Το Ιστορικό του Ολοκαυτώματος 19 Ιουλίου 1944
(Από το βιβλίο “Τίμιοι Αγώνες” του Χρήστου Αν. Κουτσούγερα-2003)
Ήταν η εποχή 1941 – 1944. Τότε η Βλαχέρνα είχε 1.000 και παραπάνω ψυχές.
Τα βουνά και τα λαγκάδια της Αρκαδίας και του Μοριά ολόκληρου έβραζαν, κάθε νέος, παλικάρι που μπορούσε να κρατήσει ντουφέκι, πολεμούσε τον απρόσκλητο εισβολέα κατακτητή, που στο όνομα τις βίας της φασιστικής, κατέστρεψε την πατρίδα μας.
Μέσα σ’ αυτό το φονικό σκηνικό, περνούσαν οι ημέρες και οι νύχτες εκείνης της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1944.
Λυσσασμένοι οι Γερμανοί από τις απώλειες που είχαν στις μάχες, έκαψαν 180 σπίτια στο Λεβίδι, 7 στη Βλαχέρνα, 4 στην Καμενίτσα και άλλα τόσα στην Παναγίτσα, σκοτώνοντας και όποιον έβρισκαν στη διαδρομή τους, δίπλα από το δρόμο. Ο άμαχος κόσμος βρήκε καταφύγια στο δασωμένο Μαίναλο και περίμενε τα τραγικότερα, τα φοβερότερα, που ο νους του ανθρώπου δεν τα χωράει…
Και που δεν άργησαν να έρθουν ….
Στις 18-7-1944 μεγάλη Δύναμη των Γερμανών με προπομπούς ποδηλατιστές, ακολούθησε το δημόσιο δρόμο Τρίπολη – Λεβίδι. Έφτασαν μέχρι τη Βλαχέρνα, που είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους και άρχισαν να πολυβολούν τις ελάχιστες γυναίκες που τρομαγμένες έτρεχαν στις γύρω πλαγιές για να απομακρυνθούν από το χωριό και να κρυφτούνε στα έλατα. Τραυμάτισαν μια κοπέλα, την Κλειώ Δρακοπούλου, στο πόδι, και από τότε έμεινε ανάπηρη. Μετά γύρισαν στο Λεβίδι που ήταν η προσωρινή βάση του.
Μόλις νύχτωσε το βράδυ της 18-7-1944 μια διμοιρία Ελασιτών κατέβηκε από το βουνό για στήσει ενέδρα στη θέση Μακρεμαλιά – Κοτρόνες στο δημόσιο δρόμο, στην άκρη του χωριού. Είχε διαταγή να κάνει παρενόχληση. Έτσι και έγινε.
Αφήγηση του Διμοιρίτη Μαρίνου Φωτόπουλου:
«Πήραμε διαταγή από τη διοίκηση του λόχου να στήσουμε ενέδρα σ’ αυτό το σημείο για να τους κάνουμε παρενόχληση, πήγαμε και κάναμε από τη νύχτα ορισμένα πυροβολεία με πέτρες. Όταν ξημέρωσε πια και βγήκε ο ήλιος είδαμε τους ποδηλατιστές να έρχονται. Τους αφήσαμε να πλησιάσουν σχεδόν στα πενήντα μέτρα. Όταν πλησίασαν άρχισαν οι αντάρτες να χτυπούν με το πολυβόλο και τα ατομικά τους όπλα. Σε λίγο τέλειωσε αυτό το κακό, δεν ξέρω πόσοι χτυπηθήκανε, πρέπει να είχαν νεκρούς αλλά δεν ξέρω. Όταν οι ποδηλατιστές προσπάθησαν να ανασυνταχθούν και να απαντήσουν στα δικά μας πυρά, εμείς οπισθοχωρήσαμε γιατί όπως είναι φυσικό δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε με αυτούς, γιατί πίσω τους ερχόταν μεγάλη δύναμη. Αμέσως κατάφτασαν από το Λεβίδι πολλοί Γερμανοί που έστησαν πολυβολεία γύρω στο χωριό, το κύκλωσαν και επιδόθηκαν με μανία στον αφανισμό του, βάζοντας φωτιά στα σπίτια. Το ότι η ενέδρα στήθηκε σε σημείο πολύ κοντά στο χωριό, έδωσε στους Γερμανούς αφορμή να πάρουν απόφαση για τον αφανισμό της Βλαχέρνας, να κάψουν τα πάντα, να μη μείνει τίποτα.
Όλοι οι Βλαχερναίοι είχαμε καταφύγει στο δασωμένο Μαίναλο κι από τις κορφές του βλέπαμε με κομμένη ανάσα όλες τις σκηνές της φρίκης κατά την πυρπόληση των σπιτιών μας. Βλέπαμε τη Βλαχέρνα σα σφαχτάρι ανυπεράσπιστο που το βάζει κάτω ο μακελλάρης και του μπήγει το μαχαίρι στο λαιμό. Καημένε Μπεζενίκο (Βλαχέρνα) πώς να σε λησμονήκω, λέγανε για το χωριό μας το δύστυχο αυτό που το λέγαν και όλοι οι κοντοχωριανοί και το ΄λέγαν σαν καημό, σαν τραγούδι. Τώρα το ίδιο μας το χωριό έγινε δύστυχο και μεις μάρτυρες αυτής της βιβλικής καταστροφής. Βρεθήκαμε στη Καψόραχη σε θέση που δεν μπορούσαμε να βλέπουμε το πάνω χωριό που από εκεί άρχισαν να βάζουν φωτιά. Είδαμε όμως τα ντουμάνια του καπνού που σηκωνόταν σα μαύρα σύγνεφα που σέρνονταν πρώτα στις πλαγιές και μετά σηκώνονταν στον ουρανό γιατί από κάτω έρχονταν άλλα.
Την άλλη μέρα 20-7-1944 πήγαμε στο χωριό…
Μπαίνοντας στο χωριό ένιωθες πως έμπαινες σε νεκροταφείο . Μια άσχημη μυρουδιά που ερχόταν από τ’ αποκαΐδια σε έπνιγε. Ότι μπορούσε να καεί είχε καεί και μόνο οι πέτρες των τοίχων έστεκαν αλλά κι αυτές ραγισμένες από τις μεγάλες θερμοκρασίες, ιδιαίτερα έσκασαν τα πελεκημένα αγκωνάρια στις πόρτες και τα παράθυρα γιατί από κει έβγαιναν οι φλόγες.
Γύρω στη γειτονιά αμίλητοι άνθρωποι τριγυρνούσαν κι έμοιαζαν με φιγούρες χορού σε αρχαία τραγωδία. Κάτω στο χώμα, σε μια άκρη βρίσκεται το απανθρακωμένο σώμα ενός ανθρώπου. Είναι ο γέρο – Λολώνης ή μάλλον τα κόκαλά του που περιμένουν την ταφή τους. Πιο κάτω άλλο πτώμα γέροντα βρίσκεται σωριασμένο. Είναι ο γέρο –Τρύφωνας Κατσούλης. Ένας γέρος που έτσι κι αλλιώς βρισκόταν κοντά στο θάνατο. Η αγριότητα όμως δεν έχει όρια.
Μετά δύο μέρες από το ολοκαύτωμα, ένας λόχος ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ ήρθε κι έστησε ενέδρα στο δημόσιο δρόμο ανάμεσα στα καημένα σπίτια.
Στις έξι περίπου το απόγευμα ακούστηκε από το παρατηρητήριο : ΓΕΡΜΑΝΟΙ έρχονται από το Λεβίδι Οι αντάρτες αστραπιαία έτρεξαν και έπιασαν τα ταμπούρια τους. Δεν άργησαν να αστράψουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων Την απόλυτη ησυχία τάραξε το βουητό των μηχανών των αυτοκινήτων. Ο χρόνος πια μετριόταν με τους χτύπους της καρδιάς του καθενός. Όλοι με το δάκτυλο στην σκανδάλη περίμεναν ώσπου καπετάνιος με φωτοβολίδα έδωσε το σύνθημα της μάχης και τα όπλα όλων των ανταρτών αναζητούσαν τον στόχο τους. Οι γερμανοί κεραυνοβολήθηκαν.
Μία περίπου ώρα κράτησε αυτός ο ορυμαγδός
Η νύχτα βρήκε το ερειπωμένο χωριό ανταριασμένο από το βουητό της μάχης. Δίπλα του 35-40 πτώματα Γερμανών και σκελετωμένα αυτοκίνητα όλα άψυχα, νεκρά κατά μήκος της δημοσιάς. Από το τελευταίο αυτοκίνητο που είχε και τους περισσότερους ταγματασφαλίτες διέφυγαν μερικοί προς το Λεβίδι. Δύο βαριά τραυματίες υπέκυψαν ενώ οι άλλοι ολονυχτίς έφτασαν στην Τρίπολη.
Ένα μυδράλιο, τέσσερα στάγιερ, πολλά ατομικά ντουφέκια, πολλά φυσίγγια και αρκετό φαρμακευτικό υλικό έπεσαν στα χέρια των ανταρτών.
Οι θυσίες της Βλαχέρνας
Το μερτικό της σε ανθρώπινες ζωές, που προσέφερε κατά τον αντιφασιστικό απελευθερωτικό αγώνα στο διάστημα της γερμανικής Κατοχής 1941 – 1944.
Μαχητές:
Ντίνος Κολλίντζας , καπετάν Κολοκοτρώνης, Δ/τής του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Βερμίου.
Γιώργης Καρούντζος, αντάρτης του ΕΛΑΣ.
Γιάννης Πανούσης, Γραμματέας της ΕΠΟΝ Τρίπολης,
Βαγγέλης Λολώνης, αντάρτης του ΕΛΑΣ.
Από τον άμαχο πληθυσμό:
Θοδωρής Κουτσούγερας
Τάσης Κουτσούγερας
Γιώργης Κουτσούγερας
Βασίλης Κουτσούγερας
Αριστείδης Αποστολόπουλος
Τρύφωνας Κατσούλης
Δημήτρης Λολώνης
Φώτης Κουνέλης
Αναστάσιος Τζιώλας
Σεμνή στέκεται η Βλαχέρνα δίπλα στους άλλους τόπους μαρτυρίου.
Σεμνή και περήφανη και για τους αγώνες της και για τις θυσίες της.