Τα ‘χω μαζεμένα σε μας τους σημερινούς κυνηγούς (και στην αφεντιά μου φυσικά) για τον τρόπο που γίνεται τη σήμερον ημέρα το κυνήγι. Τώρα που έχουμε ανάπαυλα αξίζει να τα πούμε λιγάκι!
Σήμερα λοιπόν, το κυνήγι είναι ξεκούραστο. Χαβαλές, λακριντί και καλαμπούρι. Παλιότερα ήταν – μαζί με όλα αυτά φυσικά – και σχέτη περιπέτεια. Ήταν πολύ κουραστικό και σχεδόν μέσο επιβίωσης διότι εξασφάλιζε και επίλεκτη τροφή, αλλά ικανοποιούσε και υποχρεώσεις δώθε-κείθε που είχαμε. Τα πιο πολλά κυνήγια τα πηγαίναμε πισκέσι, σε κανά βουλευτή, σε γιατρό ή τέλος πάντων σε κάποιον που νομίζαμε ότι θα τον χρειαστούμε για καμιά εκδούλευση ή για κανά ρουσφέτι. Ακόμα και τον Αγροφύλακα φιλεύαμε καμιά φορά και είναι αυτονόητο για ποιο λόγο. Από την τραγασούρα…τα έβλεπε όλα!
Και ποιος δεν θα ζήλευε, τότε, ένα πιάτο λαγό στιφάτο ή ένα μεζέ αγριόπουλου. Στο μαγείρεμά τους, μοσκοβόλαγε όλη η γειτονιά και σπάγανε μύτες. Και τώρα βέβαια τα κυνήγια είναι επίλεκτα πιάτα αλλά τώρα μπορεί να αντικατασταθούν με άλλο είδος κρέατος που το βρίσκουμε άφθονο. Τότε περιμέναμε πότε θα σφάξουμε τα γουρούνια κοντά τα Χριστούγεννα ή πότε θα έρθει το Πάσχα για να σφάξουμε το μανάρι. Τον άλλο χρόνο βολευόμαστε με καμιά στάλα σύγκριατο, αν και αυτό το φυλάγαμε για κάναν ξένο ή με καμιά τσιγαρίδα μες στον τραχανά! Τέλος πάντων.
Ρε πώς αλλάζουνε οι τσαιροί μου ’λεγε ο μπαρμπα-Κώστας μια φορά, που του θύμιζα παλιές καταστάσεις και βούρκωνε.
Σήμερα δεν ξεκινάει κανένας κυνηγός να πάει ποδαρόδρομο στην Αρπακωτή, στη Λεύκα, στο Μέγα Διάσελο, στους Ρούχους ή στην Πίκιζα στο Τετράγωνο και στο Καντηλέϊκο και να περπατάει όλη τη νύχτα. Σήμερα έχουμε τις τζιπάρες μας, τα NAVARA μας και ξεπεζεύουμε δίπλα από το κουμάσι του ζουδιού που θέλουμε να κυνηγήσουμε!
Εγώ έζησα περιπετειώδεις κυνηγετικές εξορμήσεις παλιότερα και για να δώσω να πάρουν βερβελέ οι σημερινοί νέοι κυνηγοί, θα σας μολογήσω για μια φορά από τις πολλές που πηγαίναμε για πάπιες π.χ. και που ήμουν και εγώ στην κυνηγοπαρέα. Για να μάθουν πόσο μπελαλίδικο ήταν το κυνήγι τότε. Πάπιες, στον κάμπο συσήλαγε ο τόπος, όπως ακούγαμε το βράδυ, από τους μεγάλους που μολογάγανε όταν γυρίζανε από τον κάμπο. Μουστώναμε εμείς τα παιδιά αλλά νομίζαμε, στο κάτω κάτω, ότι δικαιούμαστε μερτικό. Να πάμε δηλαδή και εμείς για κυνήγι γιατί προμηθεύαμε τους μεγάλους με σκαγομπάρουτα. Πώς γινόταν αυτό και πού τα βρίσκαμε; Μη σας φαίνεται παράξενο. Μεζεύαμε τις άτριχτες σφαίρες που απόμεναν ανάμεσα στις τριγμένες που βρίσκαμε, κουρκούμπες-κουρκούμπες, μέσα στις γράνες, όταν έφευγαν οι στρατιώτες ύστερα από κάποια συμπλοκή με τις φάλαγγες των γερμανών ή της 9ης Μεραρχίας με τους αντάρτες. Τις ανοίγαμε και βγάζαμε από μέσα το μπαρούτι π.χ. χυλοπίτα, ντρίτσα, μακαρόνι που ήταν για τότε θησαυρός! Πολεμικό μεν μπαρούτι αλλά οι μεγάλοι το ’καναν σμιγάδι με “δημητσανίτη” και έφτιαχναν ριξιές που ήταν, όπως έλεγαν, δηλητήριο κυρίως όμως για τα πιστογιομί ντουφέκια αλλά στην ανάγκη έκαναν και για μπροστογιομί. Με κοκόρια και μπιβούς δηλαδή. Δεν υπήρχαν τότε σκαγομπάρουτα αλλά ούτε και λεφτά για να αγοράσει κανείς. Γι’ αυτό στις πάπιες δεν έριχναν όταν ήταν λίγες. Δεν διαγούμιζαν εύκολα τις ριξιές, αλλά περίμεναν στη μοτσιάρα να μαζευτούν πολλές. Ούτε στα λιγοτάρικα κοπάδια έριχναν. Διάλεγαν που θα ρίξουν. Πολλοί μάλιστα έφευγαν για κυνήγι από το χωριό με δυο ριξιές μόνο. Μερικοί έφτιαχναν και σκάγια μόνοι τους. Σε ένα μπρίκι έλιωναν μολύβι,το έριχναν μέσα σε ένα κονσερβοκούτι που του είχαν τρυπήσει τον πάτο με τρύπες στο μέγεθος του σκαγιού. Το λιωμένο μολύβι πέρναγε μέσα από τις τρύπες και έπεφτε από κάτω σε ένα άλλο κονσερβοκούτι που ήταν γεμάτο λάδι, από αυτό το μαύρο που ξέμενε από το λάδωμα των μηχανών. Για να πέφτουν οι σταγόνες του λιωμένου μολυβιού χτύπαγαν το τραπέζι με ένα σφυρί για να ταρακουνιέται το χειροποίητο στραγγιχτήρι και έτσι να πέφτουν εύκολα. Λάδι έβαζαν για να βγαίνουν τα σκάγια στρογγυλά. Αν και μερικές φορές έβγαιναν με νουρά και αναγκαζόσανε να κόψουνε τη νουρά με το μαχαίρι ή με το ψαλίδι και έτσι έμενε το στρογγυλό μέρος του σκαγιού. Είχα φτιάξει και εγώ έτσι σκάγια.
Ερχόμαστε όμως σ’ αυτό που ξεκίνησα στην αρχή να μολογήσω και το οποίο έζησα και εγώ.
Γυρεύαμε λοιπόν και εμείς τα παιδιά τα ντουφέκια από τους πατεράδες μας ή από τους μπαρμπάδες μας και αν είχαν την καλή τους και με λίγο καλόπιασμα μας τα έδιναν. Όχι πάντως χωρίς γκρίνια. Προτιμούσαμε να πάμε για πάπιες γιατί εξ’ άλλου δεν είχαμε και άλλη επιλογή. Τα σκυλιά δεν μας τα έδιναν οι μεγάλοι για άλλο κυνήγι. Τα μικρά πουλιά τα κυνηγάγαμε με το λάστιχο και όποιος το χειριζόταν καλά είχε επιτυχίες αλλιώς θα ξεκληρίζαμε καμιά φωλιά και πολλές φορές παίρναμε τα μικρά αμάλιαγα για να προλάβουμε να μην μας τα πάρει κάνας άλλος που ήξερε τη φωλιά. Εγώ συνήθως έκανα παρέα με τον Τρύφωνα και με το Μήτσο. Δεν είναι σωστό νομίζω να μνημονεύσω ονόματα που τώρα δεν υπάρχουν. Πολλές φορές ερχόταν και ο Γιώργης. Οι άλλοι της παρέας είχαν πιστογιομί ντουφέκια. Εγώ είχα ένα παλιομπροστογιομί του μπάρμπα μου, που το κρυβα στην αστράχα για να μην το βρει ο γέρος μου και μου το κατασχέσει γιατί όπως έλεγε ήταν επικίνδυνο. Πολλές φορές δεν έπαιρνε ξιζότ από το μπιβό και έκανε καζ-ντοββ. Με το καζ που έκανε το καψούλι, πολλές φορές, μετά από λίγο, έκανε ντοββ και έριχνε. Ήταν πράγματι επικίνδυνο να βγάλω κανά μάτι ή να μου΄ρθει στα μούτρα αν δεν το κράταγα καλά.
Συνονογιόμαστε λοιπόν από το βράδυ ετοιμάζαμε τα αναχρικά μας, τα συμπράγκαλα και τα χρειαζούμενα, διπλώναμε σε καμιά μπόλια μια στάλα τυρί με μια φέτα ψωμί, αλλά πολλές φορές τίποτα! Φυσικά από την αγωνία μας δεν κλείναμε μάτι όλη τη νύχτα. Ξεκουκουρώναμε. Το μάτι καρρέλι. Δεν μας έπαιρνε ο ύπνος!
Εκείνη τη φορά σηκωθήκαμε μπονώρα-μπονώρα, σμίξαμε και ξεκινήσαμε ποδαρόδρομο από το χωριό για να φτάσουμε στο Καντηλέϊκο για πάπιες. Χειμώνας καιρός. Που τα αυτοκίνητα τότε.Ένας είχε αυτοκίνητο. Ο Γιαγκούλας. Τον Ατρόμητο αν θυμάμαι καλά.Ένα παλιοφορτηγό-τζεϊμς νομίζω, που παρίστανε το πούλμαν και έκανε τη συγκοινωνία ίσαμε την Τρίπολη. Τη δουλειά του την έκανε πάντως. Είχε και καθίσματα πίσω στην καρότσα κάτι σαν ξύλινα παγκάκια που ως που να φτάσεις στην Τρίπολη έκανε ο πισινός σου κάλους από το πολύ ταρακούνημα καθώς ο δρόμος ήταν καρόδρομος. Τον κατήφορο που πηγαίναμε λοιπόν στης Φραγγούς το πηγάδι απαντήσαμε, κυνηγούς χωριανούς που γύριζαν από πρωινό φύλαμα και πήγαιναν για δουλειά.
«Εσείς καημένε θα κάνετε δουλειά. Να αφήσετε τσιε καμιά πάπια τσιε για μας ρεεε!! Μη ντις σκοτώσουτε ούλες», ακούσαμε να μας ειρωνεύονται όταν τους προσπεράσαμε. Δε δώσαμε γνώρα ούτε πολλή σημασία και προχωρήσαμε. Όταν φτάσαμε στην Πέτρα, μακριά φυσικά από το ποτάμι, ο τόπος είχε μοτσιαρίσει από τα πολλά νερά και μπροστά μας απλωνόταν λιμνοθάλασσα. Ήταν επικίνδυνα να πάμε πιο κοντά γιατί ο τόπος ήταν γεμάτος πηγάδια. Κατεβάσαμε τα ντουφέκια και προχωρούσαμε απ’ όξω από το νερό, όσο πατιόταν δηλαδή, γιατί, αν και δεν είχε νερό, το χώμα βούλιαζε και το περπάτημα ήταν πολύ δύσκολο. Το νερό ήταν παντού. Ίσως να είχε βρέξει και τη νύχτα και έπρεπε να σκαρφιστούμε κάτι άλλο, για να ζυγώσουμε στο ποτάμι!
Στο βάθος της λίμνης βλέπαμε τις πάπιες που ανενόχλητες, τσιαπαλάγανε μέσα στο νερό, αφού ήσαν μακριά από απόσταση βολής. Λυσσάξαμε! Μας βάρεσε νταουζάκος!! Ελάτε κοντά λέει ο Τρύφωνας. Θα πάμε από πάνου από την Τρούπα, γύρω γύρω, στην πλεύρα και θα τους μπούμε από τον Ελιώνα. Το μάτι μας γυάλιζε. Με τέτοιο παπιομανέσι ποιος ήτανε να το βάλει κάτω. Από την πλεύρα λοιπόν, από πάνω από την Τρούπα, ένα, στον Ελιώνα, στου Μπότη την καλύβα και από κει πήραμε την άκρη στο Λυκοπόταμο, βρήκαμε μια εμπατή χωρίς νερό και φτάσαμε στην Πίκιζα. Ζυγώσαμε καμιά διακοσιαριά μέτρα στο ποτάμι. Εκεί στοπ! Δεν πήγαινε άλλο. Μακριά μέσα συσίλαγε ο τόπος. Πάπιες όλα τα σόγια! Τουρλού-τουρλού! Ντρενόλιαρες, πρασινοκέφαλες, ψαλιδονούρες, κοπαδιάρες, φιφιά ακόμα και καλιμάνες και μπεκατσίνια. Μας φαινόταν ότι ήτανε μπροστά μας. Το ντουφέκι όμως δεν τις έπιανε. Την ημέρα βλέπεις δεν ανεμίζανε τα κοπάδια. Βόσκανε μέσα στο νερό. Πάμε μέσα λέει ο Τρύφωνας να τις κοντοζυγώσουμε. Σιγά ρε ντεβεκέλη, δεν είσαι καλά, του λέω εγώ. Τα πηγάδια δεν τα λογαριάζεις. Εγώ πάω, άμα θέλετε ελάτε, ήταν η απάντησή του. Πρώτη φορά είδα τον Τρύφωνα τόσο γούρμο. Το έριξε στο άϊντε ντε, στο ντορόβλαγκο και ακουμπέτι με μια φαρμουντάδα άρχισε να προχωράει μέσα στο νερό.Φαίνεται το ’λεγε το τσιουλάτσι του! Εδώ που τα λέμε δεν είχαμε και άλλη επιλογή παρά να λυγουρευόμαστε τις πάπιες σαν την αλεπού με το σταφύλι! Τον ακολουθήσαμε έξω από τη γράνα, μέσα από τα χωράφια που ήταν λίγο το νερό. Τα χωράφια γεμάτα λουμπρίνες από τα κομμένα αραποσίτια. Μερικές μάλιστα είχαν απάνω και αραποσίτια αθέριστα που από την υγρασία είχαν γίνει μπούλια. Πολλές φορές μας φάνηκαν σωτήριες αυτές οι λουμπρίνες, αφού με το ένα χέρι πιανόμαστε και κρατάγαμε ισορροπία για να μην πέσουμε. Προσέχαμε όμως, γιατί με το τράβηγμα, άμα ξεκόλωνε καμία θα παραπατάγαμε και θα βρισκόμαστε ξαπλωμένοι μέσα στο νερό. Το νερό μας έφτανε ίσαμε το γόνα και το χώμα από κάτω βούλιαζε. Πατάγαμε με το ένα πόδι και αχναρώναμε με το άλλο. Με το δεύτερο όμως αχνάρι το πόδι, όπως βούλιαζε στο χώμα, έβγαινε χωρίς γαλότσα. Η γαλότσα αναποδογύριζε και άϊντε τώρα να τη βρεις γιατί το νερό ήταν μπουλουμάς από τα πατήματα. Αλλά και που να κρατήσεις ισορροπία με το ένα πόδι. Τότε αναγκαστικά πατάγαμε και το άλλο πόδι μέσα στο νερό μέχρι να βρούμε τη γαλότσα. Την αδειάζαμε από το νερό την ξαναφοράγαμε και άϊντε από την αρχή. Τα ίδια. Κάναμε ακόμα ένα γιούτο. Προχωρήσαμε σαν να είχαμε πεδούκλι έτσι καμιά διακοσιαριά μέτρα.
Ρεεεε….ακούμε το Μήτσο να μονολογεί. Εδώ δεν ήσαν οι πάπιες προηγουμένως που τις βλέπαμε; Να η ετιά. Πράγματι έτσι ήταν, διότι εν τω μεταξύ όσο εμείς προχωράγαμε για να τις ζυγώσουμε, με την οχλοβοή που κάναμε, προχωράγανε και οι πάπιες και απομακρυνόσανε κολυμπώντας μέσα στο νερό, σαν να μας κορόιδευαν! Εμείς όμως δεν το βάζαμε κάτω. Κοντά και εμείς. Μέχρι που αποκάναμε από την αποστασίλα ζυμώνοντας μέσα στη λάσπη. Απάνω στην απελπισία μας, ακούμε τον Τρύφωνα: Λουμώτε ρεεεε….Έρχεται ένα κοπάδι φιφιά απάνου μας. Που να λουμώξεις μέσα στο νερό. Έκανα να κολοκάτσω και ο πισινός μου μπλατσούνισε μέσα στο νερό! Ήταν ότι χειρότερο γιατί στο μεταξύ το κρύο άρχισε να περονιάζει. Φτάσανε από πάνω μας και σηκώσαμε τα ντουφέκια. Δεν είχαμε και πολλές ριξιές. Θα προτιμούσαμε οι πάπιες να ήταν μεγάλες για να μη χαλάσουμε τις ριξιές, αλλά και αυτά τα φιφιά μας ήρθαν μπουλετί. Πέσανε τρεις ντουφεκιές. Μια τέταρτη έκανε τσιβββ…!! Το δικό μου το μπροστογιομί είχε νοτιστεί από τα νερά και έπιασε μόνο το καψούλι. Κρέμασε ένα φιφί αλλά το μαγγούφι εκεί που έπεσε άντε να το πάρεις. Πενήντα μέτρα μακριά. Άσε που ο Τρύφωνας με το Μήτσο άρχισαν τις λογομαχίες. Εγώ το βάρεσα ο ένας, όχι εγώ το βάρεσα ο άλλος και άντε να βρεις άκρη. Ψάχνανε για τζινταβή. Ήσανε στ’ ατσάλι έτοιμοι για μάλωμα. Εγώ έτσι και αλλιώς είχα μείνει φλούτσος αφού με μια καψουλιά τι περίμενα να σκοτώσω. Τη λύση έδωσε ο Μήτσος που πιο τολμηρός άρχισε να προχωράει μέσα στο νερό μη λογαριάζοντας τον κίνδυνο και τα περί πηγαδιών που λέγαμε. Τον βλέπαμε να προχωράει μαλιναρισμένοι γιατί δεν ξέραμε αν θα φτάσει στο φιφί ή αν θα γύριζε πίσω. Ξαφνικά τον ακούμε να φωνάζει: Ρεεεε…ρίχτε του!!Ένας λαγός! Από ένα χορταριασμένο ξέφωτο του πετάχτηκε ένας λάγαρος ίσαμε ένα βετούλι.Έτσι τον είδαμε εμείς. Ο αναθεματισμένος δεν ήρθε προς εμάς αλλά πήρε τη γράνα –γράνα και σκαπέτησε προς το Τοιχιό. Κατά διαστήματα στεκόταν, γύριζε και κοίταγε πίσω προς τα εμάς, αφρουγκαζότανε και ξαναπροχώραγε ανενόχλητος μέχρι που τον χάσαμε από τα μάτια μας! Γιατί δεν τον ντουφέκισε ο Μήτσος; Γιατί φεύγοντας να πάει για το φιφί άφησε το ντουφέκι του, να το κρατάω εγώ για να προχωράει πιο εύκολα.Τέτοιο μυαλό.
Μετά από περιπετειώδη διαδρομή ο Μήτσος έφτασε στο φιφί, το έπιασε, το μπεσιλάτισε λίγο, το συφούλιασε και το μπούρλιασε στη ζωστήρα έτσι για φουμιά. Έτσι προκούφι, όπως φαινότανε αυτό το τσερόνι θα ήταν καμιά εκατονπενηνταριά δράμια. Είπα περιπετειώδη γιατί αυτό το διαβολεμένο το φιφί ήταν τραυματισμένο και όσο το πλησίαζε ο Μήτσος εκείνο προχώραγε κολυμπώντας. Κάπου θα το είχε τσαρμπίσει φαίνεται. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η ταλαιπωρία του στο γυρισμό αφού ζημώνοντας μέσα στις λάσπες του κόλησε η γαλότσα πεντέξι φορές. Γύρισε εξουθενωμένος και αν έβρισκε τόπο, θα ξάπλωνε κάτω αποκαμωμένος. Τώρα που να ξαπλώσει αφού το νερό τον έφτανε μέχρι τα σκέλια. Βγήκε όμως λαπάντι παρ’ ότι ο Τρύφωνας-όπως ήταν και λίγο τσαρκαλιάρης- φουρλάτιζε για το φιφί! Αφού γύρισε, εγώ έριχνα τα σχέδια για το πώς θα ζυγώναμε τις πάπιες. Μπροστά μας, τέτοιος θησαυρός και να πάει στράφι,σκεφτόμουνα! Ούτε μία από δαύτες δεν θα πάει κρεμασμένη στο χωριό;
Έχω μια ιδέα είπα. Να πάμε γύρω γύρω από κει που ήρθαμε και να τους βγούμε μπροστά από την άλλη μεριά, από το Χωτουσέϊκο δηλαδή. Σκύψε…μου λέει ο Τρύφωνας. Προφανώς για να μου ρίξει καμιά καρπαζιά για την κουταμάρα που είπα.Έτσι το έβλεπε αυτός. Και που ξέρεις ρε αν από την άλλη μεριά πατιέται ο τόπος, διαφώνησε. Ο Μήτσος έλεγε ναι σε κάθε ιδέα. Ντιλάρι όπως ήταν δε λογάριαζε τίποτα. Το ’ριξε στο κουτραμπάνικο και το κουμπούρωσε μόνος του. Με μεγάλες αδρασκελιές, με κάτι νταρβίρες ενάμισο μέτρο και με τις γκουναύλες του σαράντα πέντα νούμερο. Τον ακολουθήσαμε και όπου βγει. Φτάσαμε (πώς φτάσαμε δηλαδή), πάλι γύρω-γύρω πάνω από την Τρούπα βγήκαμε στην Πέτρα και από κει ένα και δύο στο Τοιχιό και στη συνέχεια παίρνοντας μπερντέ το χείλος μιας γράνας το κουμπουρώσαμε για το ποτάμι. Μπροστά μας πέλαγος. Αριστερά βούλιαζε! Δεξιά το ίδιο! Οι πάπιες πολύ μακριά από εμάς και με την προηγούμενη ταλαιπωρία που περάσαμε δεν τολμούσαμε να κάνουμε το ίδιο. Στο μεταξύ τα πόσκια λιοκρίσανε, το κρύο όπως είμαστε μάλιστα και βρεγμένοι άρχισε να περονιάζει! Τα πόδια μας είχαν γίνει τροχίλια από το φαφάτιασμα! Είμαστε μπαφουνιασμένοι από το κρύο. Άκουσα τον Τρύφωνα πίσω μου να σκλιμουριέται. Είναι δύσκολο να φανταστείτε τι ρούχα και τι είδους γαλότσες φοράγαμε. Έπρεπε κανονικά να περιμένουμε λίγο για να σπαργουνιάσουν τα πόδια μας, σε κανά στέριο μέρος και μετά να σκεφτούμε για κάτι άλλο.
Απάνω στη σκέψη για το πώς να συνεχίσουμε, λουμώτε ρεεε, ακούμε το Μήτσο να φωνάζει. Με μια κίνηση, παρ’ ότι είμαστε κραγκωμένοι, σκύψαμε και οι τρεις. Περιστέρια! Ένα κοπάδι περιστέρια κανταριάσανε και ερχόσανε από το Καντηλέϊκο σύρια κατά πάνω μας. Μόλις ζύγωσαν έφαγαν πέντε σμπάρα! Να που έπιασε και το δικό μου μπροστογιομί! Κρεμάσανε τρία περιστέρια. Ανάλογα με τις ριξιές που είχαμε και πολλά πέσανε. Κάποιο θα πήγε συγκοπή. Το ένα μάλιστα το είχαμε κάνει μάματα. Ευτυχώς τρία, γιατί αν ήσανε λιγότερα, ακόμα εκεί θα είμαστε και θα μαλώναμε για τη μοιρασιά. Πάλι καλά λέει ο Μήτσος. Τα περιστέρια, μπροστά στην απελπισία μας, μας φαινόσανε σαν τρενόλιαρες. Ήσανε πράγματι γοτζίλια! Νιώσαμε πάντως μια ικανοποίηση, με πικρή γεύση φυσικά, αφού βλέπαμε τα μπουλούκια μέσα στο νερό και τρώγαμε απ’ τα ρούχα μας! Τρώγαμε άγγουρες!
Παιδιά, λέω εγώ, μην τις λυγουρευόσαστε τις πάπιες. Δεν γίνεται τίποτα για σήμερα. Για να ανεμίσουνε πρέπει να κάνει τσιφούρα ή να φυσάει. Πάμετε να φύγουμε. Κοιτάξαμε γύρω μας και χωρίς πολλές περιστροφές βρήκαμε την ιδέα φρόνιμη και σωστή. Στο μεταξύ άρχισε να σιτίζει και καφούριζε για τα καλά. Έπρεπε να κάνουμε γρήγορα γιατί ήταν πλέον αργά και οι δικοί μας θα ανησυχούσαν. Είναι αλήθεια ότι είχαν γίνει τότε πολλά άσχημα στο κυνήγι με τις πάπιες. Κάποιος μάλιστα είχε πνιγεί σε πηγάδι. Κι’εμείς δεν θα θέλαμε να βρούνε την τουσίτσα μας κάπου μες στον κάμπο στον πάτο κανενός πηγαδιού. Πήραμε λοιπόν το δρόμο του γυρισμού με ανάμικτα αισθήματα.Ένα γυρισμό όμως γεμάτο περιπέτεια αφού ο Τρύφωνας από την ξελυγωμάρα του, έξω από τον Άγιο-Θανάση, έπεσε χάμω σχεδόν λυπόθυμος. Απάνω δε στην αγωνία μας ακούμε φωνές που ερχόσανε από το χωριό. Ήσαν η μάνα του Τρύφωνα και η δική μου. Ανησύχησαν και ερχόσανε κατατρομαγμένες να δούνε τι είχε συμβεί και αργήσαμε. Δεν ακούσαμε πολλά εκείνη τη στιγμή. Δώσαμε λίγο νερό στον Τρύφωνα και το υπόλοιπο το ρούγκλωσε όλο ο Μήτσος και δεν άφησε γραντζιά για μένα. Ντααα παλιόλυκα του φώναξα θυμωμένος γιατί είχε και μένα στεγνώσει το στόμα μου. Είχανε φέρει και δυό-τρία τσαπελόσυκα και κάτι κοκόσιες.Είχαν καταλάβει φαίνεται πόσο θα χρειαστούν.Αναζούπωσε ο Τρύφωνας και φτάσαμε στα σπίτια μας τροκάτσι. Όλο το δρόμο προχωρούσαμε αμίλητοι. Ξέραμε τι μας περιμένει. Δεν είναι ανάγκη να ρωτάτε τι ακολούθησε μετά!
Όλοι έχουμε ζήσει παρόμοιες καταστάσεις στα νεανικά μας χρόνια και τα φανταζόμαστε. Οι γέροι ήσαν τότε, αυστηροί.Έτσι τελείωσε αυτή η κυνηγετική ημέρα.Και το λαγοκυνήγι όμως δεν πήγαινε πίσω από παρόμοιες περιπέτειες. Σήμερα αυτές οι περιπέτειες φαίνονται στους νέους σαν ένα παραμύθι που το λέμε για να κοιμηθούνε τα μικρά παιδιά. Να τα μαθαίνουν όμως αυτά οι νεοφώτιστοι κυνηγοί γιατί σήμερα έχουμε βλέπεις τα μέσα μας, τα μεταφορικά μας, (καβάλα παν στην εκκλησιά), τα αδιάβροχά μας, τα ζεστά μας μπουφάν, τις ολόσωμες γαλότσες μας, τις βάρκες μας άμα λάχει, τις εφτάσφαιρες επαναληπτικές καραμπίνες μας, που μόλις βγει το καινούργιο μοντέλο τις αλλάζουμε σαν πουκάμισα. Τα κινητά μας, στην τσέπη που ανά πάσα στιγμή, αν συμβεί κάτι, όπου και να βρισκόμαστε, παίρνουμε τον κολλητό μας και έρχεται και μας παίρνει. Κυρίως όμως φυσίγγια….Πλούσια τα ελέη. Μέχρι και μάγκνουμ έχουμε και αλίμονο στο κοπάδι που θα κάνει το λάθος να περάσει από πάνω μας. Θα το ντουφεκάμε μέχρι που να σκαπετήσει. Σιγά να μη λυπηθούμε τα φυσίγκια. Διπλές ζώνες στη μέση και άλλα τόσα στο σακίδιο.
Αμ το άλλο! Κοίτα φίλε μου τι κόντεψα να ξεχάσω.Το καλύτερο νέο! Η επιστήμη προχωράει λέει και ακούγεται τώρα τελευταία ότι είναι στα σκαριά να βγάλουν ένα κυνηγετικό Ελικόπτερο για να ανεβαίνουμε απάνου και να κυνηγάμε τα πουλιά στον αέρα! Και κάτι άλλο,το σπουδαιότερο: Θα κυκλοφορήσει, λέει, ένας ανιχνευτής που θα βρίσκει το λαγό και θα μας πηγαίνει ντουγρού στο κουμάσι του. Πάει,θα καταργηθούν τα σκυλιά! Τι άλλο θέλουμε;