Αποτελέσματα Αναζήτησης
"κουλουρα"
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ μιας άλλης εποχής (του αειμνήστου Λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου)
Τις Απόκριες γινόταν το μεγαλύτερο ξεφάντωμα στο χωριό. Στην Μεσιανή βρύση ήταν και η πλατεία του παλιού χωριού βαράγανε δύο ορχήστρες με τα όργανα της εποχής: Νταούλι, πίπιζα και καραμούζα. Ο Θοδωρής ο Ντόκος πίπιζα και ο αδελφός του ο Φουσκοπέτσης νταούλι.
Η ψιλομαρίδα ήταν κουρνιασμένη πάνω στην καμάρα της βρύσης για την θέα. Δεν υπάρχει σήμερα πουθενά τέτοια βρύση με την μεγαλοπρέπεια που είχε αυτή η βρύση με τα σκαλιστά αγκωνάρια της, με την σκαλιστή φάτσα της, με τις ζαλώστρες της, με τις πλύστρες της, με τις δύο μεγάλες μαρμαρένιες κορίτους της και τα δυο ντουλάπια της. Ήταν μεγάλο λάθος το γκρέμισμά της.
Ο Ντοκοθοδωρής και ο αδερφός του ο Μήτσος ήσαν, σαν οργανοπαίχτες, μεγάλη φίρμα της εποχής. Την εκμετάλλευση της πλατείας την είχε το Λαϊκό καφενείο του Τρύφωνα του Σκασίλα. Τότε δούλευε το κατοστάρι με το κρασί, καμιά μαστίχα και λουκούμια.
Χόρευαν γέροι με τις λουλακάτες πουκαμίσες, ζωσμένοι τα σιλάχια στολισμένα με μυρσίνες καλαματιανές, με τις φουντωτές γιορτινές πίγκες1 τους, με τις σκάλτσες και τις μαύρες γονατάρες τους. Τα ωραία χαριτωμένα σταυρωτά τους και τα μπαρέζια τα κόκκινα και τα καφετιά. Σε έπαιρνε μια χαρά. Πολλοί γέροι φόραγαν και φουστανέλες και οι νέοι επίσης ατσαλάκωτοι με τις ίδιες στολές, ενώ λίγοι νέοι φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα.
Οι γριές με τα μακριά αλατζένια2 φουστάνια τους, με τους χαρμπαλάδες3 που ήταν γρανιτουρισμένοι με ταμπέλες, με τις ωραίες μπόλκες4 και τις όμορφες μπελερίνες5, τα ζαχαριά και τα κανελιά μαντήλια με τα κλαριά. Τα ζαχαριά τα λουλάκωναν με λουλάκι.
Οι νέοι με τις φουστανέλες και τα φέσια με τις γαλάζιες φούντες και τα κορίτσια ντυμένα αμαλίες με τα παπάζια6 τους, τα ασημοζούναρα στο λαιμό τους που ακτινοβολούσαν και τα φλωριά στο μέτωπό τους άστραφταν.
Χόρευαν τα νιάτα και τα γηρατειά αντάμα και τσούγκριζαν τα ποτήρια με το κοκκινέλι του Σκασίλα. Οι χαλκωματένιες και τρύπιες πενταροδεκάρες πέφτανε σαν βροχή στα όργανα και τόσο μερακλωνόταν ο γερο-Θοδωρής με την πίπιζα φούσκωνε τα μάγουλα και τα μάτια του πεταγόσανε σαν του βατράχου. Του κόλλαγαν και δεκάρες στο κούτελο με φτύμα κι έκανε πίσω το κεφάλι του να μην πέσουν. Ο δε Φουσκοπέτσης βημάτιζε δίπλα σε αυτόν που χόρευε βαρώντας το νταούλι ρυθμικά.
Ξάφνου βλέπω τον Γιώργη τον Ντόκο τον μοναχογιό και κανακάρη του γερο-Θοδωρή μάζευε τις δεκάρες και άλλες έριχνε στο πιάτο και άλλες κρυφά έριχνε στην τσέπη του και τα παπούτσια του. Αντιληφθείς ο Φουσκοπέτσης την “κλεψιά” του κοπάνησε δύο-τρεις με το νταουλόξυλο στο κούκουρο7 κι ευθύς πετάχτηκαν όλοι. Ο μικρός Γιώργης έφυγε κλαίγοντας από τους πόνους και στάθηκε στο Παλιοχώρι. Που να πλησιάσει πάλι στην ορχήστρα· έβλεπε τον Φουσκοπέτση και τον έκοβε κρύος ιδρώτας. Ο χορός και τα γλέντια τελείωναν το βράδυ και πήγαιναν ν’ αποκρέψουν.
Τα παιδαρέλια έπαιζαν τις αμάντζες και όποια παρέα κι αν κέρδιζε πήγαιναν όλοι μαζί στα σπίτια των χαμένων τρωγόπιναν και γλεντοκοπούσαν κι απ’ το τηγάνι έβγαιναν ζεστές τηγανίτες.
Στον πλάτανο του Βρέντα στο μαγαζί του Ζηντάρη βάραγε καραμούντζα ο Νικολάτσης ο Τσαρουχάς και ο Γιώργης ο Κατσούλης (ο Τζιωβίνης) νταούλι. Εκεί ήταν το Τσαρουχέϊκο συνάφι, Κατσουλέοι και διάφοροι τσοπάνηδες. Δούλευε το κατοστάρι με το κρασί και η οκά αλλά υπήρχε κέφι και καλαμπούρι.
Στις 1:00 με 2:00 η ώρα το απόγευμα σταματούσε ο χορός για λίγο. Τότε άρχιζαν να ξαναφαίνουν και να ξεφαντώνουν οι μασκαράδες από διάφορα σημεία κι άρχιζαν οχλαγωγίες, γέλια και λαχτάρες. Οι θαμώνες του καφενείου βγήκαν κι αυτοί έξω να ιδούν τι τρέχει , μήπως μάλωσαν στο χορό. Και είδαν κι αυτοί έκπληκτοι το σινάφι των μασκαράδων: ένας ήταν ντυμένος Παπάς και λιβάνιζε τον κόσμο με στάχτη που είχε σε έναν τορβά.
Άλλος ήταν ντυμένος Γιατρός, Νύφη, γαμπρός όπου επακολουθούσε η λιποθυμία της νύφης, εκεί είχε το μεγαλύτερο καλαμπούρι όταν επενέβαινε ο γιατρός με μια παλιοτσάντα γεμάτη γιδοκοπριές για χάπια. Ένας ήταν ντυμένος χωροφύλακας κρατώντας στο χέρι μια βίτσα να μην πλησιάζει ο κόσμος που ήταν πράγματι λαοπλημμύρα και μετά την αναγνώριση των μασκαράδων επακολουθούσαν στέψεις κι άλλα διάφορα κόλπα. Ξανάφανε άλλο σινάφι ο ένας ήταν ντυμένος αρκούδα κι ο άλλος αρκουδιάρης βαρούσε ντέφι έναν ταβά και χόρευε η Αρκούδα κάνοντας διάφορα νούμερα. Μερικοί πέφτανε κάτω να τους πατήσει η αρκούδα για να μην τους πονάει η μέση τους.
Αφού χόρεψαν όλοι μαζί διαλύθηκε ο χορός για τη βραδινή Αποκριά γιατί άρχισε να νυχτώνει.
Το βράδυ της Αποκριάς την εποχή εκείνη απόκρευαν μαζί, δύο-τρεις οικογένειες συγγενικές. Τα φαγητά ήσαν λογής-λογής: κοτόπουλο με χυλοπίτες, βεργάδι, στιφάδο, χοιρινό κι άλλα επιδόρπια. Τότε τραπέζια ήσαν οι Σοφράδες, χαμηλά και καθίσματα χαμηλά σκαμνιά, τα προσκέφαλα άλλα γεμάτα άχυρα ή πούσια και άλλα με κοζιά απόκρευαν στο παραγώνι, διότι σπανίως υπήρχε κρεβάτι τότε, ενώ στο τζάκι έδερνε η φωτιά .
Μετά το φαγητό ψένανε τυρί στα κάρβουνα για να καεί ο Λύκος.
Έβαζαν και αυγά στη σπούρνη με τη μύτη προς τα πάνω. Αυτού που ίδρωνε το αυγό αν ήταν νέος ή νέα πλησίαζε η παντρειά. Στο σοφρά έδιναν και έπαιρναν τα τσουγκρίσματα με το κοκκινέλι κι ευχώσαν Καλή Σαρακοστή και συχωράγανε τις ψυχές. Ξέχασα, στο κάθε αυγό μελέταγαν και το άτομο κι ήξερε ο καθένας το δικό του. Αν ίδρωνε των γερόντων το αυγό σήμαινε ευτυχία και πλούτη θα πέσουν στο σπίτι. Αν έσκαγε κάνα αυγό λέγανε το σκάσε ο διάβολος. Επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο ακόμα και χορός και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα το τελευταίο έδεσμα ήταν οι νεροχυλοπίτες στραγγιχτές τσιγουρισμένες με γουρναλοιφή και με γαρνιτούρα μυτζήθρας.
Με αυτά τελείωνε η Αποκριά.
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Την Καθαρή Δευτέρα ήσαν τα κούλουμπα, το γλέντι γινόταν στις γειτονιές. Φτιάχνανε μπουγάτσα στη θράκα κι αυτά που είχαν ζυμώσει βγάζανε λαγάνες. Όταν βγάζανε την μπουγάτσα αφού είχε ψηθεί την άφηναν να κρυώσει λίγο. Τα παιδιά όμως λιγούριαζαν και για να τα καρτερέσει η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει η ψυχή της στο χωράφι και θα την κόψουμε. Σε λίγη ώρα πάλι τα παιδιά λιγούριαζαν και πάλι η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει και στο αμπέλι (η ψυχή της), ώσπου η μπουγάτσα κρύωνε λίγο και την τεμάχιζαν με το χέρι κομμάτια στο τραπέζι και τρώγανε όλοι μαζί. Οι μεγαλύτεροι πίνανε κρασί ξεροσφύρι πρώτα αλατίζοντας κάνα κρεμμύδι ή τσιμπώντας καμιά ελιά.
Τα εδέσματα της Δευτέρας ήσαν κρεμμύδια που τα λέγανε και περιστέρια, τα στούμπαγαν στο γόνα ή στο τραπέζι και τα στύβανε να φύγει η καούρα. Και τ’ αλάτιζαν με ριγανάλατο. Αλλά εδέσματα ήσαν τα καρδάματα, οι ελιές κι ο χαλβάς.
Όλη την καθαρή βδομάδα ο κόσμος νήστευε δεν τρώγανε ούτε λάδι. Οι κοπέλες φτιάχνανε την αρμυροκουλούρα κι αφού την τρώγανε όλη την ημέρα δεν έπιναν νερό για να ιδούνε το βράδυ στον ύπνο τους ποιος νέος θα τους δώσει νερό, όπου θα ήταν κι ο μέλλων σύζυγος. Το ίδιο κάνανε και τα παιδιά.
11 Πίγκες:Ήταν τα παπούτσια των φουστανελάδων, τα τσαρούχια. Οι πίγκες ήσαν μαύρες και κόκκινες.
2Αλατζένια:Υφαντά στον αργαλειό ποικίλων χρωμάτων.
3 Χαρμπαλάς:Συγκεκριμένο στυλ ραψίματος για τα φουστάνια (Σαν πιέτα).
4 Μπόλκα:Υφαντή ζακέτα εποχής.
5 Μπελερίνα:Εσάρπα,σάλι.
6 Παπάζι:Το φέσι της στολής της Αμαλίας.
7 Κούκουρο:Κρανίο
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ μιας άλλης εποχής (του αειμνήστου Λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου)
Τις Απόκριες γινόταν το μεγαλύτερο ξεφάντωμα στο χωριό. Στην Μεσιανή βρύση ήταν και η πλατεία του παλιού χωριού βαράγανε δύο ορχήστρες με τα όργανα της εποχής: Νταούλι, πίπιζα και καραμούζα. Ο Θοδωρής ο Ντόκος πίπιζα και ο αδελφός του ο Φουσκοπέτσης νταούλι.
Η ψιλομαρίδα ήταν κουρνιασμένη πάνω στην καμάρα της βρύσης για την θέα. Δεν υπάρχει σήμερα πουθενά τέτοια βρύση με την μεγαλοπρέπεια που είχε αυτή η βρύση με τα σκαλιστά αγκωνάρια της, με την σκαλιστή φάτσα της, με τις ζαλώστρες της, με τις πλύστρες της, με τις δύο μεγάλες μαρμαρένιες κορίτους της και τα δυο ντουλάπια της. Ήταν μεγάλο λάθος το γκρέμισμά της.
Ο Ντοκοθοδωρής και ο αδερφός του ο Μήτσος ήσαν, σαν οργανοπαίχτες, μεγάλη φίρμα της εποχής. Την εκμετάλλευση της πλατείας την είχε το Λαϊκό καφενείο του Τρύφωνα του Σκασίλα. Τότε δούλευε το κατοστάρι με το κρασί, καμιά μαστίχα και λουκούμια.
Χόρευαν γέροι με τις λουλακάτες πουκαμίσες, ζωσμένοι τα σιλάχια στολισμένα με μυρσίνες καλαματιανές, με τις φουντωτές γιορτινές πίγκες1 τους, με τις σκάλτσες και τις μαύρες γονατάρες τους. Τα ωραία χαριτωμένα σταυρωτά τους και τα μπαρέζια τα κόκκινα και τα καφετιά. Σε έπαιρνε μια χαρά. Πολλοί γέροι φόραγαν και φουστανέλες και οι νέοι επίσης ατσαλάκωτοι με τις ίδιες στολές, ενώ λίγοι νέοι φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα.
Οι γριές με τα μακριά αλατζένια2 φουστάνια τους, με τους χαρμπαλάδες3 που ήταν γρανιτουρισμένοι με ταμπέλες, με τις ωραίες μπόλκες4 και τις όμορφες μπελερίνες5, τα ζαχαριά και τα κανελιά μαντήλια με τα κλαριά. Τα ζαχαριά τα λουλάκωναν με λουλάκι.
Οι νέοι με τις φουστανέλες και τα φέσια με τις γαλάζιες φούντες και τα κορίτσια ντυμένα αμαλίες με τα παπάζια6 τους, τα ασημοζούναρα στο λαιμό τους που ακτινοβολούσαν και τα φλωριά στο μέτωπό τους άστραφταν.
Χόρευαν τα νιάτα και τα γηρατειά αντάμα και τσούγκριζαν τα ποτήρια με το κοκκινέλι του Σκασίλα. Οι χαλκωματένιες και τρύπιες πενταροδεκάρες πέφτανε σαν βροχή στα όργανα και τόσο μερακλωνόταν ο γερο-Θοδωρής με την πίπιζα φούσκωνε τα μάγουλα και τα μάτια του πεταγόσανε σαν του βατράχου. Του κόλλαγαν και δεκάρες στο κούτελο με φτύμα κι έκανε πίσω το κεφάλι του να μην πέσουν. Ο δε Φουσκοπέτσης βημάτιζε δίπλα σε αυτόν που χόρευε βαρώντας το νταούλι ρυθμικά.
Ξάφνου βλέπω τον Γιώργη τον Ντόκο τον μοναχογιό και κανακάρη του γερο-Θοδωρή μάζευε τις δεκάρες και άλλες έριχνε στο πιάτο και άλλες κρυφά έριχνε στην τσέπη του και τα παπούτσια του. Αντιληφθείς ο Φουσκοπέτσης την “κλεψιά” του κοπάνησε δύο-τρεις με το νταουλόξυλο στο κούκουρο7 κι ευθύς πετάχτηκαν όλοι. Ο μικρός Γιώργης έφυγε κλαίγοντας από τους πόνους και στάθηκε στο Παλιοχώρι. Που να πλησιάσει πάλι στην ορχήστρα· έβλεπε τον Φουσκοπέτση και τον έκοβε κρύος ιδρώτας. Ο χορός και τα γλέντια τελείωναν το βράδυ και πήγαιναν ν’ αποκρέψουν.
Τα παιδαρέλια έπαιζαν τις αμάντζες και όποια παρέα κι αν κέρδιζε πήγαιναν όλοι μαζί στα σπίτια των χαμένων τρωγόπιναν και γλεντοκοπούσαν κι απ’ το τηγάνι έβγαιναν ζεστές τηγανίτες.
Στον πλάτανο του Βρέντα στο μαγαζί του Ζηντάρη βάραγε καραμούντζα ο Νικολάτσης ο Τσαρουχάς και ο Γιώργης ο Κατσούλης (ο Τζιωβίνης) νταούλι. Εκεί ήταν το Τσαρουχέϊκο συνάφι, Κατσουλέοι και διάφοροι τσοπάνηδες. Δούλευε το κατοστάρι με το κρασί και η οκά αλλά υπήρχε κέφι και καλαμπούρι.
Στις 1:00 με 2:00 η ώρα το απόγευμα σταματούσε ο χορός για λίγο. Τότε άρχιζαν να ξαναφαίνουν και να ξεφαντώνουν οι μασκαράδες από διάφορα σημεία κι άρχιζαν οχλαγωγίες, γέλια και λαχτάρες. Οι θαμώνες του καφενείου βγήκαν κι αυτοί έξω να ιδούν τι τρέχει , μήπως μάλωσαν στο χορό. Και είδαν κι αυτοί έκπληκτοι το σινάφι των μασκαράδων: ένας ήταν ντυμένος Παπάς και λιβάνιζε τον κόσμο με στάχτη που είχε σε έναν τορβά.
Άλλος ήταν ντυμένος Γιατρός, Νύφη, γαμπρός όπου επακολουθούσε η λιποθυμία της νύφης, εκεί είχε το μεγαλύτερο καλαμπούρι όταν επενέβαινε ο γιατρός με μια παλιοτσάντα γεμάτη γιδοκοπριές για χάπια. Ένας ήταν ντυμένος χωροφύλακας κρατώντας στο χέρι μια βίτσα να μην πλησιάζει ο κόσμος που ήταν πράγματι λαοπλημμύρα και μετά την αναγνώριση των μασκαράδων επακολουθούσαν στέψεις κι άλλα διάφορα κόλπα. Ξανάφανε άλλο σινάφι ο ένας ήταν ντυμένος αρκούδα κι ο άλλος αρκουδιάρης βαρούσε ντέφι έναν ταβά και χόρευε η Αρκούδα κάνοντας διάφορα νούμερα. Μερικοί πέφτανε κάτω να τους πατήσει η αρκούδα για να μην τους πονάει η μέση τους.
Αφού χόρεψαν όλοι μαζί διαλύθηκε ο χορός για τη βραδινή Αποκριά γιατί άρχισε να νυχτώνει.
Το βράδυ της Αποκριάς την εποχή εκείνη απόκρευαν μαζί, δύο-τρεις οικογένειες συγγενικές. Τα φαγητά ήσαν λογής-λογής: κοτόπουλο με χυλοπίτες, βεργάδι, στιφάδο, χοιρινό κι άλλα επιδόρπια. Τότε τραπέζια ήσαν οι Σοφράδες, χαμηλά και καθίσματα χαμηλά σκαμνιά, τα προσκέφαλα άλλα γεμάτα άχυρα ή πούσια και άλλα με κοζιά απόκρευαν στο παραγώνι, διότι σπανίως υπήρχε κρεβάτι τότε, ενώ στο τζάκι έδερνε η φωτιά .
Μετά το φαγητό ψένανε τυρί στα κάρβουνα για να καεί ο Λύκος.
Έβαζαν και αυγά στη σπούρνη με τη μύτη προς τα πάνω. Αυτού που ίδρωνε το αυγό αν ήταν νέος ή νέα πλησίαζε η παντρειά. Στο σοφρά έδιναν και έπαιρναν τα τσουγκρίσματα με το κοκκινέλι κι ευχώσαν Καλή Σαρακοστή και συχωράγανε τις ψυχές. Ξέχασα, στο κάθε αυγό μελέταγαν και το άτομο κι ήξερε ο καθένας το δικό του. Αν ίδρωνε των γερόντων το αυγό σήμαινε ευτυχία και πλούτη θα πέσουν στο σπίτι. Αν έσκαγε κάνα αυγό λέγανε το σκάσε ο διάβολος. Επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο ακόμα και χορός και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα το τελευταίο έδεσμα ήταν οι νεροχυλοπίτες στραγγιχτές τσιγουρισμένες με γουρναλοιφή και με γαρνιτούρα μυτζήθρας.
Με αυτά τελείωνε η Αποκριά.
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Την Καθαρή Δευτέρα ήσαν τα κούλουμπα, το γλέντι γινόταν στις γειτονιές. Φτιάχνανε μπουγάτσα στη θράκα κι αυτά που είχαν ζυμώσει βγάζανε λαγάνες. Όταν βγάζανε την μπουγάτσα αφού είχε ψηθεί την άφηναν να κρυώσει λίγο. Τα παιδιά όμως λιγούριαζαν και για να τα καρτερέσει η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει η ψυχή της στο χωράφι και θα την κόψουμε. Σε λίγη ώρα πάλι τα παιδιά λιγούριαζαν και πάλι η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει και στο αμπέλι (η ψυχή της), ώσπου η μπουγάτσα κρύωνε λίγο και την τεμάχιζαν με το χέρι κομμάτια στο τραπέζι και τρώγανε όλοι μαζί. Οι μεγαλύτεροι πίνανε κρασί ξεροσφύρι πρώτα αλατίζοντας κάνα κρεμμύδι ή τσιμπώντας καμιά ελιά.
Τα εδέσματα της Δευτέρας ήσαν κρεμμύδια που τα λέγανε και περιστέρια, τα στούμπαγαν στο γόνα ή στο τραπέζι και τα στύβανε να φύγει η καούρα. Και τ’ αλάτιζαν με ριγανάλατο. Αλλά εδέσματα ήσαν τα καρδάματα, οι ελιές κι ο χαλβάς.
Όλη την καθαρή βδομάδα ο κόσμος νήστευε δεν τρώγανε ούτε λάδι. Οι κοπέλες φτιάχνανε την αρμυροκουλούρα κι αφού την τρώγανε όλη την ημέρα δεν έπιναν νερό για να ιδούνε το βράδυ στον ύπνο τους ποιος νέος θα τους δώσει νερό, όπου θα ήταν κι ο μέλλων σύζυγος. Το ίδιο κάνανε και τα παιδιά.
Η ΓΟΥΡΝΟΣΦΑΓΗ
Πολύ κέφι και καλαμπούρι είχε η σφαγή των γουρουνιών. Τα έσφαζαν τα γουρούνια μετά την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Οι γυναίκες από ημέρες καθάριζαν το σιτάρι και το έτριβαν σε μια μεγάλη πλάκα με το λιτρίβι, ένα στρογγυλό ποταμίσιο λιθάρι έκαναν το μπολουγούρι για την οματιές και γέμιζαν με διάφορα μπαχαρικά τα παχιά άντερα και την έψηναν στο φούρνο ή στην μπουγάνα.
Πρωί-πρωί έμπαινε το λεβέτι στη φωτιά, να γίνει θερμό το νερό για τα ποδοκέφαλα, να τα μαδήσουν και να πλύνουν και τα άντερα και για άλλες δουλειές. Αφού ήσαν όλοι οι άντρες στο πόδι, διότι τότε τα γουρούνια τα έσφαζαν μαζί οι συγγενείς. Είχαν έτοιμα τα κάρβουνα με το λιβάνι, το λεμόνι καρφωμένο σε ένα μακρύ ξύλινο σουβλί για να το βάλουν στο στόμα του γουρουνιού όταν ξεψύχαγε, για να είναι νόστιμο το κρέας του, όπου το γουρούνι από την απελπισία του το δάγκωνε και το μάσαγε ξεψυχώντας.
Αφού το έσφαζε ο σφάχτης οι άλλοι το πλάκωναν να μην τους φύγει. Αυτός που είχε τα κάρβουνα με το λιβάνι έλεγε το «Πάτερ ημών». Ο Δήμιος που το έσφαζε έβγαζε τον καρύτζαφλα και τον παραλάβαινε η οικοδέσποινα να τον ψήσει για τις πρώτες βοήθειες να πάρουν λίγο μεζέ να πιούνε ένα ποτήρι να ειπούνε καλοφάγοτο στο νοικοκύρη.
Οι πατσατζήδες έπαιρναν τα ποδοκέφαλα και την ουρά και τα μάδαγαν με θερμό νερό. Με αυτά φτιάχναμε την περίφημη πατσά την πηχτή και της έριχναν μετά το βράσιμο στουμπισμένο σκόρδο και ξύδι που έγλειφες τα δάχτυλα σου.
Ο χειρούργος που έβγαζε τα άντερα και τα συκωτοπλέμονα κάπου κοίταζε και αν ήταν έγκυος η νοικοκυρά τις έλεγε τι παιδί θα γεννήσει. Στο παραγώνι ήταν ο Αντεράς και πάνω στο σοφρά ξεχώριζε τα άντερα τα χοντρά από τα ψιλά. Τα χοντρά για οματιές και τα ψιλά για λουκάνικα. Γινόταν στους πατσατζήδες επιθεώρηση , αν τα μάδησαν καλά διότι υπήρχαν κυρώσεις αν άφηναν τρίχες τους τιμωρούσαν και δεν τους έδιναν ούτε κρασί ούτε μεζέ.
Αλλά το πιο καλύτερο για τους μικρούς ήταν η φούσκα, τη φουσκώναμε, της ρίχναμε αραποσιτόσπυρα, τη βροντάγαμε και παίζαμε. Μετά τη γέμιζαν βασιλικόξυγκο από την μπόλια που ήταν φάρμακο μαζί με ελατόπισσα για τις πληγές, πρηξίματα και τσιρίλους.
Όλη την ημέρα γινόταν γλέντι τρικούβερτο και φαγοπότι. Έσμιγαν οι συγγενείς , τα σοϊα –και μαλωμένοι να ήσαν τα έφτιαχναν και αγαπιώσαν- έριχναν στη θράκα την κατίνα κι άλλους μεζέδες, κολάτσιζαν και πήγαιναν να σφάξουν άλλο.
Στον τελευταίο τρώγανε μαγειρευτό με σέλινα αυγολέμονο. Τη δεύτερη μέρα ημέρα τα γδέρνουν τα γδέρνουν με προσοχή να μην τρυπήσουν το τομάρι, το έκοβαν φασκιές για γουρνοτσάρουχα, αφού το αλάτιζαν με πολύ αλάτι να ψηθεί και να αργάσει. Την τρίτη μέρα το έλιωναν το ξύγκι και έβγαζαν τη γουρναλοιφή και τις περιβόητες τσιγαρίδες. Έβραζαν και το κρέας, το αλάτιζαν λίγο αρμυρό και το έβαζαν στη λαγήνα, ανακατεμένο με κομμένα λουκάνικα αφού πρώτα του έριχναν διάφορα μπαχαρικά.
11 Πίγκες:Ήταν τα παπούτσια των φουστανελάδων, τα τσαρούχια. Οι πίγκες ήσαν μαύρες και κόκκινες.
2Αλατζένια:Υφαντά στον αργαλειό ποικίλων χρωμάτων.
3 Χαρμπαλάς:Συγκεκριμένο στυλ ραψίματος για τα φουστάνια (Σαν πιέτα).
4 Μπόλκα:Υφαντή ζακέτα εποχής.
5 Μπελερίνα:Εσάρπα,σάλι.
6 Παπάζι:Το φέσι της στολής της Αμαλίας.
7 Κούκουρο:Κρανίο
Οι φορείς του Νομού Αρκαδίας που συμμετέχουν στην Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
2. Πανελλήνιος Σύλλογος Διαιτολόγων – Διατροφολόγων: κ. Μπερτζελέτος Δημήτριος.
3. Σύλλογος Αρκάδων Ορειβατών και Οικολόγων: κ. Μπουζέτος Αθανάσιος με αναπληρωτή του τον κ. Χωματά Αθανάσιο.
4. Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αρκαδίας: κ. Τσαγγούρης Σταύρος.
5. Αγροτικός Κτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Αρκαδίας «Η ΕΝΩΣΗ»: κ. Μαρκόπουλος Γεώργιος.
6. Σύλλογος των Απανταχού Παναγιτσιωτών «Η ΑΝΑΛΗΨΗ»: κ. Παλούκος Παναγιώτης.
7. Ένωση Πατριωτικών Σωματείων Φαλαισιωτών Αρκαδίας: κ. Μπένος Παναγιώτης με αναπληρωτή του τον κ. Κουλουρά Γεώργιο.
8. ΑΓΣ ΑΣΤΕΡΑΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΠΑΕ: κ. Μποροβήλος Γεώργιος.
9. Διασυνεδριακό Πολιτιστικό Κέντρο Δημητσάνας: κ. Κωνσταντίνος Λάμπρος.
10. Ιατρικός Σύλλογος Αρκαδίας: κ. Αναγνωστάκος Θεοχάρης.
11. Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αρκαδίας: κ. Μπρουμάς Αριστείδης.
Εόρτασε το εξωκλήσι του “ΑΓΙΩΡΓΗ” στη Βλαχέρνα.
Την τιμητική του, είχε χθες το eξωκλήσι του Αγιώργη που βρίσκεται στον κάμπο της Βλαχέρνας. Τελέστηκε η Θεία Λειτουργία μετά αρτοκλασίας και με παρουσία πολλών συμπατριωτών μας.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ακολούθησε το έθιμο της κουλούρας. Ένα έθιμο αιώνων, που συνεχίζεται…
Στις γυναίκες, η Δήμητρα Ηλ. Τσαρουχά κέρδισε την κουλούρα!
Στους άνδρες, την κουλούρα πήρε ο μαθητής Γιώργος Τρυφωνόπουλος (υιός του Ιερέα Παναγιώτη).
Και του χρόνου με υγεία!
foto: Tam
ΤΑ ΕΔΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΟΥ
Μουσταλευριά, σφουντούκια (σουτζούκια), μουστοκούλουρα, λατζίτες (λουκουμάδες) με πετιμέζι και μέλι και φυσικά τσίπουρο ήταν «τα εδέσματα του μούστου» που πρωτοστατούσαν στην εκδήλωση που οργάνωσε ο Σύλλογος Βλαχερναίων Τρίπολης στο Πνευματικό Κέντρο της Βλαχέρνας.
Η προσφορά των συμπατριωτών μας και των μελών του Συλλόγου έδωσαν τη δυνατότητα σε όσους παραβρέθηκαν στην εκδήλωση να γευτούν τα παράγωγα του μούστου και να θυμηθούν τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις, που για χρόνια ακολουθούσαν τη ζωή των ανθρώπων του χωριού μας.
Συγχαρητήρια στο Σύλλογο Βλαχερναίων Τρίπολης και σε όσους βοήθησαν για να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση αυτή και ευελπιστούμε να επαναληφθεί του χρόνου.
ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ, ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ.
Εορτή μεγάλη σήμερα για το χωριό μας. Οι συγχωριανοί μας, ανέβηκαν στην Καστανιά στο Μοναστήρι της Παναγίας των Βλαχερνών, για να γιορτάσουν την εορτή του χωριού μας. Κατόπιν κατηφόρισαν στην Βρύση της Καστανιάς, για να δροσιστούν και να συμμετέχουν στο παραδοσιακό τραπέζι, που οργάνωσε η Μορφωτική Κίνηση Βλαχέρνας.
Στην λαχειοφόρο της εκκλησιαστικής επιτροπής, τυχερός ο συμπατριώτης μας Σταύρος Φιλ. Κολλιόπουλος (πήρε και αρνί και κουλούρα). Σήμερα όμως 2/7, έχει και τα γενέθλιά του, ο συμπατριώτης μας τ. Δήμαρχος Θανάσης Καβουρίνος. Με αφορμή τα δύο παραπάνω γεγονότα, κάνω μια αφιέρωση στον Σταύρο και στο Θανάση, σήμερα ανήμερα της Αγια-Βλαχέρνας:
ΔΥΟ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ
ΕΧΟΥΝ ΜΕΓΑΛΑ ΚΕΦΙΑ,
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΩΡΑ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ!!
**
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΘΑΝΑΣΗ
ΝΑ ΤΑ ΕΚΑΤΟΣΤΗΣΕΙΣ,
ΕΥΧΟΜΑΙ ΠΑΛΙ ΔΗΜΑΡΧΟΣ
ΝΑ ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΗΣΕΙΣ!!
**
ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ Η ΒΛΑΧΕΡΝΑ
ΚΙ ΟΛΟΙ ΝΑ ΕΥΧΗΘΟΥΜΕ,
ΔΗΜΑΡΧΟ ΣΤΗ ΤΡΙΠΟΛΗ
ΕΣΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ!!
**
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΗΡΕ ΔΩΡΑ
ΑΡΤΟ ΚΑΙ ΑΡΝΙ,
ΣΑΝ ΤΟ ΔΙΑΛΟ ΗΡΘΕ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ!!
**
ΕΓΩ ΠΗΡΑ ΚΟΤΡΩΝΙΑ
ΤΑ ΔΩΡΑ ΜΟΥ ΜΗΔΕΝ,
ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ
“ΟΚ ΜΑΗ ΦΡΕΝ”!!
**
“ΔΑΤΣ ΟΛ” ΚΙ ΕΓΩ ΤΟΥ ΕΛΕΓΑ
ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΑ ΚΛΑΡΙΑ,
ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΘΑ ΜΟΥ ΔΩΣΕΙ
ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΠΑΤΣΑ!!
**
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΡΕ ΣΤΑΥΡΟ
ΕΥΧΗ ΔΙΝΩ ΜΕΓΑΛΗ,
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΕΤΟΙΑ ΜΕΡΑ
ΝΑ ΣΜΙΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ!!
Χρόνια Πολλά σε όλους: Βασίλης Παν.Μεγρέμης
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΞΩΚΚΛΗΣΙ ΤΗΣ ΒΛΑΧΕΡΝΑΣ.
Παρουσία αρκετών Βλαχερναίων και πολλών κατοίκων από τα γύρω χωριά (Καμενίτσα, Παναγίτσα, Δάρα, Βυτίνα, κτλ) εορτάστηκε σήμερα 9 Μαΐου 2017 η ανακομιδή ή μετακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νικολάου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άγιος Νικόλαος θεωρείται τόσο από την Ορθόδοξη όσο και την Καθολική Εκκλησία ως ένας από τους μεγαλύτερους Αγίους, υπόδειγμα ταπεινότητας και με πλούσιο κοινωνικό έργο, η δε κοίμησή του εορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου.
Στη σημερινή πανηγυρική ακολουθία ιερούργησε ο εφημέριος της Βλαχέρνας π. Παναγιώτης Τρυφωνόπουλος και τελέστηκε αρτοκλασία προσφορά των οικογενειών Κωνσταντίνας Β. Κουτσούγερα, Δημητρίου Τζιώλα και Σταύρου Φιλλ. Κολλιόπουλου.
Υπήρξε επίσης λαχειοφόρος με δύο αρνιά, ένα κατσίκια, μία γίδα ως τάματα στον Άγιο και κουλούρες, προσφορές των πιστών.
Οι τυχεροί αριθμοί της κλήρωσης είναι οι εξής:
2263 Κουλούρα (ο τυχερός να επικοινωνήσει με την Εκκλ. Επιτροπή)
2279 Κουλούρα
2368 Κατσίκι
2397 Κουλούρα
3556 Κουλούρα
3585 Βιβλία (ο τυχερός να επικοινωνήσει με την Εκκλ. Επιτροπή)
3647 Αρνί
3714 Αρνί
3740 Κουλούρα (ο τυχερός να επικοινωνήσει με την Εκκλ. Επιτροπή)
3741 Γίδα (ο τυχερός να επικοινωνήσει με την Εκκλ. Επιτροπή)
Χρόνια πολλά και του χρόνου.
ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΗ ΒΛΑΧΕΡΝΑ
«Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος,Τροπεοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.»
Η Βλαχέρνα γιόρτασε σήμερα τον Άγιο Γεώργιο στο ομώνυμο ξωκλήσι που βρίσκεται στην αρχή του κάμπου του χωριού σημείο στο οποίο, κατά την τοπική παράδοση, είχε την έδρα του ο αγάς της περιοχής την περίοδο της τουρκοκρατίας μιας και το χωριό, Μπεζενίκος τότε βρισκόταν στο σημερινό Παλιοχώρι. Παρόλο που δεν ήταν η γιορτή Δευτέρα του Πάσχα πλήθος κόσμου από το χωριό αλλά και την ευρύτερη περιοχή κατέκλυσαν το εκλλησάκι για να τιμήσουν την μνήμη του πραγματικά λαοφιλούς Αγίου.
Ιερουργούντος του ιερέα της ενορίας μας π. Παναγιώτη Τρυφωνόπουλου, τελέστηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία , σήμερα Κυριακή, που συμπτωματικά εφέτος είναι και η μεγάλη γιορτή της Κυριακής του Θωμά. Μετά τον Όρθρο πραγματοποιήθηκε και αρτοκλασία. Ο άρτος ήταν προσφορά της οικογένειας Κώστα και Γεωργίας Δρακόπουλου οι οποίοι μετά την απόλυση πρόσφεραν στο εκκλησίασμα χυμούς και γλυκίσματα. Να τονιστεί ότι τηρήθηκε με ευλάβεια και αυτή την χρονιά το έθιμο της κουλούρας του Αγιώργη. Πολλές κουλούρες-τάματα λοιπόν είχαν τοποθετηθεί στολισμένες μπροστά στην εικόνα του Αγίου, στο τέμπλο, όπως συνηθίζεται. Επίσης είχαμε και τάματα-σφαχτά από τον Κώστα Τριαντ. Τσαρουχά και τον Βασίλη Αθ. Τσιώλη. Τυχεροί οι: Γιώτα Β. Πανούση και Τάκης Μπαλάσης. Ακολούθως έγινε και το πατροπαράδοτο τρέξιμο για την κουλούρα όπου ο πρώτος παίρνει ως έπαθλο – ευλογία.
Και του χρόνου.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟΥΣ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΕΣ
ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΒΛΑΧΕΡΝΗ -2017 – ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΛΑΧΕΡΝΑΣ
Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας προς τιμήν του Οσίου Λεοντίου, η εκκλησιαστική επιτροπή παρέθεσε δείπνο στο Πνευματικό Κέντρο του χωριού. Οι πιστοί απόλαυσαν το φαγητό και τα γλυκίσματα, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν προσφορές των επιχειρήσεων του χωριού μας αλλά και ιδιωτών.
Στη λαχειοφόρο αγορά που διεξήχθη, τα τυχερά νούμερα ήταν τα εξής: Νο 57 (αρνί), Νο 208 (κουλούρα) και 253 (μέλι). Παρακαλούνται οι τυχεροί να επικοινωνήσουν με την εκκλησιαστική επιτροπή.
Ο π. Παναγιώτης Τρυφωνόπουλος εφημέριος του χωριού μας, ευχαρίστησε ιδιαίτερα όλους όσους βοήθησαν για τον εορτασμό του Οσίου Λεοντίου, τον Άγιο του χωριού μας.
Χρόνια πολλά.
Από το ημερολόγιο ενός….δωδεκάχρονου (γράφει ο Θανάσης Κουτσούγερας)
Τζιαουνώντας…αλλά με αντάλλαγμα μια καβάλα στο ντουένι !!!
Είχες ντουένι στο αλώνισμα…το λιώμα θα γινόταν μάματα, κλόπος. Τα τσιορομπίλια έπιαναν σειρά ποιος θα βαρέσει τα ζά στο αλώνισμα χορταίνοντας καβάλα στο ντουένι. Το ποιός θα βάλει ντουένι μαθευόταν αμέσως, στο άψε σβήσε από την προηγούμενη. Έπεφτε σύρμα. Δεν χρειαζόμασταν κινητά τηλέφωνα; Όχι βέβαια. Ώσπου όμως να φτάσουμε στο αλώνισμα έπρεπε να προηγηθούν άλλα πράματα.
Ας τα λακριντέψουμε:
Όταν τα σπαρτά ροϊδίνιζαν και ήσαν έτοιμα για θέρο, οι νοικοκυραίοι μπονώρα μπονώρα ξημέρωναν στο χωράφι.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος.
Έκαναν το σταυρό τους για καλή αρχή, με τις ευχές στο νοικοκύρη για καλά μπερκέτια και τα δραπάνια έπαιρναν φωτιά. Μέσα στο λιοπύρι τρεις…τέσσεροι και πολλές φορές περισσότεροι θεριστάδες στην αράδα κατάπιναν στο άψε σβήσε το σπαρτό, όσπου να πεις κίμινο. Ο ιδρώτας ποτάμι, μούσκευε ρούχα και πρόσωπο και στάζοντας δρόσιζε το πυρωμένο χώμα. Τα χερόβολα σαν στρατιωτάκια περίμεναν το μπρατσωμένο χέρι για να τα κάνει δεμάτια. Οι κουβαλητές κρατάγανε στην άκρη τα ζα ώσπου να ετοιμαστούν τα δεμάτια για να φορτωθούν.Μια κανταριά από ζα, φορτωμένα με τα χρυσαφένια στάχια, πήγαιναν στον τόπο που θα έβγαινε ο πολύτιμος καρπός. Δίπλα στο αλώνι τα δεμάτια στιβαγμένα σε θεμονιά, καταλιακού για να ξεραθούν και να τρίβονται ευκολότερα. Οι κουβαλητάδες συνήθως εμείς τα παιδιά, με συντεριασμένα τα ζα, καβάλα στο μπροστινό μουλάρι, απανογώμι ή πισωκάπελα, ή πολλές φορές ποδαρόδρομο, ακολουθάγαμε το ίδιο δρομολόγιο για να κάνουμε την επόμενη στράτα. Στο δρόμο μπλουστριζόμαστε με άλλους κουβαλητάδες και έπρεπε να προσέχουμε μην μπλεχτούνε τα ζα.
Ήταν πολύ δύσκολο να κουβαλήσεις δεμάτια με τα ζα κανταριασμένα. Πολλά μουλάρια ήσαν τσινιάρικα δεν μόνιαζαν με άλλα ζα και ο κουβαλητής έπρεπε να προσέχει. Όταν μάλιστα τα έπιανε μυίγα ή είχαν τριδώνες τότε καλά κουκούλια. Κλάφτα Χαράλαμπε! Δεν είχαν στασιό, και δεν τα κράταγες με τίποτα. Είχαν γίνει πολλά ατυχήματα στο κουβάλημα. Είχε χτυπήσει κάποιον κουβαλητή μια φορά ένα τσινιάρικο μουλάρι, πεταλωμένο, στην τσιουλιά και τον πήγαν στο χωριό με τη τζιουβέρα. Δεν έπρεπε να αφήσεις τα φορτωμένα ζα από τα μάτια σου ούτε λεπτό. Κάποιος μια βολά, στο δρόμο, άφησε τα ζα φορτωμένα για σωματική του ανάγκη και στο πίτσι φυτίλι τουρλοκολιάστηκαν τα σαμάρια με τα δεμάτια μαζί. Μερικές φορές όταν το φόρτωμα ήταν ταμαχιάρικο κοβόταν η ίγκλα και από το ζόρισμα, το ζώο έμενε ξεϊγκλωτο και το σαμάρι με το φόρτωμα γύριζε και έπεφτε. Άντε μετά να πιάσεις το μουλάρι που αγριεμένο φουρλάτιζε, ορθοστάτιζε και δεν νταγιαντιζόταν με τίποτα. Πολλές φορές από τα νεύρα του ο κουβαλητής το τσούκλωνε κοντά με τα στούμπια ή αν ήταν ψωμομένος του ’ριχνε και κανα τεγνέτσι και εκείνο λάκαγε τροκάτσι και το βρίσκανε στο χωριό, στο κατώι. Το κορμπάτσι πάντως θα το ’τρωγε άλλη ώρα, δεν θα το γλύτωνε. Τα ζα που τα ήθελαν για έχα δεν τα πολυφόρτωναν. Μια βολά πάλι ένα παιδί κυνήγαγε να πιάσει ένα μουλάρι και πατώντας μονόπαντα πάνω σε μια φλέντζα από κούτσουρο γύρισε το ξύλο και ένα παρχάλι από ροζί μπήκε βαθιά στο πόδι του. Εκεί άρχιζαν τα γιατροσόφια. Η μάνα του έκαψε μια κουταλιά λάδι στη φωτιά και τσούζζζ την έριξε μέσα στη γούβα που είχε κάνει το ροζί και…περδίκι. Ούτε ψίλος στον κόρφο του. Το μπορόκλησε όπως όπως, φίλεψε το παιδί λίγη τσιελίθρα και πάει καλιά του. Βγήκε λαπάντι. Συνέχισε το κουβάλημα σαν να μην έγινε τίποτα.
Ας έρθουμε όμως στο θέρο.
Όσο προχώραγε το γιώμα και έφτανε το μεσημέρι οι θεριστάδες έπρεπε να ξαποστάσουν, να βάλουνε στο στόμα τους μια μπούκα, να πιούνε μια στάλα νερό και να φύγει η αποστασίλα. Ο ίσκιος της αχλάδας ήταν θεραπαή. Εκεί από κάτω έστρωναν το κυλήμι και καθισμένοι σταυροπόδι άνοιγαν τη χερότεσσα με το μαγείρεμα, ξεδίπλωναν από τη μπόλια το τυρί, ίσως μια στάλλα σύγκριατο, στούμπαγαν το κρεμύδι στο γόνα και άρχιζε το φαγοπότι. Πολλές φορές γίνονταν σεμπριές. Έσμιγαν δύο φαμελιές τα εργατικά χέρια και πήγαιναν πότε στο χωράφι του ενός και πότε στου άλλου. Τότε το αφεντικό έπρεπε το μεσημέρι να έχει κάτι καλό στη χερότεσσα. Μια στάλα αρτιμή. Συνήθως κανένα κοκκορόπουλο καπαμά ή πολλές φορές μπακαλέο. Κάπου κάπου το έτσουζαν κιόλας αν το βαγένι του αφεντικού κράταγε ακόμα καμιά γραντζιά κρασί. Το νερό στη βαρέλα, παρ’ ότι ήταν κάτω από τον ίσκιο από το πρωί, ώσπου να έρθει το μεσημέρι γινόταν αλισίβα. Όσοι θέριζαν σε χωράφια του κάμπου, έστελναν νωρίτερα κάποιον να φέρει μια στάλα δροσερό νερό από κανα μαγκανοπήγαδο. Ήσανε αρκετά πηγάδια στον κάμπο με μαγκάνι ή με τέσα και τριχιά. Της Φραγκούς το πηγάδι ήταν με γκουβά και τριχιά, του Αρτέμη ήταν με μαγκάνι.
Όσοι θέριζαν στα πιο ορεινά έφερναν νερό από καμιά στέρνα. Στέρνες υπήρχανε αρκετές. Γέμιζαν με το νερό της βροχής. Πώς; Έριχναν χλώριο; Δεν χρειαζόταν. Το απολύμαιναν οι ακρίδες που έπεφταν μέσα. Μια φορά μέσα σε μια στέρνα είχαν βρεί ένα σφαχτό τάμπαρο. Μερικές φορές, από την αναβροχιά οι στέρνες δεν έπιαναν νερό. Το καλοκαίρι το νερό ήταν λίγο και στον πάτο της στέρνας, θολό, μπουλουμάς. Η δίψα όμως ήταν τέτοια που πιάναμε αυτό το κατακάθι με τον κουβά και το στραγγίζαμε με το μαντήλι για να ξαστερώσει και να σβήσουμε με αυτό τη δίψα μας. Οι τσοπάνηδες ήξεραν τα σπληθάρια και πήγαιναν εκεί να βρουνε νερό. Πολλές φορές έβρισκαν εκεί μέσα κοτσιλιές από πουλιά, αλλά και πάλι δεν δίσταζαν έστω να δροσιστούν. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι τα χωράφια δεν ήσαν όλα στον κάμπο. Έσπερναν σε κάθε γωνιά εκεί που μπορούσε να μπει αλέτρι. Αλλά και εκεί ακόμα που δεν έμπαινε αλέτρι τα έσκαβαν με το ξυνιάρι. Ακόμα και σε ορεινά μέρη, και μέσα στα πουρνάρια, στα κριτσιόπια, στις τρόκλες και στις πλεύρες, άνοιγαν φωλιές και τις έσπερναν. Εκεί φυσικά κάθε χρόνο έπρεπε να κοπούν τα φρύγανα που ξαναφύτρωναν, τα σκασμένα και έβγαιναν κάθε χρόνο καινούργια. Να ξελιθαριστούν από νωρίς από τα ζόμπολα και τα τρόχαλα, για να είναι έτοιμα την εποχή του οργώματος, με τα πρωταβρόχια, πέρα το Χινόπωρο. Δύσκολη και βασανιστική δουλειά.
Ας έρθουμε όμως πάλι στο θέρο.
Όταν έφτανε το νερό, με μιας τα δραπάνια φώλιαζαν στο μπράτσο ρούγκλωναν με την αράδα το νερό και η δίψα έσβηνε. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόλαυση στη διάρκεια της ημέρας από του να σβήνει κανείς την κάψα και την αποστασίλα του με την ευλογημένη δροσιά του νερού. Το βράδυ όταν τελείωνε ο θέρος μάζευαν τα τσάβαλα, όλα τα συμπράγκαλα, έκρυβαν τα δρεπάνια σε κανα δεμάτι, για να μην τα κουβαλάνε στο σπίτι, όταν την άλλη μέρα πάλι θα συνέχιζαν το αποτέλειωμα του σπαρτού, έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού ποδαρόδρομο. Πολλές φορές θέριζαν μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι. Άλλες φορές πάλι, όταν δεν υπήρχε ζόρι, ή για άλλους λόγους, ο θέρος τελείωνε όταν λιοκρίζανε τα απόσκια. Στο πηγαινέλα στο χωράφι, οι γυναίκες που ετύχαινε να είχαν γεννήσει την εποχή του θέρου, έπαιρναν ζαλιά τη νάκα με το κουτσούβελο, ακόμα και το μπεσίκι. Όταν θέριζαν άφηναν το παιδί σε κανένα ίσκιο ώσπου να τελειώσουν και στα ενδιάμεσα, όταν έκλεγε, το βύζαιναν από το λιγοστό γάλα που έβγαζαν και που από την αποστασίλα πίκριζε. Υπήρχαν περιπτώσεις που γυναίκες είχαν γεννήσει στο χωράφι και μάλιστα δεν προλάβαινε να έρθει ούτε η Μαμή.
Με το γυρισμό στο χωριό η δουλειά όμως της ημέρας δεν τελείωνε εδώ. Έπρεπε να ποτιστούνε τα ζα και αυτό γινόταν στις βρύσες του χωριού. Στη μεσαία και στην απανόβρυση. Μόνο που πολλές φορές για να πάρεις σειρά να ποτίσεις τα ζα, η κανταριά έφτανε πολλές φορές τα 150 μέτρα, έτσι που όποιος ερχόταν από το χάνι καθυστερημένα η φάλαγγα έφτανε από τη μεσαία βρύση μέχρι το χάνι και όποιος ερχόταν από το πάνω χωριό, στην απανόβρυση, ο τελευταίος έπρεπε να περιμένει στης Αράπισσας το Ρέμα, στον Αγιο-Δημήτρη. Αν το νερό ήταν μπόλικο μπορεί να ξεμπέρδευε το βράδυ αργά. Αν όμως, όπως πολλές φορές, το νερό ήταν λίγο, ίσα που έσταγε η βρύση, τότε καλά ξεμπερδέματα. Μπορεί από τη βρύση, με το φώτημα να πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο χωράφι για δουλειά.
Περιμένοντας στη σειρά τόσες ώρες δεν έλειπαν τα μαλώματα και τα σκουσμάρια ακουγιόσανε σε όλο το χωριό. Πολλές φορές, οι τσαρκαλιάρηδες πιανόσανε ακόμα και στα χέρια. Είδα γυναίκες να μαλώνουν για τα καλά και τα κοσμητικά επίθετα να πηγαίνουν και να έρχονται: Ρε παλιο πομποθήλυκο, ρε παλιο παρασάνταλο, εγώ είμαι μπροστά. Τι λες μωρ τρέγκουρη μωρ-παλιο πατσιαβούρα, μωρ-παλιο φραχταπήδω, εσύ τώρα κόπιασες, αϊ ξεκομπήσου από δω παλιο τρελοκαμπέρω, και άλλα πολλά. Αλλοίμονο σε κείνον που μαζί με τα ζα ήθελε να γεμίσει και κανα κάθικο, να πάρει λίγο νερό για το σπίτι. Άκουγε το βρισίδι και τη βλαστήμια της χρονιάς για την καθυστέρηση. Για νερό, βλέπεις, πήγαιναν άλλες ώρες, και πάλι με τη σειρά. Άλλες φορές το βαρέλι φορτωμένο στα ζα και τις πιο πολλές φορές το ξύλινο βαρέλι κουβάλαγαν οι γυναίκες φασκιωμένο ζαλιά. Συνήθως, μαζί με το βαρέλι στον ώμο ή στην πλάτη, που το κράταγαν με το ένα χέρι ή ζωσμένο με τριχιά στη ράχη, μπορεί να κουβάλαγαν και μια βαρέλα ή ένα ντενεκέ με το άλλο το χέρι.
Ας έρθουμε τώρα στο αλώνισμα.
Τα δεμάτια σε θεμωνιά, στιβαγμένα δίπλα στο αλώνι, μέσα στο λιοπύρι, αποξεραίνονταν μέχρι να είναι έτοιμα για το αλώνισμα. Αν καμιά φορά έβρεχε το αλώνισμα καθυστερούσε, ώσπου σπαργουνιάσει το σπαρτό γιατί ήταν λουρό και πολλές φορές τα δεμάτια στο εσωτερικό μούχλιαζαν από την υγρασία. Το αλώνι ήταν πετρωμένο με καλντερίμι ή χωμάτινο. Το χωμάτινο αλώνι ήταν φυσικά μπελάς γιατί εκτός από την δύσκολη προετοιμασία (ξεχορτάριασμα, καθάρισμα από τις μερμηγκοφωλιές, καταβρέματα για να ταρατσώνει το χώμα κλπ), ήταν μπελάς και το μάζεμα στο τέλος του καρπού γιατί μπλεχόταν με το χώμα και πριν το άλεσμα ο καρπός ήθελε πλήσιμο για να φύγει η κοκκινιά και στερνά λιάσιμο. Η θεμωνιά φυσικά την ημέρα δεν έμενε αφύλαχτη γιατί οι κότες και τα πουλιά παραφύλαγαν και όταν έβρισκαν ευκαιρία μάδαγαν τα στάχυα και το γέννημα λιγόστευε και διαγουμιόταν. Τα μελιγκόνια επίσης ήτανε μια άλλη παρέα δολιοφθοράς που έφτιαχναν τις μελιγκονοφωλιές μέσα ή κοντά στο αλώνι. Μάζευαν το σιτάρι κουρκούμπες γύρω από την τρύπα της φωλιάς ακόμα και τη νύχτα. Για να τα ξεμπουντουλώσουν ρίχνανε μαύρο καμένο λάδι από την πριονοκορδέλα ή πασπαλίζανε τη φωλιά με ντι-ντι.
Όταν όλα ήσαν έτοιμα τα δεμάτια λύνονταν και το σπαρτό σκορπιζόταν γύρω από το στουγερό περιμένοντας κανα δυο μέρες ακόμα για να αποξεραθεί, να μην είναι λουρό όταν θα το πατούσαν τα ζα και να τρίβεται γληγογότερα. Έτοιμο το κουλούρι με το σκοινί ή την αλυσίδα, το καρσιντάγανε και το μπουρλιάγανε στο στουγερό. Το κουλούρι που ήταν ένα γερό, χοντρό κλαδί γυρισμένο κουλούρα θα κράταγε τα ζα για να μη βγαίνουν από το αλώνι όταν ερχόσανε φούρλες. Έτοιμα και τα δικριάνια για να ανακατεύουν το λιώμα και να το συμπάνε προς τα μέσα που πετεγόταν στις άκρες όταν γλύστραγαν τα ζα. Έτοιμες οι λεμαριές και τα τραβηχτά. Εκεί θα δενόταν το ντουένι που θα το έσερναν τα ζα γύρω-γύρω για να τρίψουν το σιτάρι ή το κριθάρι ή το βίκο ή το λαθούρι ή ότι τέλος πάντων είχε απλωθεί στο αλώνι για να βγει ο καρπός. Στο ντουένι απάνου καβάλαγε οπωσδήποτε κάποιος που ήξερε ισοροπία, κυρίως εμείς τα παιδιά και με τη βίτσα στο χέρι, ζιακούταγε τα ζα φωνάζοντας, και τα μαλινάριζε για να γυρίζουν φούρλες γρήγορα, για να τελιώσει το λιώμα μια ώρα αρχήτερα αλλά και γιατί όταν πήγαιναν σιγά βούταγαν, σκύβοντας και άρπαζαν χεριές χεριές το λιώμα, τσιαπαλάγανε και έτσι διαγουμιόταν ο καρπός. Στα ενδιάμεσα το λιώμα έπρεπε να γυριστεί. Έβγαζαν τα ζα από το αλώνι και το γύριζαν το απάνω κάτω με τα δικριάνια. Όταν το αλώνι ήταν φορτωμένο με πολλά δεμάτια χρειάζονταν τουλάχιστον πέντε ζα για να αλωνίσουν. Γι’αυτό αλώνιζαν δανεικαριά με άλλους τα ζα και έτσι γινόταν πιο γλήγορα και πιο εύκολα η δουλειά. Μεγάλη τσιεφαλάρια ήταν όταν τα ζα δεν ταίριαζαν όλα μαζί και μάλωναν. Οπότε υπήρχαν εξαιρέσεις την τελευταία στιγμή και αυτό δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Πιο πολλά ζα σήμαινε και περισσότερα χέρια για δουλειά και όλοι έδιναν ένα γιούτο, κυρίως στο σύμπισμα, στο γύρισμα, στο λύχνισμα, στο σάκκιασμα αλλά και σε άλλες δουλειές μέχρι που να μπει ο καρπός στο κασόνι.
Τα ντουένια στο χωριό ήταν λίγα. Χωρίς ντουένι το αλώνισμα κράταγε διπλάσιες ώρες. Όταν οι καλαμιές του σιταριού γινόσανε κλόπος, μαζευόταν το λιώμα γύρω από το στουγερό και άρχιζε το λίχνισμα που ήταν αρκετά δύσκολο γιατί έπρεπε να φυσάει αέρας για να ξεχωρίζει το άχιουρο από τον καρπό. Έπρεπε λοιπόν να περιμένουν πότε θα φυσήξει για να λυχνίσουν και μάλιστα όχι δυνατός αέρας, γιατί έτσι θα σκόρπαγε μακριά το άχιουρο και πιθανώς μαζί και τον καρπό. Το άχιουρο ήταν και αυτό πολύτιμο για να παχνίζουν τα ζα το χειμώνα. Πολλές φορές το λύχνισμα γινόταν τη νύχτα που συνήθως φύσαγε ελαφρό αεράκι. Στο τέλος, ο καρπός μαζευόταν στρογκός στη μέση το αλώνι και εκεί έμπαιναν τα στοιχήματα ποιος θα πετύχει, έτσι προκούφι, πόσα κουβέλια θα βγούνε από το σωρό. Έβαζαν τον καρπό σε σακιά για να πάει μετά στο κασόνι, ή στο αμπάρι και στη συνέχεια στο μύλο για να αλεστεί.
Μέτραγαν τη σοδιά με το κουβέλι και στο χωριό ακουγόταν ποιός τη χρονιά αυτή έκανε πολλά κουβέλια. Αυτός τότε, όταν έβγαινε όξω στο καφενείο, κορδωνόταν σαν γύφτικο σκεπάρνι για την πλούσια σοδιά και το κατόρθωμά του. Φυσικά, όταν τα δεμάτια ήσαν πολλά, δεν ξεμπέρδευε κανείς με ένα αλώνισμα γιατί δεν τα έπαιρνε όλα ένα αλώνι. Η καλύτερη ώρα του αλωνίσματος ήταν η ώρα του φαγητού, αν και στα ενδιάμεσα όλο και καμιά λατζίτα, ή αν είχε φούρνισμα καμιά λαγάνα ζεστή και αχνιστή, μπορεί και από μπομπότα, με τυρί, θα είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά για κολατσιό και κέρασμα. Έβγαζαν λοιπόν τα ζα όξω από το αλώνι και τα πήγαιναν σε ίσκιο. Στον ίσκιο καθόσανε και οι αλωνιστάδες σταυροπόδι και όταν άνοιγε η τέσσα με το κοκκορόπουλο που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά ή ο μεζές στην πουγάνα, μοσκοβόλαγε ο τόπος και η ιεροτελεστία άρχιζε. Η μυρωδιά έσπαγε μύτες. Δίπλα περίμενε στον ίσκιο και το μανόλο με το κρασί, για να τα τσούξουν λιγάκι και να ευχηθούν στους νοικοκυραίους, καλοφάγωτος ο καρπός. Μερικές φορές όταν υπήρχε κέφι τραγούδαγαν. Εμείς τα παιδιά, καμιά φορά κρυφογελάγαμε με μερικά τραγούδια που έλεγαν: “Γυναίκα φέρε μου το γκρα απ’ την παλιο κασέλα”.
Μετά το λιώμα εμείς τα παιδιά είχαμε και άλλη δουλειά, που ήτανε μάλιστα νυχτερινή. Είμαστε τότε γκοτζάμ τσουλάγρες. Έπρεπε να ξεβγάλουμε τα ζα. Δύο τρία ζα συντεριασμένα από τα καπίστρια, ξησαμάρωτα, άλλοτε αρκάτοι και άλοτε καβάλα, όταν κάποιο ζω ήταν μολαϊμικο, χωρίς σαμάρι, παρέα με γειτονόπουλα, τα πηγαίναμε στον κάμπο σε καμιά χερισιά με χορτάρι, μπαζιντί ή μουχρίτσα, τους βγάζαμε τα καπίστρια, τους βάζαμε το πεδούκλι για να μην φύγουν και κοιμόμαστε εκεί το βράδυ, ξάπλα, στο χώμα ο ένας δίπλα από τον άλλο, με λίγα σκουτιά, κοιτώντας τον ουρανό και μετρώντας τα αστέρια ώσπου να μας πάρει ο ύπνος. Η συναυλία από τα μπαμπακάτσια αντί να μας ξεκουφαίνει μας νανούριζε. Αυτό που μας νανούριζε περισσότερο ήταν όταν ακουγιόταν η μπίπα του γκεσεμιού και τα γιδοτρόκανα από τα πράματα που οι τσοπάνηδες είχαν ξεβγάλει στις πλεύρες και στα υψώματα.
Όταν τύχαινε και πηγαίναμε νωρίς, με το μούσγωμα, ξεμακραίναμε για κανα μπρίσκαλο, τσεγκουρολόγημα ή για καμιά ζούλα από τις γκορτσαχλαδιές, ή καμια πίπλα, πάντοτε όμως λουμωχτά γιατί ο αγροφύλακας καθόταν στην Τραγασούρα μέχρι αργά και αν μας έπερνε βερβελέ αλλοίμονό μας. Θα έκανε στον πατέρα μας, πρωτόκολο και θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα. Άλλα βράδια, πολλές φορές στο χωριό είχαμε και τα νυχτέρια. Μαζεύαμε εμείς τα παιδιά παϊδες από τη μηχανή που έσχιζε τα κουριά και ανάβαμε φωτιά σε αριωμάδες. Στην αρχή τίκλωνε ο τόπος από τον καπινό. Μετά όμως, όταν δρίμωνε η φωτιά, οι γυναίκες καθόσανε γύρω με τα μαντήλια στο κεφάλι, φακιόλι ή καταμπουλιά με τις ρόκες και τα βελόνια στο χέρι και άλλες νέθανε, άλλες πλέχανε και άλλες ξεκολιάζανε τα παντελόνια τουν αντρώνε που είχαν μισοτριβιάσει. Πολλές προίκες είχαν γίνει σ’αυτά τα νυχτέρια. Πολλές φορές, η γυναίκα καλαμπουρτζού, ντυνότανε μπούλα για να κάνει αστεία και να περγελάσει κάποιον και το γέλιο ακουγιόταν σε όλο το χωριό. Στην παρέα, για να περνάει η ώρα, λέγανε και παραμύθια, αινίγματα αλλά συνήθως πήγαινε το λακριντί και το κοτσομπολιό σύννεφο. Στα αινίγματα αυτός που έβρισκε το αίνιγμα το συνόδευε με πρόλογο: Με τάβγα του με τάμπα του με τα κολοστροσίδια του δεν είναι…το τάδε. Κόλλαγαν και του κολοβού σκυλιού νουρά. Εκεί μάθαινες όλα τα νέα του χωριού, είτε καλά ήσαν είτε άσχημα. Η είδηση κυκλοφόραγε με τον αέρα.
Στο θέρο όμως είχαμε να μαζέψουμε και άλλα σπαρτά εκτός από τα σιτάρια. Τα βικολάθουρα, μπιζέλια κλπ. Αυτά έπρεπε να ξεριζωθούν με το χέρι. Σκυφτοί, γιατί ήσαν κοντά, αλλά και πολλές φορές γονατιστοί. Το μαρτύριο ήταν στη μέση αλλά και τα τριβόλια που κάρφωναν τα χέρια και μένανε μέσα. Στο τέλος έπρεπε να κάθεσαι και να ξετριβολίζεις τα χέρια πολλές ώρες. Ο θέρος δεν τελείωνε όμως αν δεν θεριζόταν και η ζουλίτσα όπως επίσης και η φατσή. Τα σπαρτά αυτά ήσαν απάνου στην Αρπακωτή. Για να πας στην Αρπακωτή δεν ήταν και εύκολο πράμα. Το πατούλιο το κουμπούρωνε μπονώρα-μπονώρα, με το δροσιό για το χωράφι, στο βουνό, ποδαρόδρομο ή καβάλα στα ζα, από το μονοπάτι, που ήταν γεμάτο τρόκλες, της Βαρσανίτσας ή από της Αράπισσας το Ρέμα. Το βράδυ όταν έμενε αθέριστο σπαρτό,για να αποφύγουν το πηγαινέλα στο χωριό, έμεναν στο βουνό. Κοιμόσανε όξω. Έστρωναν ελατόκλαρες χάμου, απάνω ένα στρωσίδι και ύπνο με πειράγματα και καλαμπούρια. Οι ελατόκλαρες όμως τσίμπαγαν και οι ντελικάτοι παίρναγαν τον έρμο τους. Πολλές γυναίκες μερικές φορές όταν έμεναν έγκυος και τις ρώταγαν, η απάντηση ήταν: «Μωρ’ το άρπαξα στην Αρπακωτή, αλλά μη λες τίποτα».
Βέβαια η ζουλίτσα και η φατσή ήσαν καρποί πολυτελείας. Η φατσή για μαγιέρεμα και το σιτάρι της ζουλίτσας για ψωμί που γινόταν κατακίτρινο, χάσικο και πεντανόστιμο. Πολλές φορές όποιος δεν είχε ζουλίτσα έκανε τράμπα με άλλον και αλλάζανε με σιτάρι είδος με είδος.
Βιβλίο όμως θα μπορούσε να γράψει κανείς με τις αγροτικές ασχολίες και τον τρόπο που τα βγάναμε πέρα, χωρίς μηχανήματα, χωρίς εργαλεία, αλλά με πείσμα, υπομονή και δουλειά. Έτσι ήταν τότε. Δύσκολα χρόνια. Ίσως σε άλλες περιοχές να ήταν τα πράγματα πιο τραγικά. Σήμερα υπάρχουν τα μηχανήματα που θερίζουν μόνα τους και τον καρπό τον παίρνουν από το χωράφι, τον σακκιάζουν και μας τον φέρνουν κατ’ ευθείαν στο κασόνι. Δεν χρειάζεται να πάμε επί τόπου. Τα δραπάνια, τα ντουένια και τα αλέτρια ψάχνουμε να τα βγάλουμε από την αστράχα για να τα κρεμάσουμε στα σαλόνια για ενθύμιο και για φουμιά.
Ίσως κάποιοι να έχουν την άποψη ότι τέτοιες καταστάσεις που ζήσαμε σε μια συγκεκριμένη εποχή της ιστορίας του χωριού μας, στα πέτρινα χρόνια, όταν εξιστορούνται και βλέπουν το φως της δημοσιότητας, στενοχωρούν και φέρνουν στο στόμα πίκρα, και ότι αυτά πρέπει να μπαίνουν στη λήθη. Δεν είναι έτσι. Όταν τα φέρνουμε στη μνήμη μας, αισθανόμαστε υπερήφανοι που, παρ’ ότι ζήσαμε τόσο δύσκολα χρόνια, σταθήκαμε όρθιοι, προχωρήσαμε με το κεφάλι ψηλά, τα βγάλαμε πέρα και φτάσαμε στο σήμερα, που όλα αυτά που αναπολούμε από τον καναπέ, όσοι τουλάχιστον τα έζησαν, έρχονται σαν γλυκόπικρες αναμνήσεις, που μας δυναμώνουν ακόμα περισσότερο για να αγωνιστούμε για κάτι ακόμα καλύτερο.
Θανάσης Γ. Κουτσούγερας (Δάσκαλος)