε κρατικά και υπηρεσιακά έγγραφα, αρχεία, εφημερίδες εποχής, γενική βιβλιογραφία, ειδικές μελέτες και προφορικές συζητήσεις με ανθρώπους που μελέτησαν την ιστορική περίοδο, τον Παπαναστασίου και την ιστορία της εκπαίδευσης. Δεν είναι ακαδημαϊκή μελέτη αυτή εδώ, αλλά μια εισαγωγή που θέτει το θέμα, για να αναφέρω αναλυτικά αυτές τις πηγές.
Δεν μένει, λοιπόν, για έναν ορθολογικό αναγνώστη της ιστορίας παρά μόνον η τελευταία εκδοχή. Οι διαδρομές μέσα από τις οποίες σχηματίστηκε και επιβλήθηκε, αποπροσανατολίζοντάς μας από τη μεγάλη εικόνα του Σχολείου, θα είχε ενδιαφέρον να ανιχνευτούν σε τοπικό επίπεδο. Αλλά όλη η καθημερινή ζωή και η τοπική ιστορία είναι διαμορφωμένη από τέτοιες φήμες, διαδόσεις και μύθους που γίνονται αποδεκτά στην επικράτεια του αυτονόητου, αφήνοντας ελάχιστους να ανησυχούν.
Η μεγάλη μας ανθρωπολόγος, Νάντια Σερεμετάκη (που με απέτρεψε να ασχοληθώ, λόγω της έξαρσης τοπικών αντιθέσεων που φέρει ως απόηχο κάθε προσπάθεια άρσης του πέπλου), στο βιβλίο της «Ανα-γνωρίζοντας το καθημερινό» (Πεδίο, 2018) ανατέμνει ακριβώς αυτό το φαινόμενο: «Η διάδοση επιτρέπει στον “συγγραφέα” της και τον αντιγραφέα της να εισέλθουν στην ιστορία με τη μορφή του μύθου και να καταγράψουν τη στιγμή εισόδου τους στην ιστορική καταγραφή καθεαυτή. Οι προμηθευτές της διάδοσης αποκτούν ταυτότητα και στάτους εντοπίζοντας και κατασκευάζοντας έναν Άλλον. Αυτό προϋποθέτει την επακόλουθη παραμόρφωση της πραγματικής ταυτότητας αυτού του Άλλου. Ο “συγγραφέας” της διάδοσης χρησιμοποιεί τον μύθο για να αποχτήσει ο ίδιος ταυτότητα και να καθορίσει την ιεραρχική του θέση στο θεσμικό πλαίσιο».
Ο πολιτικός Παπαναστασίου των μεγάλων οραματισμών, και της διεύρυνσης του Ελληνισμού, της Βαλκανικής συνεννόησης, των κοινωνικών αγώνων και της εκπαιδευτικής αναγέννησης έπρεπε να μπει στην προκρούστεια κλίνη του τοπικισμού: ο δημιουργός της νέας Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου της, του Πολυτεχνείου, ο αρωγός των αγροτών με την Αγροτική Τράπεζα και τη Γεωργική Εκπαίδευση, ο μαχητής του Εκπαιδευτικού Ομίλου που συνέβαλε καθοριστικά στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και στην αναγέννηση των σχολικών κτηρίων, φέρνοντας τον μεγάλο αρχιτέκτονα Εμπράρ (που σχεδίασε τη νέα Θεσσαλονίκη) από την Ινδοκίνα το 1928, για να ηγηθεί του εγχειρήματος, που τα έβαλε με τα τοπικά συμφέροντα μη διστάζοντας την απαγόρευση του χασίς το 1926, όταν η Μαντινεία ήταν από τους βασικούς παραγωγούς, αυτός, λοιπόν, έπρεπε να χωρέσει για κάποιους στο στενό πλαίσιο του χωριού μας, αναθέτοντάς του κάτι ανύπαρκτο.
Όπως μου μετέφερε ο Νίκος Γαργαλιώνης, της «Οδού Αρκαδίας», στο «Αρκαδικό Ημερολόγιο 1937» (έκδοση Παπαδημητρόπουλος) αναφέρεται: «Εις το άκρον της πόλεως του Λεβιδίου (3.500 κάτοικοι) κείται το νεόδμητον Γυμνάσιον, διασκευασθέν (με την παλιότερη σημασία της λέξης ως φροντίδα, διακόσμηση) με την τελευταίαν οικοδομικήν τέχνην. Έχει λουτρά, βιβλιοθήκην και μεγάλην έκτασιν ως γυμναστήριον». Ένα κοντινό στη χρονολογία ίδρυσης του Σχολείου ημερολόγιο δεν αναφέρει τη δεύτερη ονομασία «Σχολή» που κάποτε, αργότερα, συναρτήθηκε σ’ αυτό.
Τη συναντήσαμε σε έγγραφο του Υποθηκοφυλακείου Λεβιδίου (ευχαριστώ Παναγιώτα), σε συμβόλαιο του 1958, μεταξύ Σχολικής Εφορίας του Γυμνασίου και του ιδιοκτήτη γειτονικού οικοπέδου που εκχωρείται για διεύρυνση του Γυμναστηρίου. Εκεί αναφέρεται ότι το οικόπεδο κείται στη θέση «Αρβανίτη ή Σχολή». Έχει γίνει, δηλαδή, τοπωνύμιο, έτσι όπως επιβλήθηκε στην καθημερινή κουβέντα των λίγο μεγαλύτερων από μας. Η αχλύς ενός αδιευκρίνιστου καθεστώτος που θολώνει την κρίση και τη μνήμη.
Ο Αντρέας Γιακουμακάτος, παθιασμένος με την έκλαμψη του μοντερνισμού στην Ελλάδα, όπως αποτυπώθηκε προνομιακά στα σχολικά κτήρια ’28-’32 (αρχιτέκτονας, καθηγητής ιστορίας της αρχιτεκτονικής στην Καλών Τεχνών, μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων και της Ακαδημίας της Φλωρεντίας), επισκέπτεται πριν καμιά τριανταριά χρόνια (όπως μου αφηγείται) το Λεβίδι, για να δει και να φωτογραφίσει το έργο των Γεωργακόπουλου – Ζογγολόπουλου για την ακαδημαϊκή του έρευνα. Κρίμα που στο καφενείο που ήπιε καφέ δεν είπε μια κουβέντα για να μάθουμε κι εμείς τι θαυμαστό κρυβόταν πίσω από την επιβεβλημένη ως τοπωνύμιο λέξη «Σχολή» πάνω στο Σχολείο μας.
6. ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η μακριά πονεμένη ιστορία των Γεωργικών Σχολείων στην Ελλάδα, σχεδόν δύο αιώνων, ξεκινά με την Καποδιστριακή «Σχολή της Τίρυνθας» και καταλήγει στη σχεδόν πλήρη απονοηματοποίηση και εξαφάνιση της προ-πανεπιστημιακής γεωργικής εκπαίδευσης σήμερα.
Στη «Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας», το 1866 – 1872, βρίσκουμε διευθυντή (Δημητρίου Ζωγράφου, «Ιστορία της παρ’ ημίν Γεωργικής Εκπαιδεύσεως», Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1937) έναν άλλον συμπατριώτη μας, οραματιστή της Γεωργικής εκπαίδευσης, τον Ιωάννη Αποστολόπουλο (θείο του Παπαναστασίου, αδερφό της μητέρας του, και καθοδηγητή του στους αγροτικούς οραματισμούς – Σπ. Μαρκέτος, «Αλέξανδρος Παπαναστασίου», διδακτορικό) Εκδότης της «Γεωργικής Εφημερίδος», καθηγητής Γεωργίας στο Διδασκαλείον Κερκύρας, Διευθυντής του Γεωργικού Σταθμού της Βυτίνας, και υπογράφοντα ως «εκ Τριπόλεως Αγρονόμος». Παρεμβαίνει το 1884 στον νόμο Τρικούπη «Περί ιδρύσεως Γεωργικών σχολείων», που γίνεται, ουσιαστικά για τη διαχείριση του κληροδοτήματος Π. Τριανταφυλλίδου (του Βυτιναίου Ευεργέτου που άφησε στο δημόσιο για σχολεία 42.000 αυστριακά φλουριά – ένα εκατομμύριο περίπου δραχμές, όταν ο κρατικός προϋπολογισμός ήταν 18 εκατ.) για να γίνουν «Πρακτικαί Γεωργικαί Σχολαί, μία εν εκάστω νομώ του κράτους και μία εν τη ιδιαιτέρα πατρίδι του κληροδότου, τη Βυτίνη της Γορτυνίας, προς βελτίωσιν της Γεωργίας δια διδασκαλίας και εισαγωγής των τελειωτέρων μεθόδων».
Στο πατρικό του στο Λεβίδι, τη δεκαετία του ’80, η σκεπή του σπιτιού του βρίσκεται πεσμένη πάνω στη μεγάλη, πολύτιμη βιβλιοθήκη του και ό,τι σώζεται εξαφανίζεται εν συνεχεία.
Τελικά, το 1887 ιδρύθηκαν 3 Τριανταφυλλίδεια σχολεία: η Γεωργική Σχολή της Αθήνας (στον χώρο του Ρουφ όπου δημιουργήθηκε αργότερα το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο) με τον Γεννάδιο, στην Τίρυνθα της παλιάς σχολής με τον Χασιώτη, και ένα μέρος της «Κασσαβέτειας Σχολής Αϊδινίου» που ονομάστηκε «Τριανταφυλλίδειος Γεωργική Σχολή Αϊδινίου». Το 1891 λειτούργησε, τελικά, στη Βυτίνα ο Γεωργικός Σταθμός..
Με το νόμο 301 της 30 Σεπτεμβρίου 1914 ιδρύονταν κατώτερα γεωργικά πρακτικά σχολεία, ένα σε κάθε νομό, διετούς φοίτησης με σκοπό την επαγγελματική μόρφωση των παιδιών των γεωργών ή των απασχολουμένων με κάποιο γεωργικό κλάδο.
Έως το 1908 είχαν δημιουργηθεί 11 Γεωργικοί Σταθμοί και από το 1920 ως το τέλος της δεκαετίας άλλοι 13.
Η «Γεωργική Εκπαίδευσις θεσμοθετείται με Υπουργό Γεωργίας Αλ. Παπαναστασίου και Παιδείας Θ. Νικολούδη, με το Ν.Δ. της 7-10-1927, όπου κύριος κορμός ήταν η «μετατροπή σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως εις Γεωργικά τοιαύτα», επίσης, «Κυριακά Γεωργικά Σχολεία» και «Φροντιστήρια γεωργικής εκπαιδεύσεως δημοδιδασκάλων» (Σπ. Πλουμίδης, «Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια», Εκδ. Πατάκη, 2011). Στο πλαίσιο αυτό γίνονται, εκτός της Βυτίνας, στην Τεγέα και την Τρίπολη.
Πουθενά δεν αναφέρεται οποιουδήποτε τύπου Γεωργική Σχολή στο Λεβίδι.
Για την έρευνα αυτή συμβουλεύτηκα δύο βασικούς ανθρώπους για την ιστορία της Γεωργικής Εκπαίδευσης: την Ιουλία Κανδήλα (με την πιο συστηματική νεότερη δουλειά γι’ αυτό το θέμα στην Ελλάδα, με το 7χρονης έρευνας διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας: «Η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή Λάρισας – Συμβολή στην ιστορία της Γεωργικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα», 2001) και τον Δημήτρη Παναγιωτόπουλο (ερευνητή, υπεύθυνο του Ιστορικού Αρχείου της Γεωπονικής Σχολής, ομιλητή στη Βυτίνα για την επανασύσταση της Τριανταφυλλίδειου Σχολής).
Και οι δυο (πέρα από τα στοιχεία που παραθέτω πιο πάνω) με διαβεβαιώνουν ότι στη μακρόχρονη έρευνά τους ποτέ δεν συνάντησαν οποιαδήποτε αναφορά για Γεωργική Σχολή στο Λεβίδι. Και την ιστορία ξέρουν καλά και τον Παπαναστασίου. Την ίδια ανυπαρξία αναφοράς βρίσκω και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στη διαδικτυακή αναζήτηση και με τη βοήθεια της υπεύθυνης Αναγνωστηρίου κ. Κουλικούρδη.
Η διένεξη μεταξύ Υπουργείου Γεωργίας (υποστήριξη από το Αγροτικό Κόμμα του Χασιώτη) και του Υπουργείου Παιδείας (μεταρρύθμιση Γόντικα – Παπανδρέου) για τη δημιουργία, τη λειτουργία και τον έλεγχο των Γεωργικών Σχολείων καθυστέρησε και σχεδόν ακύρωσε την πρόοδο αυτού του εγχειρήματος. Ακόμα σημαντικότερος αρνητικός παράγοντας ήταν η απροθυμία των γεωργικών πληθυσμών να εγκλωβίσουν τα παιδιά τους στα χωράφια, τόσο βαριά συνθήκη στη δική τους ζωή. Όλο και κάποιος τους απειλούσε με την προτροπή «τα παιδιά των γεωργών να γίνουν γεωργοί, των τεχνιτών τεχνίτες και των εμπόρων έμποροι».
7. ΙΔΡΥΣΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
Στο βιβλίο συνεδριάσεων των καθηγητών που βρίσκεται στο αρχείο του Λυκείου Λεβιδίου δεν υπάρχει καμιά αναφορά ούτε σε Γεωργική Σχολή ούτε και σε ειδικό πλαίσιο γεωργικής εκπαίδευσης στο υπάρχον γυμνάσιο για την κρίσιμη περίοδο (1924 -1936).
Για να εντοπίσουμε τη χρονολογία έναρξης λειτουργίας του Γυμνασίου, έμμεσα, γιατί άμεση γραπτή αναφορά δεν βρήκαμε ως σήμερα, χρησιμοποιούμε τις παρακάτω πηγές:
1. Μαρτυρία «Τακτικού αναγνώστη» (δεκαετία 1990) στην εφημερίδα του Λεβιδιού αναφέρει: «Ήταν κάποιο από τα διδακτικά εξάμηνα, δεν θυμάμαι ακριβώς, του 1935-1936, που ο Γιαννακάκης, ένας λαμπρός και εξαίρετος Γυμνασιάρχης, έδωσε την εντολή του… ξεσηκωμού. Και άρχισε ο ρόβολος των θρανίων και των τραπεζιών, των καθισμάτων και των βιβλιοθηκών… από του Κοντοράβδη και του Χριστάκη στο μοντέρνο τότε διδακτήριο, που επίσημα χτίστηκε για Γεωργική Σχολή αλλά έντεχνα διαμορφώθηκε σε σχολικό κτήριο…».
2. Σύμφωνα με το πρώτο βιβλίο συνεδριάσεων (από το 1924) που σώζεται στο Λύκειο Λεβιδίου (ευχαριστούμε τον κ. Χρυσανθακόπουλο και την κ. Βασιλοπούλου) το Γυμνάσιο θεσμοθετείται στο Λεβίδι, προϋπάρχοντος του Ελληνικού Σχολείου, τη χρονιά 1924-1925, με πρώτο διευθυντή τον Μ. Μιχαλόπουλο, που παραλαμβάνει από τον αντιπρόεδρο της Κοινότητας, Προκόπιο Κουτσουράκη στις 11.12.24 τα έπιπλα και τα θρανία για το νέο Σχολείο.
Τον «εξαίρετο Γυμνασιάρχη» Σωτήριο Γιαννακάκη τον βρίσκουμε σε αρκετές εγγραφές: το 1927 (για εισιτήριες και προαγωγικές εξετάσεις), από την ιστορία της περίφημης Ιωνιδείου Σχολής του Πειραιά γυμνασιάρχη εκεί πριν το 1933, ξανά το 1933 στο Λεβίδι. Τον Ιούλιο του 1936 (σύμφωνα με το «Αρχαιολογικό Δελτίο της Δ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων, 2001 – 2004») ως τον άνθρωπο που ανακάλυψε χάλκινη φιάλη στον Ορχομενό Αρκαδίας και «εστάλη στο Μουσείο Ναυπλίου από τον Γυμνασιάρχη Λεβιδίου Σ. Γιαννακάκη τον Ιούλιο του 1936» – πρόσφατα μεταφέρθηκε στο Μουσείο Τρίπολης.
Τελικά, με την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς, τον Σεπτέμβριο του 1936, παραδίδει τη διεύθυνση στον υποδιευθυντή Απόστολο Μπακόπουλο (τον περίφημο δάσκαλο που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς και στα υπόγεια του Νέου Σχολείου έκανε με τους μαθητές του φυτώριο από μυγδαλιές για όλο το χωριό – δες σπαρακτική περιγραφή στην Εφημερίδα του Λεβιδιού, Αθ. Πραγκαστής, 1992).
Αν η μετεγκατάσταση γίνεται υπό τη διεύθυνση του Σ. Γαννακάκη, γίνεται πριν φύγει από το Λεβίδι, στο τέλος του καλοκαιριού τις «μέρες του ’36».
3. Οι τρεις φωτογραφίες του περατωμένου νεόδμητου Γυμνασίου, που παρουσιάζει ο Καραντινός στο περίφημο λεύκωμά του, δεν χρονολογούνται στο βιβλίο (ούτε αναφέρεται όνομα φωτογράφου) αλλά υπάρχουν δύο όρια: α) η μελέτη του είναι ολοκληρωμένη το 1933 όταν γράφει τον πρόλογό του (με την ευκαιρία του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής, εκείνη τη χρονιά), β) το Λεύκωμα είναι έτοιμο για εκτύπωση από το 1935 – ο ίδιος πιέζει το Τεχνικό Επιμελητήριο να επισπεύσει την έκδοσή του για να προλάβει την Έκθεση του Παρισιού το ’35 και την ίδια χρονιά ζητά πρόλογο από τον Γκρόπιους για το τελειωμένο του βιβλίο- παρόλο που τυπώνεται τελικά το 1938 (Α. Γιακουμακάτος, ό.π.). Άρα χρονολογούνται μεταξύ 1933 και 1935.
Συνδυάζοντας τις τρεις πηγές καταλήγουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το καινούριο Σχολείο, που σχεδιάστηκε το 1931, ολοκληρώθηκε έως το 1935 και λειτούργησε τη σχολική χρονιά 1935 – 1936 (προς άρσιν και της πολιτικής απαξίωσης του Γυμνασίου στη διαδιδόμενη φράση «ιδρύθηκε το 1925 ως Γεωργική Σχολή από τον Παπαναστασίου και λειτούργησε ως Γυμνάσιο το 1936, επί Μεταξά»).
Τον Νοέμβριο του 1969, ολοκληρώνεται η μεταστέγαση του Γυμνασίου στο νέο κτήριο (Βιβλίο Πρακτικών του Γυμνασίου Λεβιδίου, στο σημερινό Λύκειο – Χρυσανθακόπουλος, Βασιλοπούλου): «Εν Λεβιδίω και εν των γραφείω του Γυμνασίου, σήμερον 15ην Νοεμβρίου 1969, ημέραν ολοκληρώσεως της εν τω νέω διδακτηρίω μεταστεγάσεως του εκπαιδευτικού ιδρύματος, συνήλθεν εν πλήρει ολομελεία ο εκ των Καθηγητών Σύλλογος εις έκτακτον πανηγυρικήν συνεδρίαν» (με διευθυντή τον Αρ. Πριόβολο και συνυπογράφοντες Β. Κουτσούγερα, Χρονόπουλο, Αλεξανδρή, Κόλλια, Παπαδόπουλο…), όπου, επίσης, καλείται η Βασιλική Πάρχα ως χήρα του ευεργέτου ίδρυσης του νέου Σχολείου να παραστεί στα εγκαίνια.
8. Η «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ ΟΙ «ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ»
Μέσα από την εγκατάλειψη και τις καταστροφές στο σώμα του Σχολείου, το 2005 ο Δήμος Λεβιδίου (επί δημαρχίας Θανάση Καβουρίνου) εξασφαλίζει για «συντήρηση-αποκατάσταση του Γυμνασίου» χρηματοδότηση του Οργανισμού Σχολικών Κτηρίων 600 χιλιάδες ευρώ (από τα οποία 460 πήγαν στο σχολείο και τα υπόλοιπα σε άλλα σχολικά έργα), εντασσόμενο, άρα, στη φυσική του θέση, του κορμού των σχολικών κτηρίων. Στόχος αυτών των παρεμβάσεων είναι να υποδεχτεί το κτήριο το Δημοτικό, το Νηπιαγωγείο και τον Παιδικό Σταθμό (ιδανική, όντως, συνέχεια του ιστορικού Σχολείου, που ακυρώθηκε, όπως και η τεράστια επένδυση, λόγω της δυσαρέσκειας των γονιών… να πηγαίνουν τα παιδιά τους τόσο μακριά!).
Ανατέθηκε στις τεχνικές υπηρεσίες της ΤΥΔΚ η τεχνική μελέτη, και προέκυψε η «Μελέτη 380/2005» την οποία ακόμα αναζητώ (δεν ήταν στον φάκελο που ο Βασίλης Ζάβος βρήκε στο Δημαρχείο, οι υπηρεσίες του Δήμου Τρίπολης δεν μου έδωσαν ποτέ τον Φάκελο 141Α που τους παρεδόθη και ο ανάδοχος του έργου, Βασίλης Τατούλης, μου υποσχέθηκε να την βρει).
Ο μετέχων στην Επιτροπή καλλιεργημένος μηχανικός, Απόστολος Παπαδόπουλος εξέφρασε τον θαυμασμό του για τους αρχιτέκτονες που έχτισαν το Σχολείο (κατά τη μαρτυρία του Θ. Καβουρίνου), άρα ίσως είχε κάποια σχέδια μπροστά του.
Το έργο ανατέθηκε με διαγωνισμό στην «ΚΑΣΤΑΤ Κατασκευαστική» και υπογράφεται Σύμβαση στις 27 Απριλίου 2006 για «Συντήρηση – επισκευή εκτεταμένων ζημιών του Παλαιού Γυμνασίου Λεβιδίου».
Αν δεν έχει κάποιος μπροστά του τον αρχικό ιστορικό σχεδιασμό του Γυμνασίου δεν μπορεί να προβεί σε ένα τέτοιο έργο Συντήρησης Νεοτέρων Μνημείων, με τόσο εκτεταμένη παρέμβαση, που χρειάζεται πολύ ειδικευμένη ομάδα αρχιτεκτόνων και μαστόρων, κι όχι μόνο με μια γενική μελέτη των μηχανικών της ΤΥΔΚ.
Η έλλειψη αυτού του ιστορικού βάθους οδηγεί στο γκρέμισμα του έργου του μεγάλου μας γλύπτη Ζογγολόπουλου και οι παλιές τουαλέτες ισοπεδώνονται για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου. Τα πολυμελετημένα τότε τζαμωτά παράθυρα (και από τον Γεωργακόπουλο σε τυπολογική μελέτη) ξηλώνονται και αντικαθίστανται με αλουμίνια. Η σκεπή (με συζητήσεις και προτάσεις, και από τον Λε Κορμπυζιέ, για την παιδαγωγική της χρήση) αφαιρείται και αντικαθίσταται με νέα. Προστίθενται ψευδοροφές. Η εξωτερική εμφάνιση, με τον «λαχανί» χρωματισμό και το πράσινο είναι πολύ μακριά από τον αρχικό σχεδιασμό.
Θα χρειαστεί, λοιπόν, μια πολύ ειδική πραγματογνωμοσύνη και θα την αναζητήσουμε. Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων, τα Μεταπτυχιακά Τμήματα «Προστασίας Συντήρησης και αποκατάστασης Μνημείων Πολιτισμού» του Μετσόβιου και της Θεσσαλονίκης, η αρχιτέκτων Ελένη Μαϊστρου, με την εκτεταμένη, σημαντική εργασία της και του Τμήματός της, ερευνητές με διδακτορικά και διπλωματικές εργασίες (Λ. Ζωίδης, «Αποκατάσταση 2ου Γυμνασίου Λυκείου Θασσαλονίκης –ίδιας περιόδου με το δικό μας– Χριστίνα Καραφάγκα, «Αποκατάσταση κτηρίου Μοντέρνου Κινήματος», 2018) είναι στη διάθεσή μας να μας δώσουν κατευθύνσεις.
9. ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΩΣ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΥ
Μετά την, όχι και τόσο εξηγήσιμη, μεταφορά του Γυμνασίου σε υποδεέστερο κτήριο και περιβάλλον, έγιναν πολλές αναποτελεσματικές απόπειρες επαναλειτουργίας του, πάνω κυρίως σε τοπικά σχέδια και προτάσεις. Μεταφορά εκεί του Δημοτικού Σχολείου, Κέντρο και Αρχείο μελέτης της Μετανάστευσης (επί Γιάννη Πραγκαστή), Κέντρο Γεωργικής Εκπαίδευσης (επί Νίκου Πραγκαστή), μεταστέγαση του Δημοτικού και Νηπιαγωγείου (Θανάσης Καβουρίνος) και πολλά άλλα, μέχρι την πρόσφατη πρόταση να γίνει Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Όποια και να ευοδωθεί, πρέπει να πάρει υπόψιν αυτό το ιστορικό παρελθόν και την ένταξη του Σχολείου και του κτηρίου του στον κεντρικό κορμό της ελληνικής εκπαίδευσης, χωρίς τις περίεργες περιθωριοποιήσεις που υπέστη τόσα χρόνια.
Κυρίως, όμως, πρέπει να προστατευτεί ένα σημαντικό μνημείο του νεότερου πολιτισμού από ανιστόρητες παρεμβάσεις, τροποποιήσεις και κατεδαφίσεις. Στην επικοινωνία μου με το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων (που ξέρουν καλά το Σχολείο) και με την περιφερειακή Εφορεία Αχαΐας –Τμήμα Προστασίας και Αναστύλωσης– στην οποία υπαγόμαστε, με διαβεβαίωσαν ότι είναι απλή και γρήγορη η διαδικασία κήρυξής του σε διατηρητέο: είναι αρκετός ο φάκελος που σχηματίζει αυτή η έρευνα αρκεί να συνοδεύεται από πρόταση τοπικού πολιτιστικού φορέα ή Δήμου. Ενημέρωσα τον «Φιλοτεχνικό» Λεβιδίου γι’ αυτό και θα κάνουν τις απαραίτητες συνεδριάσεις και τα τυπικά για να το αποφασίσουν.
10. ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΕΔΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Αυτό το άρθρο θέτει το βασικό θέμα και ανοίγει πλούτο δευτερευόντων για περαιτέρω διερεύνηση. Είναι μόνο μια εισαγωγική καταγραφή των βασικών σημείων μιας εκτεταμένης, σε πρώτο στρώμα, έρευνας σε πηγές και βιβλιογραφία κι ακόμα περισσότερο όσων δεν μπόρεσα ακόμα να εντοπίσω, μέσα στα στενά χρονικά πλαίσια.
Δυστυχώς χάσαμε τη γενιά των άμεσων μαρτύρων εκείνης της εποχής, που θα μπορούσαν να μας δώσουν πολύτιμες πληροφορίες και αφηγήσεις. Ακόμα και της μάνας μου τις αφηγήσεις, που με επιμονή με πληροφορούσε για τους καθηγητές και τα κτήρια του Ελληνικού Σχολείου και του Γυμνασίου του ’24 -‘28 που τα έζησε, δεν τις κατέγραψα. Για παράδειγμα, κάποιοι θα θυμούνταν τους μαστόρους και τους εργάτες που δούλεψαν στο χτίσιμό του. Το ψάχνουμε με τον Λαγκαδιανό σύλλογο «Άνθη της Πέτρας», μήπως μαστόροι από κει πήραν μέρος.
Τίποτα όμως δεν αλλάζει τη βέβαιη και στέρεα εκδοχή ότι αυτό το συγκεκριμένο κτήριο που ξέρουμε (όπως αναφέρουμε και στην αρχή) σχεδιάστηκε, χτίστηκε και θεσμοθετήθηκε εξαρχής ως Γυμνάσιο Λεβιδίου, μέρος και μνημείο της μεγάλης εκπαιδευτικής και αρχιτεκτονικής αναγέννησης του Μεσοπολέμου, άνθησε για 33 χρόνια, βγάζοντας γενιές μαθητών, αφέθηκε ανενεργό μέχρι σήμερα και υπέστη ανιστόρητες παρεμβάσεις.
Η ανακήρυξή του σε διατηρητέο μνημείο σύγχρονου πολιτισμού είναι επείγουσα για να προστατευθεί το κτήριο, όσο πια γίνεται, και να βρει μια νέα σύγχρονη χρήση που να ανταποκρίνεται στο λαμπρό του παρελθόν, με γνώση της ιστορικής του πορείας.
Προσωπικά, απολογούμαι (και φοβάμαι εκτός χρόνου) για την καθυστέρηση τόσων πολλών δεκαετιών ν’ αμφισβητήσω το καθιερωμένο και να δω με άλλη ματιά την ιστορία.
Μνήμη και α-λήθεια, πριν όλα τα σκεπάσει η «σκόνη του χρόνου».
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Αυτή την περίοδο της παροξυσμικής, λόγω έκπληξης και στενότητας χρόνου, έρευνάς μου, ήρθα σε επαφή με δεκάδες ανθρώπους: συγχωριανούς, αρχιτέκτονες, υπηρεσίες, αρχεία, ερευνητές-συγγραφείς, που μου έδωσαν απαντήσεις ή μου άνοιξαν ορίζοντες. Τους ευχαριστώ όλους εκ βαθέων, υποσχόμενος να τους ταλαιπωρήσω περισσότερο σ’ ένα δεύτερο πιο μακρόχρονο κύκλο. Ιδιαίτερα, όμως, τον Χρήστο Καρβουνιάρη που ήταν ο καθημερινός σύνδεσμός μου με τις πηγές του χωριού και μου έβαλε την πρόκληση της λίγο βεβιασμένης δημοσίευσης στην εφημερίδα.
Πηγή: f/b Φιλοτεχνικός Λεβιδίου